Ἡ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως δὲν φωτίστηκε ἀπὸ ἄστρο τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὸν ζωοδόχο Τάφο. Αὐτὸ τὸ γιορτάζουμε οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς τὴν μεγαλύτερη ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Κασσιανός, ἐπίσκοπος Κατάνης καὶ κοσμήτορας τοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὴν Γαλλία, παρακινοῦσε τοὺς Ἕλληνες φοιτητὲς νὰ τοῦ ψάλλουνε τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός…» καὶ ἔλεγε: «Αὐτὸν τὸν ὑπέροχο ὕμνο δὲν τὸν ἔχουμε ἐμεῖς. Ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶναι ἡ κορυφὴ ὅλης τῆς ὑμνογραφίας.» Ἔτσι ὑμνήσανε οἱ ἅγιοι Πατέρες τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Δυστυχῶς, αὐτὰ ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες τὰ λησμονήσαμε καὶ καταπιαστήκαμε μὲ ὅ,τι μὲ τὸ κοπρόφτυαρο μᾶς προσέφερε ἡ Δύση. Κι ἔτσι, μάθαμε νὰ ψάλλουμε τὸ «Ἅγια Νύχτα» μὲ εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ καὶ τόσα ἄλλα ποὺ δὲν θέλω νὰ τὰ μνημονεύσω, γιὰ νὰ μὴ πικράνω αὐτοὺς ποὺ τὰ κουβάλησαν στὸν τόπο μας καὶ τὰ μετέδωσαν.
Γιὰ μᾶς ἡ ἁγία νύχτα, ἡ φωτεινὴ νύχτα εἶναι τὸ Πάσχα. Ὅλοι προσερχόμαστε στὴν Ἐκκλησία νὰ λάβουμε τὸ ἅγιο Φῶς. Δυστυχῶς ὅμως, ἡ φωτεινότερη νύχτα τοῦ χρόνου ἐδῶ καὶ χρόνια στὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἔχει καταντήσει φεστιβάλ. Παίρνουν τὸ Φῶς καὶ αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο τὸ Πάσχα γι᾽ αὐτούς, καὶ ἐπιστρέφουνε στὴν σκουτέλα μὲ τὴν μαγειρίτσα. Ἡ λαμπρότερη Λειτουργία τοῦ χρόνου δὲν ἔχει πλήρωμα. Ἐλάχιστοι παραμένουν. Ὁ κάθε ἱερέας ποὺ πιστεύει στὴν Ἀνάσταση αὐτὴν τὴν νύχτα κάνει τὴν πιὸ πικραμένη Λειτουργία, γιατὶ ὁ λαός του ρέγχει στὰ ἀμπάρια τῆς ἁμαρτίας.
Ἔχει γίνει πραγματικὰ φεστιβάλ, γιατὶ ἀκόμα καὶ οἱ ἄθεοι κρατοῦντες προσέρχονται μὲ τὴν συντρόφισσά τους νὰ πάρουν πρῶτοι τὸ Φῶς ἀπὸ τὸν ἑκασταχοῦ Ἐπίσκοπο. Καὶ οὐδεὶς τοὺς τὸ ἀρνεῖται! Κανεὶς δὲν τοὺς ἐρωτᾶ ἂν πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση. Ἂν πίστευαν, ὁ γάμος τους θὰ ἦταν ἐν Κυρίῳ καὶ τὰ παιδιά τους θὰ τὰ εἶχαν βαπτισμένα. Ἡ παρουσία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν σ᾽ αὐτὲς τὶς ἅγιες καὶ ὑπερουράνιες τελετὲς ἀμαυρώνει καὶ δυσοσμεῖ τὶς καρδιὲς αὐτῶν ποὺ τοὺς βλέπουν.
Ἀγωνισθεῖτε, ἐσεῖς ποὺ φέρετε τὴν ἱερωσύνη, ἡ νύχτα αὐτὴ νὰ πλημμυρίζη φωτὸς τὶς καρδιές τους, ἀλλιῶς κάθε Πάσχα θὰ λέμε μὲ τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα «Δὲν εἶναι καιόμενες οἱ καρδιές μας, γι᾽ αὐτὸ δὲν βλέπουμε τὸν Ἀναστάντα Χριστό.» Ἀνάψτε φωτιὲς στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων γι᾽ αὐτὴν τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα. Μὴ κάθεστε σὰν τοὺς κοιμισμένους φύλακες τοῦ Τάφου. Νὰ προσπαθήσουμε ἡ ἁγία Τράπεζα αὐτὴν τὴν νύχτα νὰ περιβάλλεται ἀπὸ φλόγες, ἄϋλες φλόγες. Ἡ μάννα ποὺ θέλει νὰ παιδαγωγήση τὸ παιδί, πιάνει τὴν γωνιὰ καὶ κάθεται τεθλιμμένη.
− Γιατί, μάννα, εἶσαι λυπημένη;
− Γιατὶ, παιδί μου, δὲν ἀλλάζεις τρόπο ζωῆς.
Καθίστε κι ἐσεῖς στὴν ἁγιασμένη γωνιὰ τοῦ ἁγίου Βήματος καὶ δεῖξτε στὸν λαὸ τὸν πόνο καὶ τὸν κλαυθμυρισμό σας γιὰ τὴν ἄρνηση τῆς Ἀναστάσεως. Μὴ βάλετε ἄμφια χαρμόσυνα τὴν νύχτα αὐτήν, ἀλλὰ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Κι ἐσύ, δεσπότη, μὴ φορέσης χρυσοποίκιλτη μίτρα, ἀλλὰ τσουκάλι μουτζουρωμένο. Σίγουρα θὰ σᾶς ρωτήσουνε:
− Γιατί πένθιμα, παπᾶ μου;
− Γιατὶ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ ἀρνηθῆτε τὴν Ἀνάσταση καὶ θὰ ἐπιστρέψετε εἰς τὰ ἴδια, ὅπως οἱ Μαθητὲς στὶς βάρκες καὶ στὰ δίχτυα.
Ἐξεγερθῆτε, μὴν ὑπνῆτε, ὁ Κύριος ἀναστήθηκε κι εἶναι μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο καὶ προσφέρεται εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν τῶν πιστῶν ποὺ τὴν Ἀνάστασιν ὁμολογοῦνε.