Οι αμερικανικές μετοχές στη Wall Street έδωσαν μάχη την Τρίτη κοντά στα ιστορικά τους υψηλά εν όψει της απόφασης για τα επιτόκια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), με τους επενδυτές να θεωρούν δεδομένη πλέον την μείωση των επιτοκίων μετά από τέσσερα χρόνια αυξήσεων και διατήρησης σε υψηλά επίπεδα και να εμφανίζονται διχασμένοι σχετικά με το εύρος, συμφωνα με το
Έτσι στο κλίμα αυτό μετά από μια ανοδική έναρξη οι κύριοι δείκτες κινήθηκαν με μεικτά πρόσημα και οριακές μεταβολές της περισσότερη διάρκεια της συνεδρίαση με τον Nasdaq μόνο να βρίσκεται σταθερά σε θετικό ρυθμό και τους άλλους δύο δείκτες να βρίσκονται με οριακές διακυμάνσεις.
Τελικά στο ταμπλό ο Dow Jones σημείωσε οριακή πτώση κατά 0,04% φτάνοντας τις 41.606 μονάδες, ο ευρύτερος S&P 500 αφού κατάφερε να σπάσει το ρεκόρ του τελικά υποιχώρησε για να κλείσει οριακά θετικά κατά 0,03% στις 5.634 μονάδες, ενώ αντίθετα ο τεχνολογικός Nasdaq έκλεισε με κέρδη της τάξεως του 0,20% φτάνοντας τις 17.628 μονάδες.
Ο S&P 500 κατάφερε πάντως έστω και για λίγο ενδοσυνεδριακά να φτάσει σε νέο ιστορικά υψηλό όλων των εποχών για να υποχωρήσει τελικά. Η κίνηση του S&P 500′ κοντά στα νέα ρεκόρ βέβαια έρχεται κατά τη διάρκεια μιας ιστορικά δύσκολης περιόδου για την αγορά. Ο Σεπτέμβριος ήταν ο χειρότερος μήνας για τον δείκτη αναφοράς τα τελευταία 10 χρόνια, με μέση μηνιαία απώλεια 1,3%, σύμφωνα με τα στοιχεία της FactSet.
Στην αγορά ομολόγων η απόδοση του 10ετούς ενισχύθηκε στο 3,62%, όπως και του 2ετούς στο 3,59%.
Οι επενδυτές ξεπέρασαν επίσης τους κόντρα ανέμους που δημιουργήθηκαν στα τέλη του καλοκαιριού από τις ανησυχίες για την αμερικανική οικονομία και τον φόβο επερχόμενης ύφεσης που οδήγησε σε sell off την αγορά από τα απογοητευτικά στοιχεία για την απασχόληση και τη μεταποίηση τον Αύγουστο . Ωστόσο, οι μετοχές κατάφεραν να ανακάμψουν λόγω των πιο εποικοδομητικών ανακοινώσεων στοιχείων και των προσδοκιών για μείωση των επιτοκίων από τη Fed.
Η Wall Street βρίσκεται σε αναμονή για την πολυαναμενόμενη μείωση των επιτοκίων της Fed το απόγευμα της Τετάρτης, μια κίνηση που θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της αύξησης των κερδών των εταιρειών μετά από ένα σκηνικό απότομου κόστους δανεισμού και υψηλού πληθωρισμού. Η Fed ξεκίνησε για πρώτη φορά την επιθετική εκστρατεία αύξησης των επιτοκίων της τον Μάρτιο του 2022.
Οι πιθανότητες που υπολόγιζε η αγορά ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα ανακοινώσουν μείωση του επιτοκίου κατά 50 μονάδες βάσης την Τετάρτη ήταν περίπου 55%.
Μια ημέρα πριν την απόφαση της κεντρικής τράπζες ήρθαν τα στοιχεία από τις λιανικές πωλήσεις στις ΗΠΑ που αυξήθηκαν απροσδόκητα τον Αύγουστο και έδειξαν ότι η πορείά της κατανάλωσης συνεχίζει σε θετικούς ρυθμούς. Οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν 0,1% τον Αύγουστο έναντι των εκτιμήσεων των οικονομολόγων για μείωση 0,2%, σύμφωνα με το Dow Jones. Εξαιρουμένων των αυτοκινήτων, το νούμερο διαμορφώθηκε επίσης σε αύξηση 0,1%, η οποία απέχει ελαφρώς από την πρόβλεψη συναίνεσης 0,2%.
Ενώ οι επενδυτές αναμένουν λοιπόν μια μείωση την Τετάρτη και η αγορά διχάζεται ως προς το μέγεθος της πιθανής μείωσης. Οι επενδυτές τιμολογούν επί του παρόντος μια πιθανότητα 63% ότι η κεντρική τράπεζα θα μειώσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με το εργαλείο FedWatch Tool της CME Group. Αυτό είναι υψηλότερο από την πιθανότητα 47% περίπου της Παρασκευής, αλλά ελαφρώς χαμηλότερο από το 67% που προέβλεπε νωρίτερα την Τρίτη. Μία μονάδα βάσης ισούται με 0,01%.
Από την άλλη μια πιο απότομη μείωση των επιτοκίων μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες για την υγεία της οικονομίας, υποστηρίζουν ορισμένοι επενδυτές.
«Μια μείωση κατά 50 μονάδες βάσης μπορεί να υποδηλώνει περαιτέρω υποβάθμιση της άποψης της Fed για την αγορά εργασίας – αυτό θα ήταν ένα πιο ανησυχητικό σημάδι», δήλωσε στο cnbc ο Adam Turnquist, επικεφαλής τεχνικός στρατηγικός αναλυτής της LPL Financial. «Νομίζω ότι θα υπάρξει μια αρκετά μεγάλη απόκλιση μεταξύ αυτού που περιμένει η αγορά και αυτού που θα προβάλει η Fed».
Στο πεδίο των μετοχών ξεχώρισε η Intel η οποία σημείωσε άλμα σχεδόν 3% αφού η εταιρεία δήλωσε ότι σχεδιάζει να μετατρέψει την επιχείρηση χυτηρίου της σε θυγατρική της. Η κυβέρνηση Μπάιντεν χορήγησε επίσης στην εταιρεία χρηματοδότηση ύψους έως και 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω του νόμου CHIPS.