«Διωκόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι» (Β΄Κορινθ. δ΄9)
Δύο μέρες μετὰ τὴν δίωξή του, προσφέρθηκε στὸν π. Εὐστράτιο μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ἀπὸ ἄγνωστο πιστό, ἰδιωτικὸς Ναός!
«Αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν ποιμένων καὶ ἀλοίμονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, διότι δὲν θὰ βλέπουν ἀπὸ κανέναν φῶς ἐπιγνώσεως, τότε θά ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον εἰς τὰ ἱερὰ καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεών των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐμπόδια καὶ στεναχωρίας» (Προφητεία Ὁσίου Νείλου).
«Καὶ φεύγουσι μετὰ μεγάλης σπουδῆς εἰς τὰς ἐρήμους, καὶ κρύπτονται εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ σπήλαια μετὰ φόβου» (Ἁγ. Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ συντελείας τοῦ κόσμου).
«Ὦ εὐλογημένο βουνό, πόσες ψυχές γυναικόπαιδα θὰ σώσεις ὅταν ἔλθουν τὰ χαλεπὰ χρόνια» (Προφητεία Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ)!
Λίγες μέρες πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ ἡ πάλαι ποτὲ ὀρθοδόξως φρονοῦσα καὶ πράττουσα μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας, γεμάτη οἰκουμενιστική «ἀγάπη» ἀποφάσισε νὰ φιμώσει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπαγορεύοντας στὸν γέροντα Εὐστράτιο νὰ λειτουργεῖ στὸ μετόχι της «Ἄξιον ἐστί» καὶ παραδίδοντας του τελεσίγραφο νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστῆρι. Τὸ ἔγκλημα τοῦ γέροντος; Δὲν μνημονεύει τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη, ὅπως καὶ οἱ προκάτοχοι τῆς Μονῆς –ὅταν αὐτὴ ὀρθοτομοῦσε τὸν λόγο τῆς Ἀληθείας– δὲν μνημόνευαν τὸν αἱρετικὸ Ἀθηναγόρα.
Ξέχασαν ὅμως ὅτι δὲν ἁγιάζει ὁ τόπος τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «οὐ δέδεται» (δὲν δένεται) μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Τιμ. Β΄, 2, 9), τὸν ὁποῖο οἱ Ἁγιορεῖτες τῆς Λαύρας φαίνονται νὰ μὴν ἀκολουθοῦν πιά. Ἂς εἶναι καλὰ τὰ βουνὰ καὶ οἱ ἐρημιές, ποὺ ἔδιναν πάντα καταφύγιο στοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πραγματικὰ ἕνα θαῦμα καὶ μία ἀπόδειξη τῆς πρόνοιάς Του, ὅτι οἱ ἀφιλόξενοι τόποι προσφέρουν φιλοξενία στοὺς διωγμένους καὶ κατατρεγμένους ἀπὸ τοὺς ἑκάστοτε αἱρετικούς. Ὁ εὐσεβὴς ἑλληνικὸς λαὸς μερίμνησε ἐν σοφίᾳ Κυρίου νὰ κτίσει σὲ κάθε βουνοκορφὴ καὶ σὲ κάθε ἐρημικὴ πλαγιὰ ἐκκλησάκια, τὰ ὁποῖα στοὺς ἔσχατους, κατὰ τοὺς ἁγίους, καιροὺς ποὺ ζοῦμε θὰ δώσουν καταφύγιο σὲ ὅσους δὲν προσκυνήσουν γόνυ τῷ Βάαλ.
Σὲ ἕνα τέτοιο καταφύγιο εὐλαβείας, εὐσεβείας καὶ πίστεως λειτούργησε σήμερα ὁ γέροντας Εὐστράτιος. Ὅσοι παρεβρεθήκαμε σήμερα ἐκεῖ ζήσαμε μία ἀτμόσφαιρα κατάνυξης, δακρύων, συγκίνησης καὶ ἐν Χριστῷ καυχήσεως. Ζήσαμε τὸ θαῦμα τῆς ζώσας Ἐκκλησίας. Πιστοὶ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Ἀττικὴ διανύοντας μεγάλες ἀποστάσεις συνάχθηκαν στὸν ἔρημο ἀλλὰ εὐλογημένο αὐτὸν τόπο καὶ ἔνιωσαν τὰ ἴδια αἰσθήματα ποὺ ἔνιωσαν καὶ οἱ διωγμένοι Χριστιανοὶ ἐπὶ Ἀρείου, ἐπὶ Εἰκονομαχίας, ἐπὶ Βέκκου, ἐπὶ Λατινοκρατίας, Τουρκοκρατίας καὶ σήμερα ἐπὶ Οἰκουμενισμοκρατίας.
Αὐτὲς εἶναι οἱ νέες κατακόμβες ποὺ συσπειρώνουν τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι βλέπουν ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμα ἱερεῖς (βλέπε καὶ Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Φλώρινα, Λάρισα, Βόλο, Κρήτη, Ρόδο), οἱ ὁποῖοι ἀψηφοῦν τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὴν κάθε εἴδους καριερίστικη «ποιμαντικὴ» καὶ προτιμοῦν τὴν ὁδὸ τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς ὁμολογίας πρεσβεύοντας Χριστὸν ἐσταυρωμένον καὶ ὄχι ἕναν Χριστὸ τῆς διπλωματίας καὶ τοῦ συμβιβασμοῦ.
Ποιά εἶναι ἡ μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τῶν εὐρωπροσκυνημένων καὶ ἐκκοσμικευμένων οἰκουμενιστῶν Ἁγιορειτῶν καὶ τοῦ γέροντος Εὐστρατίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ὁμολογητῶν ἱερέων, μοναχῶν καὶ πιστῶν; Δὲν ἀκούστηκε στὸ κήρυγμα κανένας λόγος μίσους ἢ ἐμπαθείας παρὰ μόνο ὁμολογίας καὶ πραγματικῆς, ἀληθινῆς ἐλπίδας, χαρᾶς, παρηγοριᾶς καὶ ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Μίας ἀγάπης ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν πεποίθηση τῆς πραγματικότητας καὶ ἐγκυρότητας εἰς τοὺς αἰώνας τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ:
«Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 21).
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου