Απώλειες κατέγραψαν οι δείκτες της με την εκκίνηση της νέας εβδομάδας, βάζοντας φρένο σε ένα ράλι που έφερε την αμερικανική αγορά κοντά στην καλύτερη ετήσια επίδοση της από το 2019, συμφωνα με το
Οι περισσότεροι αναλυτές κράτησαν στάση αναμονής περιμένοντας τα νεότερα στοιχεία από το μέτωπο του πληθωρισμού, θεωρώντας ότι θα επηρεάσουν το outlook που θα υιοθετήσει η Federal Reserve κατά την τελευταία συνεδρίαση της για φέτος, την επόμενη εβδομάδα.
Έτσι, λοιπόν, ο Dow Jones υποχώρησε κατά 0,54% στις 44.401 μονάδες, ήτοι αρκετά κάτω από το ορόσημο των 45.000 μονάδων. Αντιστοίχως ο S&P 500 σημείωσε πτώση ύψους 0,61% στις 6.052 μονάδες και ο Nasdaq διολίσθησε σε ποσοστό 0,62% με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στις 19.736 μονάδες.
Θυμίζουμε πως τόσο ο S&P 500 όσο και ο Nasdaq «έκλεισαν» σε νέα υψηλά, την Παρασκευή με τα συνολικά εβδομαδιαία κέρδη τους να φτάνουν το 1% και 3,3% αντιστοίχως.
Στις αγορές ομολόγων, οι αποδόσεις κέρδισαν έδαφος με την απόδοση του 10ετούς να ανεβαίνει στο 4,197% και του 2ετούς να σκαρφαλώνει στο 4,127%.
Η αγορά έχει στραμμένο το ενδιαφέρον της στα στοιχεία για τα επίπεδα του πληθωρισμού τον Νοέμβριο που εκτιμάται πως κατέγραψε ελαφρά άνοδο. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή (CPI), που δημοσιεύεται την Τετάρτη, προβλέπεται στο 2,7% σε ετήσια βάση, από 2,6% τον Οκτώβριο, με την αύξηση του σε μηνιαία βάση να κυμαίνεται στο 0,3%.
Αν και η άνοδος αυτή δεν αναμένεται να επηρεάσει την έκβαση της συνεδρίασης της Fed, στις 17-18 Δεκεμβρίου, στην οποία οι traders δίνουν πιθανότητες 87% για νέα μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, η επιβράδυνση του ρυθμού αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού σε συνδυασμό με τις αντοχές της αμερικανικής οικονομίας είναι πιθανόν να οδηγήσουν το συμβούλιο σε έναν πιο αργό βηματισμό από τη νέα χρονιά.
Μάλιστα, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που θεωρούν πως, μετά τη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, θα ακολουθήσει μια περίοδος παύσης στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, καθώς το συμβούλιο θα περιμένει να διαπιστώσει πως θα επηρεαστούν τα μακροοικονομικά δεδομένα από την οικονομική πολιτική της νέας κυβέρνησης Τραμπ.
O ίδιος ο εκλεγμένος πρόεδρος, σε μεγάλη συνέντευξη που παραχώρησε την Κυριακή στο NBC, παραδέχτηκε πως δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι δασμοί που σκοπεύει να εφαρμόσει δεν θα ανεβάσουν τον πληθωρισμό. Αν και επέμεινε στην ορθότητα των δασμών που θέλει να επιβάλει για την στήριξη της οικονομίας και των συμφερόντων των αμερικανικών επιχειρήσεων.
Στο επιχειρηματικό πεδίο, η σημερινή ημέρα χαρακτηρίστηκε κι από έναν πακτωλό εταιρικών deals, συνολικής αξίας άνω των 35 δισ. δολαρίων, που οδήγησε τους αναλυτές να κάνουν λόγο για την «Merger Monday» που έρχεται να επιβεβαιώσει την αναζωπύρωση των συμφωνιών εξαγορών και συγχωνεύσεων ενόψει της πιο φιλικής εταιρικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ.
Ανάμεσα στις συμφωνίες που «έκλεισαν» ξεχώρισε η εξαγορά της Interpublic από την Omnicom και το deal της Novolex με την Pactiv Evergreen.
Ωστόσο, έντονο ενδιαφέρον προκάλεσαν και οι πληροφορίες του Bloomberg για την πιθανή εξαγορά της Hershey από την Mondelez International, που αν προχωρήσει θα σηματοδοτήσει το deal της χρονιάς για τον κλάδο των τροφίμων διεθνώς.
Οι συγκεκριμένες συμφωνίες προφανώς επηρέασαν τις μετοχές τους διαμορφώνοντας τις τάσεις μεταξύ κερδισμένων και χαμένων. Για παράδειγμα η μετοχή της Hershey βρέθηκε να ανεβαίνει έως και 13%, ενώ αντιθέτως η μετοχή της Mondelez υποχώρησε περίπου 2%.
Στις κερδισμένες, επίσης, της συνεδρίασης ξεχώρισε η μετοχή της Boeing, που βοήθησε ώστε να περιοριστούν οι απώλειες στον Dow, αλλά και οι μετοχές των Workday και Apollo Global Management, μετά την ανακοίνωση πως θα προστεθούν στο δείκτη S&P 500 μέσα στο μήνα.
Στον αντίποδα στις μεγάλες χαμένες ήταν η Nvidia, που έχασε κοντά στο 3% μετά τη δημοσιοποίηση της είδησης για την έρευνα antitrust που έχουν ξεκινήσει εναντίον της οι αρχές ανταγωνισμού της Κίνας.
Μαζί της υπό πίεση βρέθηκαν και άλλες μετοχές του κλάδου των ημιαγωγών, όπως η Advanced Micro Devices, όπως και αρκετές Big Tech, όπως η Meta, η Tesla και η Netflix.
Αρνητικές επιδόσεις κατέγραψαν και πολλές πετρελαϊκές εταιρείες με φόντο την υποχώρηση των διεθνών τιμών του μαύρου χρυσού κατά πάνω από 1%.