
Μπορεί το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο να είναι σε ελεύθερη πτώση τον τελευταίο καιρό, όμως οι τιμές του ρεύματος στη χώρα συνεχίζουν να «αιωρούνται«, σε αντίθεση με τις περισσότερες αγορές της Ευρώπης.
Το φαινόμενο είναι συχνό και οφείλεται σε πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες.
Ας ξεκινήσουμε όπως από τα τωρινά δεδομένα. Το τελευταίο διάστημα η τιμή του ρεύματος στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά δείχνει μια εικόνα έντονης νευρικότητας καθώς τη μία μέρα ανεβαίνει και την άλλη κατεβαίνει, κάποιες φορές ανεξαρτήτως και του ενεργειακού μίγματος της ηλεκτροπαραγωγής.
Για σήμερα, επί παραδείγματι, η τιμή στο Χρηματιστήριο Ενέργειας διαμορφώνεται στα 96,10 ευρώ/MWh, με τη χαμηλότερη σε περιοχή μηδενικών τιμών, μόλις στα 0,09 ευρώ/MWh και την υψηλότερη στα 117,67 ευρώ/MWh. Η σημερινή τιμή είναι μειωμένη κατά 26,47% σε σχέση με χθες που βρισκόταν στα…130,70 ευρώ/MWh, με τη χαμηλότερη στα 15,15 ευρώ/MWh και την υψηλότερη στα…υψίπεδα των 308 ευρώ/MWh. Και τούτο καθώς, μετά από μια περίοδο διαδοχικών μειώσεων, ακολούθησε ένα μπαράζ διαδοχικών αυξήσεων επί τριήμερο αυτή την εβδομάδα, κατά 81,14% στις 7 Απριλίου, 5,27% στις 8 Απριλίου και 10,69% στις 9 Απριλίου.
Οι διαφορές στο ενεργειακό μίγμα για χθες και σήμερα είναι ελάχιστες καθώς και τις δύο μέρες οι ΑΠΕ κυριαρχούν με ποσοστά 53,14% για τις 10 Απριλίου και 51,79% για τις 9 Απριλίου, με το φυσικό αέριο να ακολουθεί με 24,34% και 29,60% αντίστοιχα, ενώ έπονται οι εισαγωγές (με ποσοστά 18,05% για σήμερα και 13,44% για χθες), τα υδροηλεκτρικά με 1,66% και 3,32% και τέλος ο λιγνίτης με το συμβολικό 0,13%.
Την ίδια ώρα, με βάση την εικόνα για χθες 9 Απριλίου, η Ελλάδα, με τα 130,70 ευρώ/MWh ήταν η δεύτερη ακριβότερη αγορά στην Ευρώπη, μαζί με τη Βουλγαρία και με μόνη ακριβότερη τη Ρουμανία με 131,39 ευρώ/MWh, όταν η μεγάλη πλειονότητα των άλλων χωρών κινήθηκαν πτωτικά.
Όσον αφορά το φυσικό αέριο στην ευρωπαϊκή αγορά, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Έτσι, χθες στο σημείο αναφοράς του TTF τα συμβόλαια παράδοσης τον Μάιο έκλεισαν στα 33,5 ευρώ/MWh, καταγράφοντας μείωση κατά 6,7% σε μια μέρα, τιμή που είναι η χαμηλότερη εδώ και σχεδόν έναν χρόνο και συγκεκριμένα από τις αρχές Μαΐου του 2024.
Οι αιτίες
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία αλλά και η βιομηχανία βιώνουν τις συνέπειες του υπέρογκου ενεργειακού κόστους. Το… κακό ξεκίνησε, -στην τελευταία φάση-, από το καλοκαίρι του 2021, και εντάθηκε με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και την επιβολή μέτρων κατά της Μόσχας που στέρησαν από την Ευρώπη το φθηνότερο ρωσικό φυσικό αέριο, ενώ ακολούθησε η εκτόξευση των τιμών του «γαλάζιου χρυσού» το 2022 και αντίστοιχα των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας.
Κατά παράδοξο τρόπο όμως, αν και οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν μειωθεί σημαντικά από πέρυσι, οι τιμές στο ρεύμα παραμένουν στη χώρα μας σε υψηλά επίπεδα.
Γιατί όμως στην Ελλάδα η πορεία των τιμών ακολουθεί την γενικότερη τάση όταν είναι ανοδική, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο όταν είναι καθοδική;
Καταρχάς, οι τιμές επηρεάζονται από τη ζήτηση, που ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, είναι ανοδική ή πτωτική. Ένα τέτοιο πρόσφατο «τίναγμα» σε κατανάλωση και τιμή παρατηρήθηκε στις 7 Απριλίου. Τις τελευταίες μέρες όμως, παρά την ψυχρή εισβολή και την αισθητή πτώση της θερμοκρασίας, η κατανάλωση δεν εκτοξεύθηκε.
Ένας δεύτερος λόγος είναι οι εγγενείς αδυναμίες του ελληνικού συστήματος που ακολουθεί με…χρονοκαθυστέρηση τη γενικότερη τάση και κυρίως τη διακύμανση της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου. Και στη χώρα μας η οριακή τιμή καθορίζεται από το φυσικό αέριο.
Η βασικότερη αιτία, ωστόσο, είναι ότι παρά την υπερπαραγωγή των ΑΠΕ που φυσιολογικά ρίχνουν την τιμή, ένα μεγάλο μέρος της πράσινης ενέργειας οδηγείται αναγκαστικά σε απόρριψη για λόγους ευστάθειας του ηλεκτρικού συστήματος, καθώς ελλείψει των απαραίτητων μονάδων αποθήκευσης δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η ελλείπουσα λειτουργία των ανανεώσιμων πηγών, με ανοιχτό τον κίνδυνο να προκληθεί black out. Για αυτό, άλλωστε, οι αρμόδιες υπηρεσίες βρίσκονται σε συναγερμό, με ασκήσεις ετοιμότητας και σενάρια ώστε να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Στο πλαίσιο αυτό, ήταν επιτυχές το πρώτο crash test του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας όσον αφορά την διακοπή της λειτουργίας των μικρότερων μονάδων ΑΠΕ που δεν διαθέτουν σύστημα τηλεχειρισμού, κατά τις ώρες υψηλής προσφοράς ενέργειας την Κυριακή 6 Απριλίου. Οι μονάδες ΑΠΕ (φωτοβολταικά) που εκλήθησαν να κόψουν φορτία ανταποκρίθηκαν και δεν καταγράφηκαν προβλήματα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η περίσσεια παραγωγής ΑΠΕ εκτιμάται σε περίπου 4.500 MW εγκατεστημένης ισχύος.
Αυτό όμως ήταν ένα τεστ ενόψει του Πάσχα καθώς τότε αναμένεται να δοκιμαστεί το σύστημα λόγω χαμηλότερης ζήτησης και ταυτόχρονα υπερπαραγωγής των ΑΠΕ τόσο στην Ελλάδα όσο και στις γειτονικές χώρες. Μάλιστα φέτος που συμπίπτει το Πάσχα των Ορθοδόξων και των Καθολικών ακόμη και η διέξοδος της Ιταλίας για τη διοχέτευση της παραπανίσιας ενέργειας δεν θα ισχύει.
Η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ σε συνδυασμό με τη χαμηλή ζήτηση ειδικά κατά τη διάρκεια των αργιών έχει θέσει σε “red alert” τον ΔΕΔΔΗΕ και τον ΑΔΜΗΕ καθώς η υπερπροσφορά ενέργειας μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια το σύστημα.
Για να εξασφαλιστεί η… ευστάθεια μπαίνουν στην παραγωγή οι θερμικές μονάδες που είναι σαφώς ακριβότερες, ακόμη και με τις πιο προσιτές τιμές του φυσικού αερίου.
Επομένως ένα βασικό σκέλος της λύσης είναι οι υποδομές αποθήκευσης ενέργειας που αποκτούν πλέον επιτακτικό χαρακτήρα. Κάτι που έχουν ήδη αντιληφθεί οι χώρες της Β. Ευρώπης προχωρώντας με ταχείς ρυθμούς τις αντίστοιχες επενδύσεις, όπως η Γερμανία που διαθέτει εγκαταστάσεις 1.668 MW μεγάλης κλίμακας αποθηκευτικής ικανότητας.
Οι τιμές χονδρικής επηρεάζονται, ακόμη από τις διασυνδέσεις -καθορίζοντας τη ζήτηση και την προσφορά- και βασικά τις διασυνδεμένες Βαλκανικές χώρες, που με τη σειρά τους δεν έχουν και τις καλύτερες διασυνδέσεις με την Κεντρική Ευρώπη, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητες διασφαλίζοντας μια πιο αποτελεσματική λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος. Κατά τους ειδικότερους πάντως, το κύριο πρόβλημα είναι η έλλειψη επάρκειας ισχύος αιχμής, σε συνδυασμό με την έλλειψη ανταγωνισμού, κατά τις ώρες που η κατανάλωση βρίσκεται στα ύψη.