
Ένα νέο φάρμακο αναστέλλει την ανάπτυξη ορισμένων όγκων καρκίνου του μαστού, εμποδίζοντάς τους να αξιοποιούν ορμόνες, όπως αποκαλύπτουν τα ευρήματα πρόσφατης κλινικής δοκιμής. Η κλινική δοκιμή Serena-6, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Έρευνας Καρκίνου στο Λονδίνο, έδειξε ότι το camizestrant μπορεί να καθυστερείτην εξέλιξη της νόσου και εν συνεχεία την ανάγκη για χημειοθεραπεία.
Σύμφωνα με το Cancer Research UK, το φάρμακο δρα εμποδίζοντας τα οιστρογόνα να εισέλθουν στα καρκινικά κύτταρα του μαστού, κάτι που οι ερευνητές ελπίζουν ότι μπορεί να σταματήσει ή να επιβραδύνει την ανάπτυξη του καρκίνου. Οι ασθενείς με καρκίνο του μαστού που έλαβαν το φάρμακο είχαν 52% μικρότερη πιθανότητα επιδείνωσης της νόσου, σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν την τυπική θεραπεία.
Ο καθηγητής Κρίστιαν Χέλιν, διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Έρευνας Καρκίνου, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα «δεν αντιπροσωπεύουν απλώς ένα κλινικό ορόσημο, αλλά μια μεταμορφωτική αλλαγή στον τρόπο που προσεγγίζουμε την εξατομικευμένη ιατρική».
Στη μελέτη, η οποία χρηματοδοτήθηκε από την AstraZeneca, συμμετείχαν ασθενείς με καρκίνο του μαστού θετικό στους ορμονικούς υποδοχείς και αρνητικό στον δείκτη HER2. Πρόκειται για τη συχνότερη κατηγορία της νόσου, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 70% των περιστατικών. Πάνω από 3.000 ασθενείς από 23 χώρες συμμετείχαν στη φάση 3 της δοκιμής, κατά την οποία οι γιατροί πραγματοποίησαν εξετάσεις αίματος προκειμένου να ανιχνεύσουν αλλαγές στο DNA του καρκίνου και να προσδιορίσουν ποιες θεραπείες ήταν αναποτελεσματικές.
Για τους ασθενείς που έλαβαν camizestrant, ο καρκίνος παρέμεινε σταθερός κατά μέσο όρο για περίπου 16 μήνες, σε αντίθεση με τους 9 μήνες που παρατηρήθηκαν με τις υπόλοιπες θεραπείες. Ωστόσο, το 1% των ασθενών που λάμβαναν το νέο φάρμακο το σταμάτησαν λόγω παρενεργειών.
Η κλινική δοκιμή ήταν επίσης η πρώτη που απέδειξε ότι οι εξετάσεις αίματος, οι οποίες εντοπίζουν έγκαιρα σημάδια ανθεκτικότητας του καρκίνου στη θεραπεία, μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην υποστήριξη των ασθενών.
Η Δρ. Κάθριν Έλιοτ, διευθύντρια έρευνας στο Cancer Research UK, επαίνεσε την ανακάλυψη ως ένα «σαφές παράδειγμα του πώς οι εξετάσεις αίματος αρχίζουν να μεταμορφώνουν τη θεραπεία του καρκίνου».
«Με την παρακολούθηση μικροσκοπικών ιχνών DNA όγκου στο αίμα, οι ερευνητές μπόρεσαν να εντοπίσουν πρώιμα σημάδια ανθεκτικότητας στη θεραπεία και να αλλάξουν την αγωγή πριν ο καρκίνος προλάβει να αναπτυχθεί», πρόσθεσε.
«Δείχνει πώς το κυκλοφορούν DNA όγκου (ctDNA) θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς να λαμβάνουν πιο έξυπνες και έγκαιρες αποφάσεις για τη θεραπεία. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να γίνει ένα σημαντικό μέρος της εξατομικευμένης φροντίδας για άτομα με προχωρημένο καρκίνο του μαστού».