Κραυγή αγωνίας για τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στα δικαστήρια, εκπέμπει η Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων (ΟΔΥΕ) με ανοιχτή επιστολή της προς τον πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων.
Ζητεί συνάντηση μαζί τους προκειμένου να τους ενημερώσει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δικαστικές υπηρεσίες και τις συνέπειες που αυτά έχουν στην απονομή της Δικαιοσύνης.
«Τα Δικαστήρια, ο χώρος απονομής της Δικαιοσύνης, βρίσκονται στη χειρότερη κατάσταση των τελευταίων δεκαετιών και δεν υπάρχει ούτε μία χαραμάδα ελπίδας, πως η κατάσταση αυτή μπορεί να βελτιωθεί όχι στο άμεσο μέλλον, που είναι το αναγκαίο, αλλά ούτε καν σε ορίζοντα 5ετίας» αναφέρει στην επιστολή της η ΟΔΥΕ σημειώνοντας πως «οι συνθήκες στα Δικαστήρια όλης της χώρας έχουν φτάσει σε οριακό σημείο, ώστε όλοι πλέον να μιλάνε για «αρνησιδικία».
Όπως δε επισημαίνει έχει θέσει τα προβλήματα υπόψη της ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης αλλά επί 2,5 χρόνια αυτή «δεν ανταποκρίθηκε ούτε στα στοιχειώδη ζητήματα που αφορούν τις συνθήκες εργασίας».
Υπό τα δεδομένα αυτά, η ΟΔΥΕ ανακοινώνει ότι προχωρά σε 24ωρη απεργία την Τετάρτη 2 Μαρτίου, ως συνέχεια των κινητοποιήσεων που άρχισαν τον Φεβρουάριο του 2020 και διεκόπησαν στις τον Μάρτιο του ίδιου έτους, λόγω της πανδημίας.
Μάλιστα, στην επιστολή της η ΟΔΥΕ παραθέτει και στοιχεία που αποτυπώνουν τις πραγματικές συνθήκες, όπως αναφέρει στο χώρο της Δικαιοσύνης και τις δικαστικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με αυτά:
«-Επί 8.769 οργανικών θέσεων Δικαστικών Υπαλλήλων όλων των Κλάδων και Κατηγοριών, υπηρετούν σήμερα 5.966, δηλαδή υπάρχουν 2.803 οργανικά κενά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 31,69% των οργανικών θέσεων, ενώ την ίδια στιγμή, διαγωνισμοί πρόσληψης του ΑΣΕΠ, που ξεκίνησαν το 2017, δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί γιατί οι διοριζόμενοι δεν αποδέχονται τις θέσεις, παρά τις επανειλημμένες αναπληρώσεις διοριστέων που πραγματοποιεί το ΑΣΕΠ, σύμφωνα με τις από τον νόμο οριζόμενες προθεσμίες.
-Η αναλογία Δικαστικών Υπαλλήλων προς Δικαστικούς Λειτουργούς είναι 1,34:1 (5966 υπηρετούντες Δικαστικοί Υπάλληλοι προς 4429 υπηρετούντες Δικαστικούς Λειτουργούς), ενώ σε πάρα πολλά δικαστήρια της χώρας η αναλογία αυτή ανατρέπεται δραματικά και γίνεται 1:3 (δηλαδή ένας Δικαστικός Υπάλληλος για κάθε τρεις Δικαστικούς Λειτουργούς), όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 3,5:1.
- Η επίλυση μιας διαφοράς στα Πολιτικά Δικαστήρια χρειάζεται περίπου 3 - 4,5 χρόνια μέχρι την οριστική εκτέλεση της απόφασης, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 1,5 χρόνος.
-Η ολοκλήρωση μιας υπόθεσης στα Ποινικά Δικαστήρια απαιτεί 4 - 5 χρόνια.
-Τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια έχουν την τρίτη θέση στην Ε.Ε. σε εκκρεμείς υποθέσεις και ο μέσος χρόνος εκδίκασης αυτών είναι 3,5 - 5 χρόνια.
-Η χώρα μας είναι η τελευταία χώρα στην Ε.Ε. στη δυνατότητα on-line πρόσβασης στις δικαστικές αποφάσεις.
-Τα δικαστικά κτήρια στις περισσότερες περιοχές της χώρας δεν πληρούν ούτε τις στοιχειώδεις συνθήκες αξιοπρεπούς λειτουργίας, δεν παρέχουν ασφάλεια έναντι των καιρικών φαινομένων, ούτε προσφέρουν στοιχειώδεις ιατρικές υπηρεσίες έκτακτης βοήθειας για εργαζόμενους και συναλλασσόμενους.
-Οι υλικοτεχνικές υποδομές είναι εντελώς ανεπαρκείς, όπως και η δυνατότητα χρήσης των νέων τεχνολογιών, που θα βοηθούσαν τόσο στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, όσο και στην μείωση της ταλαιπωρίας των συναλλασσόμενων καθημερινά με τα δικαστήρια.
- Οι αμοιβές των Δικαστικών Υπαλλήλων έχουν υποστεί μειώσεις κατά 35% από την πρώτη εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών που άρχισαν το 2011 και ουδέποτε μέχρι σήμερα δεν αποκαταστάθηκε, έστω και κατ΄ ελάχιστο αυτή η μείωση αποδοχών. Αντίθετα μένουν απλήρωτες χιλιάδες ώρες υπερωριών των Δικαστικών Υπαλλήλων, ενώ ούτε το διαχρονικό απόλυτα δίκαιο αίτημά μας, ευθέως συνδεδεμένο με την ιδιαιτερότητα του κλάδου (άρθρο 92 του Συντάγματος), για επαναφορά του επιδόματος ειδικών συνθηκών, και αυτό το παρέσυρε η «λαίλαπα των μνημονίων», έγινε ποτέ δεκτό, ως ένα μέτρο ανακούφισης των πολύ χαμηλών αποδοχών μας.
-Αποτέλεσμα των δύσκολων συνθηκών εργασίας των Δικαστικών Υπαλλήλων (συνεχώς αυξανόμενη πίεση λόγω των πολλών κενών θέσεων, εργασία πέραν του ωραρίου, απογεύματα, Σαββατοκύριακα και αργίες, λόγω της φύσης της εργασίας μας) και των χαμηλών αμοιβών, είναι η μη αποδοχή των διοριστέων του ΑΣΕΠ του 2017 ή η παραίτησή τους λίγο μετά το διορισμό τους».