Καθώς κλιμακώνεται ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα και πλήττει τις βιομηχανίες ανά τον κόσμο, η παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει άμεσα να διολισθήσει σε ύφεση για πρώτη φορά ύστερα από μία δεκαετία. Ο δείκτης της JPMorgan Chase & Co καταδεικνύει πως ο μεταποιητικός τομέας συρρικνώνεται παγκοσμίως. Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, εμφανίζει την πλέον ισχυρή πτώση της δεκαετίας. Στις ΗΠΑ η ανάπτυξη του κλάδου επιβραδύνεται επί τέσσερις συναπτούς μήνες.
Σε ό,τι αφορά τους καταναλωτές, τόσο στην Κίνα όσο και στις ΗΠΑ εξακολουθούν να δαπανούν, ίσως επειδή βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα η απασχόληση. Οικονομολόγοι της JPMorgan, όμως, εκτιμούν πως το δεύτερο εξάμηνο του έτους θα επιβραδυνθούν σημαντικά οι προσλήψεις και θα περιοριστούν στον χαμηλότερο ρυθμό που έχει σημειωθεί από την περίοδο 2012-2013. Και ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό σημάδι: στην Κίνα οι πωλήσεις αυτοκινήτων καταγράφουν ιστορική πτώση.
Σύμφωνα με τον Λόρενς Σάμερς, πρώην υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ και νυν καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, η αμερικανική οικονομία διατρέχει ολοένα και μεγαλύτερο κίνδυνο να διολισθήσει σε ύφεση. Μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg, ο κ. Σάμερς τόνισε πως «μπορεί κανείς να παίζει με τη φωτιά και να μην προκαλεί καμία ζημιά, αλλά αν το παρακάνει, στο τέλος θα καεί». Ο κ. Σάμερς, που σημειωτέον διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στη διάρκεια της τελευταίας ύφεσης, υπογραμμίζει, πάντως, πως δεν δίνει πάνω από 50% πιθανότητα νέας ύφεσης στις ΗΠΑ μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Οι επενδυτές είναι πολύ πιο απαισιόδοξοι, αναφέρει στο άρθρο της η . Εχουν αυξηθεί σημαντικά οι αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των τρίμηνων έντοκων γραμματίων, αντανακλώντας την πεποίθηση των επενδυτών ότι βραχυπρόθεσμα η οικονομία θα επιβραδυνθεί.
Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η απασχόληση και έχει μειωθεί η ανεργία σε πολλές από τις μεγάλες οικονομίες. Παράλληλα η χαλαρή νομισματική πολιτική που υιοθετούν οι κεντρικές τράπεζες θα έπρεπε να προσφέρει κάποια προστασία στην οικονομία. Οι οικονομολόγοι, όμως, διαβλέπουν πολλούς κινδύνους, με σημαντικότερους όσους απορρέουν από τον σινοαμερικανικό εμπορικό πόλεμο. Ενα πιθανό σενάριο είναι να υλοποιήσει ο Αμερικανός πρόεδρος την τελευταία απειλή του και να επιβάλει δασμούς 10% στα εναπομείναντα κινεζικά προϊόντα, αξίας 300 δισ. δολαρίων, που εισάγονται στις ΗΠΑ. Στην περίπτωση αυτή θα ακολουθήσουν αντίποινα από πλευράς του Πεκίνου. Το άμεσο κόστος αυτής της διελκυστίνδας αναμένεται να είναι περιορισμένο, αλλά η κλιμάκωση της έντασης θα εντείνει την αβεβαιότητα με αποτέλεσμα να μειωθούν οι επενδύσεις, οι προσλήψεις και τελικά η κατανάλωση.
Οικονομολόγοι της Morgan Stanley εξετάζουν την πιθανότητα να επιβάλει η Ουάσιγκτον δασμούς 25% σε όλες τις εισαγωγές από την Κίνα για τέσσερις με έξι μήνες και να προκαλέσει αντίποινα από το Πεκίνο. Προβλέπουν πως στην περίπτωση αυτή θα ακολουθήσει συρρίκνωση της παγκόσμιας οικονομίας μέσα σε τρία τρίμηνα. Οι κραδασμοί θα επεκταθούν πέραν της Κίνας και των ΗΠΑ και θα συμπαρασύρουν την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα καθώς και τη μετά το Brexit σχέση της Βρετανίας με την Ε.Ε. Οι κεντρικές τράπεζες πιθανώς θα μειώσουν περαιτέρω το κόστος δανεισμού και ενδεχομένως κάποιες από αυτές θα εφαρμόσουν νέο πρόγραμμα αγοράς τίτλων, που δεν θα είναι ωστόσο πλέον αποτελεσματικό. Οικονομολόγοι του Bloomberg, όπως ο Τομ Ορλίκ, προεξοφλούν πως αυτή τη φορά ένα νέο πρόγραμμα δεν θα έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα καθώς «η συμβατική πολιτική έχει περιορισμένο χώρο ενώ η μη συμβατική έχει περιορισμένη αποτελεσματικότητα, γι’ αυτό ας ελπίσουμε να μη χρειαστεί». Και βέβαια οι κυβερνήσεις είναι πολύ πιθανόν να καθυστερήσουν πολύ προτού αποφασίσουν να χαλαρώσουν τη δημοσιονομική τους πολιτική.