«Ξιμαρισμένες, βρώμικες και πειραγμένες». Αυτοί ήταν οι χαρακτηρισμοί για τις γυναίκες που είχαν πέσει θύματα των φρικτών εγκλημάτων των Τούρκων και ομάδων ατάκτων Τουρκοκυπρίων κατά την εισβολή τους στην Κύπρο.
Περίπου 800 γυναίκες ήταν αυτές που έζησαν με το στίγμα της κοινωνίας και το ένοχο μυστικό τους.
Δεν θέλουν να μιλάνε για αυτό γιατί ντρέπονται και φοβούνται για όσα έχουν βιώσει. Βιασμοί, ομαδικοί και μη αλλά και δολοφονίες μπροστά στα παιδικά τους μάτια, είναι μόνο λίγα από όσα έχουν χαρακτεί στις μνήμες τους.
Μια πλέον 62χρονη γυναίκα συγκλόνιζει με την εξομολόγηση της στην εφημερίδα «Τα Νέα» όπου περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα όσα έκανα οι Τούρκοι καταστρέφοντας το σπίτι και την οικογένεια της όταν εκείνη ήταν μόλις 12 ετών.
Η φρικτή ιστορία ενός 12χρονου κοριτσιού
Η φωνή της βγάζει αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση πλέον. Ζούσε σε ένα χωριό της επαρχίας Κερύνειας, τον Σύσκληπο, στους πράσινους πρόποδες του Πενταδακτύλου, με τον πατέρα και τον αδελφό της, καθώς οι γονείς της είχαν χωρίσει. Στις 26 Ιουλίου το 1976 οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό και το κατέλαβαν, όμως σε αυτό είχαν μείνει γύρω στα 20 άτομα, οι υπόλοιποι είχαν προλάβει να φύγουν. Οι περισσότεροι εξ αυτών που έμειναν πίσω ήταν ηλικιωμένοι και πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Οι Τούρκοι έκαναν μια πρώτη καταγραφή των αιχμαλώτων και ο αδελφός της είχε πιάσει κουβέντα με έναν νεαρό αξιωματικό στα αγγλικά, εκείνος, δε, του είχε πει ότι θα ξαναβρεθούν όταν όλα αυτά τελειώσουν.
Τουρκία: «Αν η Κύπρος επιτεθεί στην 'ΤΔΒΚ', δεν θα μείνουμε με δεμένα τα χέρια»
Η ημέρα που σημάδεψε όμως τη δική της ζωή, ήταν στις 3 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Εκείνη την ημέρα πραγματοποιήθηκε η δεύτερη καταγραφή αιχμαλώτων . Μπήκαν στο σπίτι της, την άρπαξαν και παρά τα παρακάλια του πατέρα και του αδελφού της, την οδήγησαν στο μπάνιο και άρχισαν να τη βιάζουν διαδοχικά. Άκουσε φωνές και πυροβολισμούς.
Όταν τελείωσαν, την παράτησαν εκεί και εκείνη προσπάθησε να το σκάσει. Την έπιασαν και την οδήγησαν στο πίσω σπίτι. Η ίδια περπατώντας προς το δωμάτιο της αντίκρυσε ανάμεσα σε άλλους νεκρούς, το άψυχο σώμα του αδελφού της αποκεφαλισμένο και τον πατέρα της νεκρό. Στη συνέχεια, τη βίασαν ξανά διαδοχικά.
Η ίδια επιβίωσε καθώς στο σημείο έφτασε ο αξιωματικός που είχε μιλήσει με τον αδελφό της, την ρώτησε ποιος της το έκανε αυτό και την πήρε μαζί του, την προστάτεψε και την έστειλε στη μητέρα της.
Η ντροπή και η αποσιώπηση των «ατιμασμένων»
Η ίδια άκουγε και θυμάται τους συγγενείς να ψιθυρίζουν και να απορρίπτουν την ιδέα να μείνει μαζί τους, λέγοντας πως της έκαναν ότι της έκαναν οι Τούρκοι και «τώρα θέλει να μείνει μαζί μας;».
Μια άλλη κοπέλα η οποία βιάστηκε πήρε από τις Υπηρεσίες μια κουβέρτα σε κακή κατάσταση. Όταν είδε μια καθαρή και τη ζήτησε από την υπεύθυνη, εκείνη γνωρίζοντας την ιστορία της, την απάντησε: «Τελείωνε που μου θέλετε και καθαρές κουβέρτες, που εγαμ... τόσο καιρό με τους Τούρκους». Σε μια άλλη από τις βιασθείσες, δόθηκε στην προσφυγιά το αντίσκοινα δίπλα από τα πεθερικά της. Εκείνα, απαίτησαν να μεταφέρουν την «ατιμασμένη» μακρυά σε άλλο σημείο του καταυλισμοί.
Αξίζει να σημειωθεί πως εκείνο το διάστημα γινόντουσαν μαζικές εκτρώσεις για τις οποίες η Βουλή άλλαξε προσωρινά τον νόμο καθιστώντας τες νόμιμες με τη σιωπηρή συναίνεση της Εκκλησίας.
Οι ιστορίες έγιναν γνωστές με την άφιξη των πρώτων εγκλωβισμένων Ελληνοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές.