Η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα αποτελεί ακόμα ένα πρότυπο μέχρι και σήμερα. Ο θεσμός του οστρακισμού μπορεί να είναι παράδοξος, αφού δεν τιμωρούνταν κάποιος για ένα έγκλημα, αλλά η ιδέα του γεννήθηκε για να διατηρηθεί η δημοκρατία και να μην δώσει ευκαιρία σε κάθε επίδοξο τύρρανο.
Όταν λοιπόν στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία κάποιος πολίτης αποκτούσε μεγάλη πολιτική δύναμη και γινόταν επικίνδυνος για την ίδια την λειτουργία του πολιτεύματος, τότε υπήρχε η τιμωρία του οστρακισμού ή του εξοστρακισμού. Της εξορίας δηλαδή για 10 έτη.
Από το 488 π.Χ. και έπειτα, και ύστερα από μια πολύ προγραμματισμένη διαδικασία που απέκλειε την απόφαση «εν βρασμώ», οι Αθηναίοι μαζεύονταν στη συνεδρίαση Εκκλησία του Δήμου. Έπαιρναν τα όστρακα πάνω στα οποία έγραφαν το όνομα εκείνου που ήθελαν να εξοριστεί. Για να εξοριστεί κάποιος θα έπρεπε το όνομά του να αναγράφεται σε 6.000 όστρακα και πάνω. Ο Πλούταρχος από την άλλη, αναφέρει πως για να ισχύσει η ψηφοφορία έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον 6.000 όστρακα και εξοριζόταν όποιος είχε τα περισσότερα.
Ο εξοστρακισμένος έπρεπε να εγκαταλείψει την πόλη για δέκα χρόνια, όμως η περιουσία του παρέμενε άθικτη και δεν έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα. Όμως, δεν μπορούσε να επηρεάσει το πολίτευμα και το πολιτικό σώμα. μερικοί από τους πολιτικούς που εξοστρακίστηκαν ήταν ο Κίμων, ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής.
Βέβαια, σε κάθε πολίτευμα και σε οποιαδήποτε στιγμή της ιστορίας, ο άνθρωπος βρίσκει τρόπο να εκμεταλλευτεί τον νόμο. Οπότε από ένα σημείο και μετά, κάθε παράταξη εκμεταλλευόταν τον θεσμό του οστρακισμού για να απομακρύνει πολιτικούς αντιπάλους από την πόλη. Κάτι τέτοιο έφερε και το τέλος του θεσμού, όταν ο Αλκιβιάδης συμμάχησε με τον Νικία ώστε οι οπαδοί τους να εξορίσουν τον Υπέρβολο.
Πολλοί γύρισαν νωρίτερα από τα δέκα χρόνια, ενώ κάποιοι κλήθηκαν να επιστρέψουν σε καιρό ανάγκης. Ο θεσμός κράτησε συνολικά για έναν αιώνα, με την έννοια του εξοστρακισμού να αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και να μην έχει σήμερα απαραίτητα πολιτική χροιά.