Μετά τη γέννηση ενός παιδιού, ο πατέρας του είχε τη δυνατότητα να επιλέξει αν θα το αναθρέψει, αν η απόφαση ήταν αρνητική, το εξέθετε τις πρώτες μέρες μετά τη γέννα.
Η έκθεση των βρεφών εφαρμοζόταν κυρίως όταν επρόκειτο για άρρωστα ή ανάπηρα παιδιά ή όταν ή οικογένεια είχε ήδη τόσα παιδιά, ώστε ένα ακόμη θα αποτελούσε αβάσταχτο βάρος για τις οικονομικές της δυνατότητες. Αυτή η τύχη αφορούσε κυρίως τα κορίτσια. Η έκθεση των βρεφών γινόταν σε δημόσιους χώρους, οπού υπήρχε η δυνατότητα να τα βρουν και να τα αναθρέψουν άλλοι, κάτι πού δεν ήταν σπάνιο, αν κρίνουμε από τη συχνότητα με την οποία συναντάται το μοτίβο του έκθετου μωρού στους κωμικούς ποιητές.
Αν όμως ο πατέρας αποφάσιζε να αναθρέψει το παιδί του, τότε κρεμούσαν στην πόρτα της οικίας ως ένδειξη της αύξησης της οικογένειας ένα κλαδί ελιάς αν το παιδί ήταν αγόρι και μάλλινες κλωστές αν ήταν κορίτσι.
Την πέμπτη ή τη δέκατη ημέρα μετά τη γέννηση έκαναν το γύρο της εστίας με το παιδί στο πλαίσιο μιας οικογενειακής γιορτής (αμφιδρομία) και μ’ αυτόν τον τρόπο το αναγνώριζαν επίσημα.
Συνήθως του έδιναν τότε και το όνομά του, πού στο μεγαλύτερο αγόρι ήταν κατά κανόνα το όνομα του πάππου από την πλευρά του πατέρα του. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η έκθεση του παιδιού δεν επιτρεπόταν πλέον από το νόμο.
Την τρίτη ημέρα των Απατουρίων, μιας ετήσιας γιορτής των φρατριών, ο πατέρας του νεογέννητου έκανε θυσίες και με όρκο διακήρυττε την έγγαμη νομιμότητα του παιδιού του, ενώ στη συνέχεια μπορούσε να ακολουθήσει η έγγραφή του στον κατάλογο της φρατρίας. Αλλιώς η έγγραφή αυτή έπρεπε να γίνει με την είσοδο του νέου στην εφηβική ηλικία {ήβη) σε συνδυασμό με την Κουρεώτιδα, γιορτή κατά την οποία τα μακριά μαλλιά του νεαρού θυσιάζονταν στους θεούς.
Οι Έλληνες, σε αντίθεση με το ονοματικό σύστημα των Ρωμαίων (βλ. παρακάτω), είχαν μόνο ένα όνομα, π.χ. Σωκράτης. Στα επίσημα έγγραφα όμως, και για να αποφευχθεί ή σύγχυση με άλλους πού είχαν το ίδιο μικρό όνομα, προσέθεταν και το πατρώνυμο στη γενική, καθώς και το όνομα του δήμου στον όποιο ανήκαν σε μορφή επιθέτου, π.χ. Σωκράτης Σωφρονίσκου Αλωπεκεύς: Σωκράτης, (γιος του) Σωφρονίσκου από το δήμο της Αλωπεκής. Εκτός από σχετικά λίγα γυναικεία ονόματα τα όποια από τη σημασία τους είναι γένους θηλυκού, όπως π.χ. Γλύκη ή Ευφροσύνη, τα περισσότερα αποτελούν απλώς το θηλυκό αντίστοιχο τού ανδρικού ονόματος, π.χ. Ηγησίστρατος – Ηγησιστράτη, Ξάνθιππος – Ξανθίππη.
Κατά τη διάρκεια των έξι πρώτων ετών της ζωής των παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, τη φροντίδα τους είχε ή μητέρα και το γυναικείο υπηρετικό προσωπικό, ενώ ο πατέρας δεν είχε αυτή την εποχή σχεδόν καμία πρακτική ανάμειξη στη φροντίδα και την ανατροφή τους. Μια σειρά παραστάσεων, ιδίως στην αγγειογραφία, απεικονίζουν σκηνές από τη ζωή των πρώτων αυτών παιδικών χρόνων. Εδώ θα πρέπει να αναφέρει κανείς κυρίως μια ομάδα μικρές οινοχόες, οι όποιες αποτελούσαν ίσως δώρο προς τα παιδιά, όταν στεφανώνονταν σε ηλικία τριών χρόνων κατά την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων, τη γιορτή των Χοών.
Συνήθως, με τη συμπλήρωση των επτά χρόνων, τα αγόρια τα εμπιστεύονταν σε έναν οικιακό δούλο, ο όποιος ασκούσε το ρόλο τού παιδαγωγού, ενώ τα κορίτσια εξακολουθούσαν να μένουν στο γυναικωνίτη υπό την εποπτεία της μητέρας. Κύρια υποχρέωση τού παιδαγωγού ήταν να συνοδεύει τα αγόρια στο δρόμο για το σχολείο και να τα προφυλάσσει από ενοχλήσεις, στις όποιες συγκαταλέγονταν και οι προσπάθειες για προσεγγίσεις ομοφυλοφιλικού χαρακτήρα.
Αλλά και γενικότερα ο παιδαγωγός έπρεπε να φροντίζει για την καθωσπρέπει συμπεριφορά τού μαθητή του, τον όποιο είχε και το δικαίωμα να τιμωρήσει. Για το σκοπό αυτόν οι παιδαγωγοί, κρατούσαν ένα χαρακτηριστικό για το επάγγελμα τους ραβδί με ρόζους. Μολονότι τα παιδιά δεν ήταν υποχρεωμένα από το νόμο να πηγαίνουν στο σχολείο, ο Αθηναίος πατέρας αισθανόταν την ηθική υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία να στείλει τον γιό του στο σχολείο.
Η στοιχειώδης εκπαίδευση δεν ήταν κρατική- λειτουργούσε σε ιδιωτική βάση και οι διδάσκαλοι πληρώνονταν απευθείας από τους πατέρες. Το μάθημα γινόταν μέσα σε απλές αίθουσες.
Ο γραμματιστής δίδασκε πρώτα γραφή και ανάγνωση. Τα παιδιά χρησιμοποιούσαν κηρωμένα πινάκια και γραφίδες και μάθαιναν απέξω τα κείμενα των κλασικών και κυρίως του Όμηρου. Ένα επίσης σημαντικό μάθημα ήταν ή μουσική, το όποιο δεν είχε στόχο μόνο τη σταθεροποίηση του χαρακτήρα, άλλα και την καλύτερη κατανόηση των αρχαίων θεατρικών έργων, τα οποία είχαν πάντοτε μουσικές προσθήκες. Εκτος αυτού, ένα αγόρι έπαιρνε και πρακτικά μαθήματα στο τραγούδι και στα μουσικά όργανα, ώστε να είναι σε θέση να συμμετάσχει ενδεχομένως σε εορταστικές μουσικές εκδηλώσεις.
Μεγάλη σημασία δινόταν και στην άσκηση του σώματος, ή όποια γινόταν υπό την εποπτεία ενός ειδικού δασκάλου, τού παιδοτρίβη. Οι πληροφορίες πού έχουμε σχετικά με τη συνολική διάρκεια της στοιχειώδους εκπαίδευσης στο σχολείο δεν είναι ακριβείς. Σε γενικές γραμμές τα αγόρια πρέπει να τελείωναν το σχολείο σε ηλικία μεταξύ 15 και 17 ετών. Βεβαίως, λόγω της έλλειψης νομικών ρυθμίσεων, ο χρόνος λήξης της παρακολούθησης των μαθημάτων βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την καλή θέληση και τις οικονομικές δυνατότητες του πατέρα.
Η συμμετοχή σε μαθήματα μετεκπαίδευσης μετά το πέρας της στοιχειώδους εκπαίδευσης πλάι σε φιλοσόφους με κατεύθυνση στις φυσικές επιστήμες, σε σοφιστές ή ρήτορες ήταν βέβαια προνόμιο των λιγοστών, όπως κάτι ιδιαίτερο ήταν και η μαθητεία στην Ακαδημία του Πλάτωνος.
Όταν κατά τον 4ο αιώνα π.χ. η Εφηβεία έγινε μόνιμος κρατικός θεσμός στην Αθήνα, ο νεαρός άντρας (έφηβος) έπρεπε στα δεκαεννέα του χρόνια να παρουσιαστεί στο στρατό για να εκπαιδευτεί επί δύο χρόνια. Η Εφηβεία σηματοδοτούσε την έναρξη της ενήλικης ζωής του νέου με την καταχώρισή του στον κατάλογο του πατρικού δήμου και τον εφηβικό όρκο.
Η ανατροφή και η εκπαίδευση των κοριτσιών γινόταν — εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις οπού το κορίτσι επισκεπτόταν το σχολείο έκτος οικίας— μέσα στο γυναικωνίτη υπό την εποπτεία της μητέρας. Είναι ευνόητο ότι το επίπεδο της μόρφωσης παρέμενε εν γένει σχετικά χαμηλό, παρότι η γνώση της γραφής και ανάγνωσης ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στις γυναίκες. Περισσότερο βάρος έδιναν όμως στην εκμάθηση των πρακτικών δεξιοτήτων πού έπρεπε να γνωρίζει κάθε γυναίκα, όπως το γνέσιμο και η υφαντική.
Όπως ακριβώς η μητέρα ή οι μεγαλύτερες αδελφές μάθαιναν στα κορίτσια τα πράγματα πού θα ήταν χρήσιμα στη ζωή τους, έτσι και ο πατέρας εισήγε τα αγόρια στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των αντρών. Κοντά στους τεχνίτες, τούς εμπόρους και τούς αγρότες —τα πιο συνηθισμένα οικογενειακά επαγγέλματα στο πλαίσιο της οικονομικής δομής πού επικρατούσε τότε— οι γιοι μάθαιναν σε πολύ μικρή ηλικία όλα τα απαραίτητα για το επάγγελμά τους.
Τα παιδικά όμως χρόνια δεν ήταν αποκλειστικά και μόνο αφιερωμένα στην εκμάθηση των απαραίτητων για τη ζωή· τα παιδιά είχαν χρόνο για παιχνίδι και διασκέδαση, όπως μαρτυρούν με γλαφυρό τρόπο όχι μόνο τα ευρήματα αυθεντικών παιχνιδιών, αλλά και μια σειρά αγγειογραφιών.
***Από το βιβλίο Εισαγωγή στην ιδιωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Μορφωτικό ίδρυμα εθνικής τράπεζας
Αντικλείδι,