Ο Χίρου Ονόντα αποτέλεσε ένα παράδειγμα Δον Κιχώτη της σύγχρονης ιστορίας. Ήταν ο αξιωματικός που δεν έμαθε ποτέ για την παράδοση της Ιαπωνίας και συνέχισε τον πόλεμο για ... τρεις δεκαετίες!
Το καλοκαίρι του 1945 ολόκληρη η υφήλιος συγκλονίζεται από ένα γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας: την πρώτη και μοναδική χρήση της ατομικής βόμβας. Δύο ιαπωνικές πόλεις, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, εξαφανίζονται από το χάρτη και η χώρα υπογράφει την άνευ όρων παράδοσή της. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει οριστικά. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί αποσβολωμένη τις εξελίξεις, την ώρα που προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί από τα συντρίμμια που άφησε πίσω της η τρομερή σύγκρουση.
Κι όμως κάποιοι εξακολουθούν να μάχονται! Σε μια από τις περίεργες αυτές «υποσημειώσεις» σημαντικών γεγονότων, που δεν βρίσκουν θέση στα επίσημα ιστορικά βιβλία, κάποιοι στρατιώτες συνεχίζουν να μάχονται αγνοώντας πλήρως τι είχε συμβεί. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς θα βρεθούν να πολεμούν για ολόκληρες δεκαετίες! Συγκεκριμένα, ένας άντρας έμελε να συνεχίζει να πολεμά για σχεδόν 3 ολόκληρες δεκαετίες. Το όνομά του, Χίρου Ονόντα.
Ας ξεδιπλώσουμε την απίστευτη ιστορία αυτού του άντρα…
Η εκπαίδευση και η αποστολή στις Φιλιππίνες
Η περιπέτεια του Χίρου Ονόντα ξεκίνησε σε ηλικία 20 ετών, όταν και κλήθηκε από τον ιαπωνικό στρατό. Ο 20χρονος εργαζόταν τότε σε μια κινέζικη εμπορική εταιρεία, αλλά δεν το σκέφτηκε στιγμή. Παραιτήθηκε και ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στην Ιαπωνία. Επιλέχτηκε μάλιστα να μπει στη Σχολή Νακάνο όπου θα εκπαιδευόταν σαν αξιωματικός πληροφοριών. Εκεί διδάχτηκε μεθόδους συγκέντρωσης πληροφοριών και εξειδικεύτηκε στη διεξαγωγή ανταρτοπόλεμου: πώς θα μπορούσε να βρεθεί πίσω από τις γραμμές του εχθρού και πώς με λίγους στρατιώτες θα έκανε κόλαση τη ζωή των εχθρών της Ιαπωνίας, συλλέγοντας ταυτόχρονα πληροφορίες.
Στις 26η Δεκεμβρίου του 1944, ο Ονόντα εστάλη στη μικρή νήσο Λουμπάγκ των Φιλιππίνων. Οι διαταγές του διοικητή του, ταγματάρχη Γιασίμι Τανιγκούκι, ήταν απλές: «Σου απαγορεύεται απολύτως να πεθάνεις από το δικό σου χέρι. Μπορεί να χρειαστούν 3 χρόνια, μπορεί 5, όμως ό,τι κι αν συμβεί θα επιστρέψουμε για σένα. Μέχρι τότε, εφόσον έχεις έστω κι έναν στρατιώτη, είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις να ηγείσαι. Μπορεί να πρέπει να ζήσεις με καρύδες. Εάν αυτό συμβεί, ζήσε με καρύδες! Υπό καμία περίπτωση δεν θα δώσεις εθελοντικά τη ζωή σου!»
Ο Ονόντα συναντήθηκε με ομοεθνείς του στρατιώτες στο νησί των Φιλιππίνων, το οποίο όμως λίγο καιρό μετά έπεφτε στα χέρια των εχθρών. Η κατάληψη του νησιού ανάγκασε τους εναπομείναντες Ιάπωνες να χωριστούν σε μικρές ομάδες των 3 ή 4 ατόμων και να «εξαφανιστούν» μέσα στη ζούγκλα! Η περιπέτεια ολόκληρης της ζωής του Ονόντα μόλις άρχιζε και δεν επρόκειτο να τελειώσει εάν δεν περνούσαν σχεδόν τρεις δεκαετίες!
Οι περισσότερες από αυτές τις μικρές ομάδες γρήγορα εξολοθρεύτηκαν από τον εχθρό. Όχι όμως και η ομάδα του Ονόντα. Ο αξιωματικός μαζί με τρεις ακόμη στρατιώτες συνέχισαν τον ανταρτοπόλεμο προκαλώντας προβλήματα στα συμμαχικά στρατεύματα, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούσαν με εξαιρετική φειδώ τα αποθέματα τροφής και πυρομαχικών που είχαν. Έτρωγαν μικρή ποσότητα ρυζιού με μπανάνες, καρύδες και άλλα φρούτα που έβρισκαν από τη ζούγκλα, ενώ ορισμένες φορές πραγματοποιήσουν εφόδους σε φάρμες για να κλέψουν ό,τι μπορούσαν.
«Ο πόλεμος έληξε, κατεβείτε από τα βουνά»
Φτάνουμε έτσι στον Οκτώβριο του 1945. Μια άλλη ομάδα ιαπώνων στρατιωτών, κατά την επίθεση σε φάρμα, βρήκε ένα φυλλάδιο από τους ντόπιους χωρικούς που έγραφε: «Ο πόλεμος έληξε στις 15 Αυγούστου. Κατεβείτε από τα βουνά!»
Οι εναπομείναντες θύλακες θορυβήθηκαν με το φυλλάδιο, αλλά μετά από συζήτηση, αποφάσισαν ότι επρόκειτο για προπαγάνδα των Συμμάχων που στόχο είχε να τους πείσει να παραδοθούν. Θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση η Ιαπωνία να έχανε τόσο γρήγορα τον πόλεμο, δεδομένης της εποχής που έφτασαν οι ίδιοι στις Φιλιππίνες. Και πριν τους κατηγορήσουμε για το λάθος τους, ας λάβουμε υπόψη ότι δεν γνώριζαν για το καταστροφικότερο όπλο που είδε ποτέ η ανθρωπότητα, την ατομική βόμβα! Επιπλέον, ένας θύλακας είχε δεχτεί πριν λίγες ημέρες εχθρικά πυρά, κάτι που θεώρησαν απίθανο να συμβεί εάν ο πόλεμος είχε πράγματι τελειώσει.
Μέχρι το τέλος του ίδιου έτους, οι ντόπιοι χωρικοί προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς επιδρομές των Ιαπώνων, απαίτησαν βοήθεια. Ένα Boeing B-17 έριξε σε όλη τη ζούγκλα φυλλάδια με την εντολή παράδοσης από τον ίδιο τον στρατηγό Γιαμασίτα. Οι αντάρτες εξέτασαν και πάλι στα φυλλάδια, αλλά τα απέρριψαν ως μια ακόμη προσπάθεια των Συμμάχων να τους ξεγελάσουν για να παραδοθούν.
Ακολούθησε μια ακόμη προσπάθεια με ρίψεις φυλλαδίων που αυτή τη φορά συνοδεύονταν από ιαπωνικές εφημερίδες, φωτογραφίες και επιστολές από τις οικογένειες των στρατιωτών. Επιπλέον, ιάπωνες εκπρόσωποι έφτασαν στη ζούγκλα με μεγάφωνα και ζητούσαν από τους στρατιώτες να παραδοθούν. Εκείνοι για άλλη μια φορά δεν πείστηκαν, θεωρώντας πως πρόκειται για μια καλοστημένη πλεκτάνη των συμμαχικών στρατευμάτων.
Τα χρόνια πέρασαν και οι τέσσερις στρατιώτες παρέμεναν στη ζούγκλα, προξενώντας πλήγματα στα εχθρικά στρατεύματα και συλλέγοντας κάθε δυνατή πληροφορία. Παρότι έβλεπαν όλο και περισσότερους ανθρώπους ντυμένους με πολιτικά ρούχα, οι ατρόμητοι στρατιώτες ερμήνευαν το γεγονός ως μια προσπάθεια των Συμμάχων να τους κάνουν να χαλαρώσουν, καλλιεργώντας ένα ψεύτικο αίσθημα εμπιστοσύνης. Το γεγονός μάλιστα ότι όποτε έβαλαν εναντίον αυτών που θεωρούσαν ψευτο-πολίτες, ακολουθούσε αποστολή ιχνηλατών, δεν βοηθούσε τα πράγματα.
Η μοναξιά άρχισε να παίζει «παιχνίδια» με το μυαλό των ανταρτών
Τα χρόνια πέρασαν και η μοναξιά άρχισε να επηρεάζει τη συμπεριφορά των στρατιωτών. Θεωρούσαν πλέον κάθε άνθρωπο που αντίκριζαν εχθρό, και το ίδιο και τους Ιάπωνες που σποραδικά πήγαιναν μήπως και καταφέρουν να πείσουν τους αντάρτες να επιστρέψουν στη χώρα τους. Στο μυαλό τους, οι ομοεθνείς τους αυτοί ήταν «φυλακισμένοι» που ο εχθρός τούς εξανάγκαζε να προσπαθήσουν να τους δελεάσουν ώστε να βγουν από την ασφάλεια της ζούγκλας.
Οι πρώτες απώλειες από την ομάδα του Ονόντα
Μετά από 5 ολόκληρα χρόνια παραμονής στη ζούγκλα, ένας στρατιώτης από την ομάδα του Ονόντα αποφάσισε να παραδοθεί, δίχως να ενημερώσει τους άλλους τρεις συμπολεμιστές του. Το 1949, ο άντρας κατάφερε να χαθεί από τους συντρόφους του και μετά από 6 μήνες περιπλάνησης στη ζούγκλα παραδόθηκε σε αυτούς που θεωρούσε συμμαχικά στρατεύματα. Το γεγονός ενέτεινε την ανησυχία του Ονόντα. Κρύφτηκε βαθύτερα μέσα στη ζούγκλα και περιόρισε τις «αποστολές», καθώς η «εξαφάνιση» του στρατιώτη, του δημιουργούσε φόβους για την ασφάλειά τους. Αλλά 5 χρόνια έπρεπε να περάσουν μέχρι να συμβεί κάποιο νέο αξιοσημείωτο περιστατικό κι αυτό ήταν ο θάνατος ενός ακόμη στρατιώτη του Ονόντα ο οποίος χτυπήθηκε σε μια ανταλλαγή πυρών σε μια παραλία. Έμεναν μόνο δύο, ο Ονόντα και ο Κοζούκα.
Για 17 μήνες, οι δύο τους ζούσαν στην ζούγκλα, συνέλεγαν πληροφορίες και επιτίθονταν στα «εχθρικά στρατεύματα» όταν μπορούσαν να το ρισκάρουν. Ήταν ακόμη απολύτως πεπεισμένοι ότι κάποια στιγμή η Ιαπωνία θα πραγματοποιούσε απόβαση και με την καθοδήγηση τους στις τακτικές του ανταρτοπολέμου, αλλά και με τις πληροφορίες που είχαν συλλέξει, η χώρα τους θα ανακαταλάμβανε το νησί.
Ο Ονόντα μένει πλέον μόνος του
Φτάνουμε στον Οκτώβριο του 1972. Μετά από 27 συναπτά έτη ζωής σαν αντάρτες, ο Κοζούκα σκοτώνεται ύστερα από συμπλοκή με την αστυνομία των Φιλιππίνων. Οι Ιάπωνες θεωρούσαν εδώ και χρόνια ότι ήταν νεκρός, καθώς αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι ένας άνθρωπος θα μπορούσε να επιβιώσει για τόσο καιρό στη ζούγκλα. Βλέποντας όμως τη σορό του στρατιώτη, άρχισαν να σκέφτονται ότι ίσως ο Ονόντα ήταν ζωντανός, παρότι είχε καιρό πριν ανακηρυχθεί επίσημα νεκρός.
Έστειλαν μια αποστολής έρευνας να εντοπίσει τον Ονόντα στη ζούγκλα. Η εμπειρία 27 ετών στο καμουφλάρισμα που είχε όμως αποκτήσει ο Ιάπωνας ήταν άκρως αποτελεσματική. Το εγχείρημα είχε για άλλη μια φορά αποτύχει και ο άντρας, μόνος του πλέον, συνέχιζε την αποστολή του!
Ο φοιτητής που ήταν αποφασισμένος να βρει «τον Ονόντα, ένα πάντα και το Γέτι»
Το 1974, ένας φοιτητής, ο Νάριο Σουζούκι που είχε αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο, αναζητώντας «τον Ονόντα, ένα πάντα και το Γέτι», όπως έλεγε ο ίδιος, έφτασε στο νησί των Φιλιππίνων και εξερεύνησε τη ζούγκλα, αναζητώντας τα ίχνη του περήφανου αξιωματικού! Από ένα καπρίτσιο της τύχης, ο νεαρός φοιτητής κατόρθωσε να πετύχει εκεί που τόσοι άλλοι είχαν αποτύχει. Εντόπισε την περιοχή που κατοικούσε και βρήκε τον ίδιο τον Ονόντα.
Στόχος του φοιτητή πλέον, ήταν να πείσει το γερο-στρατιώτη να επιστρέψει στην Ιαπωνία. Αναμενόμενα, ο Ονόντα αρνήθηκε. Ο ανώτερός του, τού είχε πει ότι θα επέστρεφε ο ίδιος να τον πάρει. Ούτε θα παραδινόταν, ούτε θα πίστευε ότι ο πόλεμος τελείωσε εάν δεν το άκουγε από τον διοικητή του. Ο Σουζούκι υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Ιαπωνία. Δεν το είχε βάλει όμως κάτω. Κατόρθωσε να εντοπίσει τον ταγματάρχη Γιασίμι Τανιγκούκι, ο οποίος είχε πλέον αποστρατευθεί και εργαζόταν σε ένα βιβλιοπωλείο. Ο Τανιγκούκι πήγε στο νησί Λουμπάγκ και βρήκε τον Ονόντα.
Η επίσημη παράδοση στον πρόεδρο των Φιλιππίνων
Στις 10 Μαρτίου του 1974, ο κατα-ταλαιπωρημένος αξιωματικός φορώντας την επίσημη στολή του (που με κάποιο τρόπο είχε κατορθώσει να διατηρήσει άθικτη) βγήκε από το δάσος και παρέδωσε το ξίφος του στον ίδιο τον δικτάτορα, πρόεδρο των Φιλιππίνων, Φερντινάντ Μάρκος. Η αποστολή του Ονόντα, 29 χρόνια μετά, είχε πλέον ολοκληρωθεί!
Ο Μάρκος αν και εξαιρετικά μισητός στις Φιλιππίνες, συγχώρεσε τον Ονόντα για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει, με το σκεπτικό ότι ο Ιάπωνας πίστευε πως ο πόλεμος συνεχιζόταν. Δεν ήταν άλλωστε και λίγα τα «κατορθώματά» του, καθώς μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, ο Ονόντα είχε σκοτώσει 30 Φιλιππινέζους, είχε τραυματίσει πάνω από 100, ενώ είχε καταστρέψει πλήθος καλλιεργειών!
Επιστροφή στην Ιαπωνία με τιμές ήρωα
Ο Ονόντα επέστρεψε στην Ιαπωνία όπου έγινε δεκτός με τιμές ήρωα. Στο Τόκιο τον υποδέχθηκαν οι υπέργηροι γονείς του, κυβερνητικοί παράγοντες, δημοσιογράφοι και χιλιάδες άνθρωποι. Η κυβέρνηση τού προσέφερε μισθούς 30 ετών, ωστόσο ο ίδιος φάνηκε να μην μπορεί να προσαρμοστεί στη ζωή της μοντέρνας πλέον χώρας. Πολλά είχαν αλλάξει τα χρόνια που ο ίδιος πέρασε μέσα στη ζούγκλα. Οι νέες αξίες που είχαν κυριαρχήσει, ερχόντουσαν σε αντίθεση με το παραδοσιακό ιαπωνικό πνεύμα και του προκαλούσαν δυσφορία.
Έτσι, τον Απρίλιο του '75 εγκατέλειψε την Ιαπωνία με προορισμό τη Βραζιλία, όπου ασχολήθηκε με την εκτροφή βοοειδών. Ωστόσο, επέστρεψε ξανά στην πατρίδα του αφότου διάβασε για ένα περιστατικό με ένα νεαρό Ιάπωνα που δολοφόνησε τους γονείς του. Το 1984, ίδρυσε μια εκπαιδευτική κατασκήνωση για νέους στην Ιαπωνία.
Το Μάιο του 1996 επέστρεψε μάλιστα στο νησί των Φιλιππίνων όπου είχε ζήσει για 3 δεκαετίες, όπου και δώρισε 10.000 δολάρια σε τοπικά σχολεία. Ωστόσο, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, η κίνησή του αυτή δεν βοήθησε να αλλάξει η άποψη των ντόπιων. Άλλωστε στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Δεν παραδίνομαι. Τα 30 χρόνια πολέμου μου», απουσίαζαν οι αναφορές στις δολοφονίες ντόπιων που είχε διαπράξει, κάτι που φρόντισαν τα ιαπωνικά -κι όχι μόνο- ΜΜΕ να επισημάνουν.
«Δεν θεωρώ αυτά τα 30 χρόνια ότι τα έχασα. Χωρίς αυτήν την εμπειρία, θα ήμουν άλλος άνθρωπος και η ζωή μου δεν θα ήταν όπως είναι σήμερα», είχε πει μιλώντας στο Associated Press, το 1995.
Ο Ονόντα πέθανε στις 16 Ιανουαρίου του 2014, σε ηλικία 91 ετών.
Ο σύγχρονος Δον Κιχώτης
Τι ήταν τελικά ο Οντόντα; Ένα ζωντανό υπόδειγμα ηρωισμού, θάρρους και πίστης στην πατρίδα ή απλός ένας ανόητος που δολοφονούσε αθώους; Εάν ο πόλεμος συνεχιζόταν, οι αντιμαχόμενοι είναι σίγουρο ότι θα αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Ονόντα έναν αξιοσέβαστο στρατιώτη που παρέμεινε πιστός μέχρι τέλους. Ωστόσο όταν βγήκε από τη ζούγκλα, ο κόσμος δεν ήταν ο ίδιος, άρα μάλλον πολεμούσε σαν ένας σύγχρονος Δον Κιχώτης. Κι όμως, όπως συμβαίνει και με τον ήρωα του Θερβάντες ακόμη κι αν εκ πρώτης τα καμώματά του προκαλούν γέλιο, κατά βάθος χαίρει σεβασμού. Είναι ταυτόχρονα ήρωας και αντιήρωας, είναι αυτός που θα κάνει ό,τι φαντάζει τρελό και ποτέ δεν θα παραδοθεί ή θα υποχωρήσει.