Ἱερομάρτυς Συμεών Ἐπίσκοπος Περσίας καί οἱ σύν αὐτῷ μαρτυρήσαντες Αὐδελᾶς ὁ Πρεσβύτερος, Γοθαζάτ, Φουσίκ καί ἄλλοι 1150
Ὁ ἱερομάρτυς Συμεών ἦταν Ἐπίσκοπος Περσίας ὅταν Αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί βασιλιάς τῆς Περσίας ὁ Σαπώρ ὁ Β΄.
Στήν Περσία τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχε ζωντανή Χριστιανική κοινότητα, πού ἀποτελεῖτο ἀπό πιστούς γεμάτους ζῆλο, αὐταπάρνηση καί ἀληθινή ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Ὁ Ἐπίσκοπος Συμεών ἀποτελοῦσε, ὅπως ἄλλωστε κάθε Ἐπίσκοπος, τήν καρδιά αὐτῆς τῆς Κοινότητας καί διεφύλασσε τήν ἐνότητά της. Οἱ Πέρσες, πού ἦσαν εἰδωλολάτρες, κατηγόρησαν τούς Χριστιανούς στόν βασιλιά ὅτι ἔχουν ἐπαναστατικές διαθέσεις καί θέλουν νά τόν ἀνατρέψουν. Τότε, ὁ Σαπώρ θύμωσε καί διέταξε νά φέρουν μπροστά του δεμένο τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος μέ πραότητα καί ἠρεμία τοῦ ἐξήγησε ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας δέν συνωμοτοῦν ἐναντίον τῆς ἐξουσίας, ἀλλά προσεύχονται ὑπέρ τῶν ἀρχόντων. Ἐκεῖνος δέν πείσθηκε, καί τόν ἔκλεισε στήν φυλακή. Ἐκεῖ βρισκόταν καί ὁ Γοθαζάκ, ὁ ὁποῖος ἦταν προηγουμένως Χριστιανός, ἀλλά ἀρνήθηκε τόν Χριστό ἀπό δειλία καί μικροψυχία. Ὁ ἅγιος Συμεών τόν πλησίασε καί τοῦ ἄναψε καί πάλι τόν ζῆλο καί τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁμολογήση μέ θάρρος τήν πίστη του καί νά σφραγίση αὐτή τήν ὁμολογία του μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του. Στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Συμεών κατήχησε καί ἄλλους χιλίους ἑκατόν πενήντα φυλακισμένους, οἱ ὁποῖοι μετά τήν ὁμολογία τους ἀποκεφαλίσθηκαν μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπό τους καί τόν Πρεσβύτερο Αὐδελᾶ, καί κατετάχθηκαν στήν χορεία τῶν μαρτύρων. Ἐπειδή, κάποιος ἀπό τούς μάρτυρες, κατά τήν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων, δίστασε πρός στιγμή, τόν ἐνεθάρρυνε ὁ Φουσίκ -πού ἦταν εἰδωλολάτρης καί ὑπηρετοῦσε τόν βασιλιά στό παλάτι- καί τότε ἐκεῖνος ἔλαβε θάρρος καί μαρτύρησε. Ὁ Φουσίκ συνελήφθη γιά τήν ἐνέργειά του αὐτή, ὁμολόγησε τόν Χριστό καί γι’ αὐτό τοῦ ἔκοψαν τήν γλώσσα. Κατά τήν διάρκεια τοῦ βασανιστηρίου αὐτοῦ παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἔλαβε καί αὐτός τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Eἶναι προτιμότερο τό νά ἀδικῆται κανείς παρά νά ἀδικῆ, ἐπειδή ὅταν ἀδικῆται, καί δέν ἀνταποδίδει κακόν ἀντί κακοῦ, ἀλλά «νικᾶ ἐν τῶ ἀγαθῷ τό κακόν», τότε ἔχει τόν Θεό κοντά του καί μέσα του, προστάτη, συνοδοιπόρο, φύλακα καί ὁδηγό.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ ἱερομάρτυρος μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Περιδιαβαίνοντας κανείς τούς αἱματοβαμένους δρόμους τῶν Μαρτυρολογίων τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶ κάποιους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι κατ’ ἀρχάς ἀρνήθηκαν τήν πίστη τους, στήν συνέχεια ὅμως ὁμολόγησαν μέ θάρρος τόν Χριστό καί ἔχυσαν τό αἶμα τους γι’ Αὐτόν. Ἡ ἄρνησή τους ἦταν ἀποτέλεσμα, ἤ δειλίας καί μικροψυχίας ἤ σκοπιμότητας ἤ πίεσης ἐκ μέρους τῶν κυρίων τους, ἐάν ἦσαν δοῦλοι. Στήν συνέχεια, ὅμως, μετά ἀπό κάποιο συνταρακτικό γεγονός πού συνέβη στήν ζωή τους κατά Θεία παραχώρηση, ἤ μετά ἀπό τόν ἔλεγχο καί τίς συμβουλές ἁγιασμένων ἀνθρώπων, συγκλονίσθηκαν, πόνεσαν, ἔκλαψαν, μετανόησαν εἰλικρινά, καί ἔλαβαν τήν γενναία ἀπόφαση νά ξεπλύνουν τήν προηγουμένη ντροπή τους μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους. Καί πραγματοποίησαν τήν ἀπόφασή τους αὐτή μέ τό νά ὁμολογήσουν τήν πίστη τους δημοσίως, ἐνώπιον τῶν διωκτῶν τους, γεγονός πού φανερώνει τήν γνησιότητα τῆς μετάνοιάς τους, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τόν η΄ κανόνα τοῦ Ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας, «ἡ ὁλοκάρδια μετάνοια τῶν ἀρνηθέντων εἶναι νά ὁμολογήσουν τόν Χριστό ἐκεῖ ὅπου τόν ἀρνήθησαν, ἤτοι ἐνώπιον τῶν τυράννων».
Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἀπό τούς ἀρνητές μετανοοῦσαν εἰλικρινά ὁμολογοῦσαν μέ παρρησία τόν Χριστό ἐνώπιον τῶν διωκτῶν τους, καί στήν συνέχεια σφράγιζαν τήν ὁμολογία τους μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους. Μέ τήν πράξη τους αὐτή διδάσκουν καί ἐμᾶς ὅτι δέν πρέπει νά ἀπελπιζόμαστε γιά τίς πτώσεις μας, ἐπειδή ὅλα διορθώνονται, ἀρκεῖ νά ὑπάρχει ἀληθινή μετάνοια πού προϋποθέτει πνευματική ἀνδρεία.
Δεύτερον. Οἱ χῶροι κράτησης, οἱ κοινῶς λεγόμενες φυλακές, ἀσφαλῶς, δημιουργήθηκαν γιά νά ἀποστέλλονται σέ αὐτές οἱ παραβάτες τῶν νόμων τοῦ κράτους. Κατά καιρούς, ὅμως, κλείσθηκαν σέ αὐτές καί ἄνθρωποι ἀθῶοι, ἐξ αἰτίας δικαστικῆς πλάνης, ἤ ἐπειδή διέπραξαν τό «ἔγκλημα» νά ἀγαποῦν τόν ἀληθινό Θεό καί ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς συνανθρώπους τους χωρίς διακρίσεις. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πέρασε πολύ χρόνο στήν φυλακή, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος φυλακίσθηκε ἀπό τόν Ἡρώδη καί τόν ἀπελευθέρωσε ἄγγελος Κυρίου, ἀλλά καί πολλοί ἅγιοι στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας διώχθηκαν καί φυλακίσθηκαν. Ἡ παρουσία τους, ὅμως, στίς φυλακές -πού τήν ἐποχή ἐκείνη ἦσαν ἀνήλιαγα μπουτρούμια- σκόρπισε φῶς, ἀγάπη, ἐλπίδα καί πολλοί ἄνθρωποι ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τό φωτεινό παράδειγμά τους καί τόν ἀναγεννητικό λόγο τους, καί μετενόησαν καί σώθηκαν. Ἡ παρουσία τῶν ἁγίων φωτίζει, χαροποιεῖ, εἰρηνεύει, ἀλλά καί ἀνάπτει τόν ζῆλο γιά τήν κατανίκηση τῶν παθῶν καί τήν βίωση τῆς ὄντως ζωῆς, πού δέν ἔχει τέλος. Ὁ ἱερομάρτυς Συμεών, μέσα στήν φυλακή, ὁδήγησε ἕναν ἀρνητή στήν μετάνοια, χίλιους ἑκατόν πενήντα καί ἕναν ἀνθρώπους στήν ἀληθινή πίστη καί ὅλους μαζί στήν ἁγιότητα.
Εἶναι σοφός ὁ λόγος ὅτι εἶναι προτιμότερο τό νά ἀδικῆται κανείς παρά νά ἀδικῆ, ἐπειδή ὅταν ἀδικῆται, καί δέν ἀνταποδίδει κακόν ἀντί κακοῦ, ἀλλά «νικᾶ ἐν τῶ ἀγαθῷ τό κακόν», τότε ἔχει τόν Θεό κοντά του καί μέσα του, προστάτη, συνοδοιπόρο, φύλακα καί ὁδηγό. Ἐνῶ, ὅταν ἀδικῆ, καί παραμένει ἀμετανότητος, Τόν ἔχει ἀπέναντί του. Οἱ ἅγιοι ἀδικήθηκαν, μισήθηκαν διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν, ἀλλά ποτέ ἀπελπίσθηκαν καί δέν δυσανασχέτησαν. Μέ τήν ὑπομονή καί τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους νίκησαν τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο καί «ἀπολαύουν τῆς αἰωνίου θείας ζωῆς». Καί πρεσβεύουν, προστατεύουν, παρηγοροῦν καί ἐνισχύουν ὅλους ἐκείνους πού ἀδικοῦνται, διώκονται καί φυλακίζονται γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, στό τέλος, ὅμως, δικαιώνονται καί δοξάζονται ἀπό τόν Θεό, τόν μόνο Δικαιοκρίτη.
Ἑπομένως, δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι κανένα ἀπό τά γεγονότα πού συμβαίνουν στήν ζωή μας δέν εἶναι τυχαῖο, ἀλλά ὅλα κατευθύνονται ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει νά δυσανασχετοῦμε γιά τά λυπηρά γεγονότα πού συμβαίνουν στήν ζωή μας, ἀλλά νά εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα τόν Θεό καί νά δείχνουμε ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Του. Δέν πρέπει οὔτε στιγμή νά ἀμφιβάλλουμε γιά τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί θέλει πάντοτε τό καλό μας. «Τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν, πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν». Ἄλλωστε, μέ τόν πόνο ὁ ἄνθρωπος καταρτίζεται, ὡριμάζει, λαμβάνει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί γίνεται χρήσιμος καί εὐεργετικός στούς ἄλλους, μέ τόν ἐμπνευσμένο λόγο του καί τό φωτεινό παράδειγμά του.