Η Σελήνη είναι τόσο κοντά στη Γη, που ο Γάλλος αστρονόμος και συγγραφέας Camille Flammarion την είχε ονομάσει
“ξεκομμένη Γήινη Ήπειρο”. Απέχει ως γνωστόν από εμάς 380 χιλιάδες χιλιόμετρα, απόσταση μηδαμινή για την Αστρονομία.
Κι όμως, τον ουράνιο αυτόν γείτονάς μας τον είχαν παραμελήσει εντελώς οι επιστήμονες από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ελάχιστα είχαν ασχοληθεί τα παγκόσμια αστεροσκοπεία με τον ρομαντικό δορυφόρο μας.Κατά το 1834, ο περίφημος Γερμανός αστρονόμος Johann Heinrich von Madler κατόρθωσε να συντάξει, μαζί με τον πλούσιο συνεργάτη του, τον τραπεζίτη και αστρονόμο Wilhelm Beer, έναν λεπτομερέστατο χάρτη της Σελήνης με χίλιες περίπου τοπογραφικές ονομασίες ορέων, κρατήρων, κοιλάδων κλπ.Η γνώμη των δύο αυτών επιστημόνων, ότι δηλαδή η Σελήνη μένει αιωνίως αμετάβλητη, δεν έχει ατμόσφαιρα και δε διαθέτει ζωή, προκάλεσε μια αναστολή σε περαιτέρω έρευνες από τους μετέπειτα μελετητές του ουρανού. Είχαν πιστέψει ότι, μετά τις κοπιώδεις και εξαντλητικές έρευνες των Madler και Beer, δεν είχε απομείνει τίποτε απολύτως προς έρευνα στον δορυφόρο μας.Έτσι, κατά το υπόλοιπο του 19ου αιώνα, ελάχιστοι αστρονόμοι ασχολήθηκαν μαζί της, μεταξύ αυτών ήταν ο άξιος μνείας Johann Friedrich Julius Schmidt του Αστεροσκοπείου Αθηνών και ο διακεκριμένος Άγγλος Thomas Elger. Αυτοί οι δύο υποστήριξαν ότι δεν ήταν δίκαιο να αποφανθεί κανείς κατηγορηματικά ότι δεν υφίσταται ζωή στη Σελήνη και μάλιστα, ανέφεραν ορισμένες μικρές παραλλαγές πάνω στον χάρτη του δορυφόρου μας, οι οποίες έδειχναν κάποιο είδος ζωικής ενέργειας.Αλλά, δυστυχώς, οι γνώμες αυτών των δύο επιστημόνων δεν έκαναν μεγάλη εντύπωση και δεν κίνησαν το ερευνητικό ενδιαφέρον των αστρονόμων. Συνεπώς, η Σελήνη εξακολούθησε να είναι παραμελημένη.Τελικά, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο έγκριτος Αμερικανός αστρονόμος William Henry Pickering ξεκίνησε μακρές και επίμονες έρευνες επί της Σελήνης. Επέλεξε ορισμένες περιοχές της και διεξήγαγε συνεχείς παρατηρήσεις μέσω τηλεσκοπίου και φωτογραφιών.Έτσι, συμπέρανε πως η Σελήνη δεν ήταν τόσο νεκρή όσο πιστευόταν μέχρι τότε. Γνωμοδότησε επί τη βάσει των μελετών του ότι ο δορυφόρος μας διαθέτει ατμόσφαιρα πολύ αραιότερη από της Γης, αλλά πάντως διαθέτει ατμόσφαιρα, η οποία είναι αραιότερη κατά ένα χιλιοστό της πυκνότητας της γήινης.Επιπλέον, διατύπωσε την άποψη ότι ορισμένα από τα ηφαίστεια της Σελήνης εξακολούθησαν να είναι ενεργά και πως ηφαιστειακή τέφρα επισωρευόταν γύρω από τα ηφαίστεια. Ο Pickering εξέφρασε, επίσης, την πεποίθηση ότι στην επιφάνειά της επικρατεί ένα είδος αρχέγονης βλάστησης, ιδίως στις χαμηλές πεδιάδες και κοιλάδες, επιβεβαιώνοντας τα συμπεράσματα του Camille Flammarion, ο οποίος είχε κατηγορηθεί ως ευφάνταστος.Ο Pickering ήταν μέγας και δεινός παρατηρητής. Εν τούτοις, λίγοι αστρονόμοι έδειξαν ενδιαφέρον για τις γνώμες του. Πράγματι, η παρατήρηση και η μελέτη της επιφάνειας της Σελήνης είχε αποδειχτεί εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη. Ούτως ώστε, η πλειονότητα των επιστημόνων αποφάνθηκε πως οι μεταβολές που διέκριναν την επιφάνειά της, οφείλονταν μάλλον στα παιχνίδια της διάθλασης του φωτός.Παρ’ όλη, όμως, αυτή τη διστακτικότητα, ο Pickering επέμεινε μέχρι τέλους του αστρονομικού του σταδίου ότι πράγματι συντελούνται μεταβολές στη Σελήνη, οι οποίες είχαν τη ρίζα τους σε κάποιο είδος ζωής επ’ αυτής.Το ενδιαφέρον για τη Σελήνη ανακινήθηκε εκ νέου με τις νέες παρατηρήσεις του Άγγλου ερασιτέχνη αστρονόμου Robert Barker. Οι εργασίες του, οι οποίες υιοθετήθηκαν και επισημοποιήθηκαν από τους επίσημους αστρονόμους της χώρας του, παρατήρησαν και επιβεβαίωσαν ότι στις υπώρειες του σεληνιακού κρατήρα με το όνομα
“Αρίσταρχος” αναφαίνονταν πέντε διακεκριμένες ακτινωτές λωρίδες.Οι μυστηριώδεις αυτές λωρίδες, κατά περιόδους, παρουσίαζαν εναλλαγές και μεταβολές, ανάλογες με το φαινόμενο των καλλιεργημένων εδαφών πάνω στη Γη, κατά τη φάση της βλάστησης, της ωρίμανσης και συγκομιδής. Οι εκτάσεις αυτές, διαφόρου χρωματισμού κατά καιρούς, διακρίνονταν και με μικρό τηλεσκόπιο 30-40 διαμέτρων μεγέθυνσης.Ο ίδιος αστρονόμος πρόσεξε πως στην κοιλάδα του Πλούτωνα, την οποία είχε μελετήσει επί μακρόν, συνέβαινε ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο. Η βλάστηση εκεί άρχιζε, αναπτυσσόταν και καρποφορούσε εντός ακριβώς 14 και τριών τετάρτων γήινων ημερών.Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ” στις 25/08/1938…