Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ὅλοι οἱ σύγχρονοι ἐκφραστὲς τοῦ πνεύματος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατηγοροῦν τοὺς Χριστιανούς, ποὺ ὁμολογοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Μία Ἐκκλησία του ὡς φανατικοὺς καὶ ὑπερβολικούς, ὡς ἀνθρώπους ἐκτὸς τῶν πλαισίων τῆς σοφίας καὶ τῆς λογικῆς. Αὐτοὶ οἱ ἀδίστακτοι διῶκτες ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, οἱ θρασύτατοι παραχαράκτες τοῦ Θείου Λόγου, οἱ ὑποτιθέμενοι ἐραστὲς τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀλήθειας χρησιμοποιοῦν ἄνευ αἰδοῦς ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ ἐφαρμόσουν τὰ σχέδιά τους. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν δὲν μιλοῦσαν οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὴν μοναδικότητα τῆς Ἀλήθειας, γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς δικαιοσύνης, γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν ψευδοεπισκόπων καὶ λυκοποιμένων, γιὰ τὸ δικαίωμα τοῦ κάθε πιστοῦ νὰ ἐλέγχει τοὺς παραβαίνοντας τὸν νόμο, τὸ κάνουν, ἂν καὶ ἐθνικοί, οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι:
Περὶ ἀληθείας
«Φίλος ὁ Πλάτων, ἀλλὰ φιλτέρα ἡ ἀλήθεια». Ἀριστοτέλης
«Τὸ νὰ κρύβεις τὴν ἀλήθεια εἶναι σὰν νὰ θάβεις χρυσάφι». Πυθαγόρας
«Ἡ ἀλήθεια καὶ ἂν ταπεινωθεῖ καὶ ἂν συρθεῖ στὸ χῶμα,πάλι θὰ ὑψωθεῖ. Ἡ αἰωνιότης εἶναι δική της». Δίων ὁ Συρακούσιος
Περὶ δικαιοσύνης καὶ πρωτείων
«Οἱ λόγοι ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀδικεῖ εἶναι τρεῖς:
πρῶτον ἡ φιληδονία, ἡ ὁποία ἔχει σχέση μὲ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις·
δεύτερον ἡ πλεονεξία, ἡ ὁποία ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ κέρδους· καὶ
τρίτον ἡ φιλοδοξία, ἡ ὁποία θέλει νὰ ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἴσους ὁμοίους του». Πυθαγόρας
«Το ἔσχατο ὅριο τῆς ἀδικίας εἶναι νὰ νομίζεις δίκαιο ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι». Σωκράτης
«Ὁ δοῦλος τῶν χρημάτων δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δίκαιος». Ἰσοκράτης
Περὶ λυκοποιμαίνων καὶ ψευδομένων
«Ὁ λύκος,ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἄγριο ζῶο, μοιάζει μὲ τὸ σκύλο, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἥμερο. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι ἀσφαλής, πρέπει νὰ φυλάγεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὁμοιότητες». Πλάτων
«Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ κρύβεται γιὰ πάντα κάποιος ποὺ εἶναι κακός». Πλάτων
«Προτιμότερο τὸ νὰ ὀλισθαίνει κανεὶς μὲ τὰ πόδια του, παρὰ μὲ τὴ γλώσσα του». Ζήνων
Περὶ δικαιώματος τοῦ ἐλέγχειν
«Δὲν ἀξίζει νὰ ζεῖ κανεὶς βίο ἀνεξέταστο». Σωκράτης
«Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, διαπράττοντας ἀδικίες, νὰ διαφεύγει τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων ἢ τῶν θεῶν; Τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὅταν σκέφτεται, δὲν διαφεύγει τὴν προσοχὴ τῶν θεῶν». Θαλής ο Μιλήσιος
Περὶ κατηγοριῶν καὶ διωγμῶν
«Ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, οἱ πιὸ κακοὶ καὶ ἄξιοι τῆς πιὸ μεγάλης τιμωρίας εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ γιὰ ὅσα οἱ ἴδιοι εἶναι ἔνοχοι, τολμοῦν νὰ κατηγοροῦν γι’ αὐτὰ τοὺς ἄλλους». Ἰσοκράτης
«Ἀλίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν συνειδητοποιοῦν, ὅτι δὲν ξέρουν αὐτὰ ποὺ δὲν ξέρουν». Σωκράτης
«Μὴ μοῦ ἀφαιρεῖς αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ δώσεις». Διογένης
«Τοὺς ἐνάρετους δὲν πρέπει μόνο νὰ τοὺς ἐπαινεῖτε, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς μιμεῖσθε». Ἰσοκράτης
Καὶ ἐπειδὴ ἀναφερόμαστε στοὺς διωγμοὺς ποὺ ἀσκοῦν οἱ δεσποτοκρᾶτες ἐναντίον τῶν ὁμολογητῶν ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε τὸν ἀληθῶς δίκαιο Ἀριστείδη, ὁ ὁποῖος δὲν ὕβρισε, δὲν καταδίκασε ἀλλὰ βοήθησε τόν, ἂν καὶ ἀντίπαλο, ἀγράμματο συμπολίτη του καὶ ὑπέγραψε τὸν ἴδιο τὸν ἐξοστρακισμό του.
Ἀφοῦ ἀνακαλύψαμε τοὺς ἐθνικοὺς νὰ εἶναι ἀκριβέστεροι, συνεπέστεροι καὶ δικαιότεροι τῶν σημερινῶν, οἰκουμενιστῶν «Ὀρθοδόξων», ἂς ἀφήσουμε, ὡς ἐπίλογο, τὸν Παῦλο (Γαλ. 1-3) νὰ μιλήσει, μιᾶς καὶ ἂν ἐμεῖς λέγαμε τὰ ἀκόλουθα θὰ μᾶς εἶχαν ἤδη καταδικάσει εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον:
Θαυμάζω ὅτι οὕτως ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι [Χριστοῦ] εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο· εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ [ὑμῖν] εὐαγγελίζηται παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω… Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανεν, οἷς κατ᾽ ὀφθαλμοὺς ᾽Ιησοῦς Χριστὸς προεγράφη ἐσταυρωμένος; τοῦτο μόνον θέλω μαθεῖν ἀφ᾽ ὑμῶν… οὕτως ἀνόητοί ἐστε;