Ο Φρόιντ ήρθε μια και μοναδική φορά στην Ελλάδα, το φθινόπωρο του 1904. Συγκεκριμένα έφτασε στην χώρα μας στις 3 του Σεπτέμβρη, με δρομολόγιο της εταιρείας Lloyd, συνοδευόμενος από τον μικρό του αδερφό Alexander (ο οποίος ονομάστηκε έτσι μετά από επιμονή του ίδιου του Φρόιντ, που έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα).
Οι δυό τους ήταν προηγουμένως διακοπές στην Ιταλία και σκόπευαν έτσι κι αλλιώς να έρθουν στην χώρα μας, με την διαφορά ότι ο πρώτος τους σταθμός, σχεδίαζαν να είναι η Κέρκυρα. Άλλαξαν όμως τα σχέδια τους, όταν κάποιος φίλος του Αλέξανδρου, τους υπέδειξε ως καταλληλότερο προορισμό την Αθήνα, λόγω του καύσωνα που είχε η Κέρκυρα τότε, αλλά και των πολύ βολικών δρομολογών της εταιρείαςLloyd.
Τα δύο αδέλφια, σε μεγαλύτερη ηλικία:
Έφτασαν λοιπόν στην Αθήνα, κατέλυσαν στο δωμάτιο 31 του ξενοδοχείου «Αθηνά», κι αφού ο Φρόιντ έβαλε το καλύτερο του πουκάμισο, επισκέφτηκαν το Θησείο, ήπιαν καφέ κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη. Έμειναν εκεί για 2 ώρες και την επόμενη μέρα ξαναπήγαν και ξόδεψαν όλο σχεδόν τον χρόνο τους εκεί. Η βροχή τους έκανε να καταφύγουν στο υπόστεγο του Μουσείου, το οποίο όμως ήταν κλειστό κι έτσι έμειναν να θαυμάζουν την θέα της πόλης από ψηλά.
Φωτογραφίες από αυτό το ταξίδι, δεν σώζονται. Σώζονται όμως επιστολικά δελτάρια που ο Φρόιντ έστειλε στην γυναίκα του, την Μάρθα. Έτσι, γνωρίζουμε πως μετά την Αθήνα, τα δύο αδέρφια πήγαν με το τρένο στην Κόρινθο, την πόλη της παιδικής ηλικίας του Οιδίποδα, κι ακολούθως επισκέφτηκαν την Πάτρα, απ’ όπου κι αναχώρησαν στις 10 το βράδυ, της 6ης Σεπτεμβρίου, με προορισμό την Τεργέστη.
Για τον Φρόιντ αυτές οι ώρες στην Ακρόπολη, ήταν εξαιρετικά σημαντικές και τις θυμόταν ως το θάνατό του, επειδή έπαθε κάτι εκεί που ο ίδιος ονόμασε «σύγχυση της μνήμης» και το περιέγραψε εκτενώς σε γράμμα που έστειλε στον φίλο του Romain Rolllan. Ήταν σαν να μην πίστευε ότι το μνημείο αυτό, για το οποίο τόσα είχε μάθει και διαβάσει, υπήρχε όντως. .
Αναστατωμένος από αυτή την εμπειρία, ο Φρόυντ δεν κατάφερε να την αναλύσει ικανοποιητικά παρά μόνο 32 χρόνια μετά το συμβάν, το 1936. Τη χρονιά αυτή έγραψε γράμμα στον Ρομέν Ρολάν με τίτλο «Ανάμνηση μιας Διαταραχής στην Ακρόπολη», όπου προσπαθεί να αυτο-αναλύσει εκείνο που του συνέβη το 1904 επάνω στον ιερό βράχο.
Ο Φρόυντ είχε αρχίσει να αλληλογραφεί με τον Γάλλο φίλο του από το 1923. Το «ωκεάνιο» συναίσθημα του Ρολάν το βρίσκουμε στις πρώτες γραμμές του Έργου του Φρόυντ «Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας».
Στο γράμμα του προς τον Ρολάν ο Φρόυντ αυτο-αναλύεται και αναφέρει το ταξίδι στην Αθήνα σαν αντικείμενο επιθυμίας ανάμικτης με ενοχή. Η επιθυμία πηγαίνει πίσω στην αρχή της παιδικής ηλικίας, όταν ο Φρόυντ είχε ταξιδιωτικά όνειρα, εκφράζοντας την επιθυμία να ξεφύγει από την οικογενειακή ατμόσφαιρα, τους περιορισμούς και την φτώχεια που έζησε στη νιότη του.
Από την άλλη μεριά, υπήρχε και ενοχή, αφού η επίσκεψη στην Αθήνα σήμαινε ότι ο Φρόυντ είχε ξεπεράσει τον πατέρα του, που ήταν πολύ φτωχός για να ταξιδέψει, και αμόρφωτος για να έχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για αυτά τα μέρη. Η άνοδος στην Ακρόπολη στο μυαλό του Φρόυντ ήταν η επιβεβαίωση ότι είχε ξεπεράσει τον πατέρα του, κάτι που ένας γιος δεν επιτρεπόταν να κάνει.
Γράφει ο Φρόιντ στην επιστολή του στον Ρομάν Ρολάν:
«Αμφέβαλα αν θα έβλεπα ποτέ την Αθήνα με τα ίδια μου τα μάτια. Το να πάω τόσο μακριά, «να κάνω τον δικό μου δρόμο, μου φαινόταν εκτός κάθε δυνατότητας. Αυτό το αίσθημα ήταν συνδεδεμένο με την οικονομική δυσπραγία και τις φτωχές συνθήκες ζωής μας όταν ήμουν νέος. Και σίγουρα, τα όνειρά μου για ταξίδια εξέφραζαν επίσης το πάθος να αποδράσω από την οικογενεικάη ατμόσφαιρα, αυτό το ίδιο πάθος που ωθεί τόσους εφήβους να φεύγουν από το σπίτι. Είχα καταλάβει από καιρό ότι ένα μέρος της επιθυμίας μου να ταξιδέψω οφειλόταν σε αυτή την επιθυμία να έχω ελεύθερη ζωή, με άλλα λόγια στην δυσαρέσκειά μου από την οικογένεια. Οταν κάποιος βλέπει την θάλασσα για πρώτη φορά, όταν διασχίζει τον ωκεανό, πόλεις και πραγματικά τοπία που τα ονειρευόταν από καιρό ως μακρινά και απροσπέλαστα, νιώθει σαν ήρωας που έκανε απίστευτα κατορθώματα.
«Θα μπορούσα εκείνη τη μέρα στην Ακρόπολη να είχα πει στον αδελφό μου: «Θυμάσαι που όταν ήμαστε μικροί, περπατούσαμε κάθε μέρα στους ίδιους δρόμους για να πάμε στο σχολείο, και πως κάθε Κυριακή πηγαίναμε στο Πράτερ ή εκδρομή σε ένα μέρος που ξέραμε πολύ καλά; Και τώρα, είμαστε στην Αθήνα, επάνω στην Ακρόπολη! Μα την αλήθεια, διαβήκαμε μεγάλη απόσταση!...»
«Πρέπει να παραδεχθώ ότι ένα αίσθημα ενοχής μένει συνδεδεμένο με την απόλαυση όταν κάποιος πετυχαίνει τους στόχους του: Ενυπάρχει εδώ κάτι άδικο και απαγορευμένο. Αυτό εξηγείται από την κριτική του παιδιού προς τον πατέρα ... όλα συμβαίνουν λες και το πρωταρχικό στοιχείο στην επιτυχία είναι να πας πιο μακριά από τον πατέρα σου, και ταυτόχρονα σαν να ήταν πάντα απαγορευμένο να τον ξεπεράσεις».
«...Ο πατέρας μας ήταν έμπορας, δεν είχε κάνει λυκειακές σπουδές, η Αθήνα δεν σήμαινε πολλά πράγματα για εκείνον. Ετσι, αυτό που μας εμπόδιζε να απολαύσουμε το ταξίδι μας ήταν ένα αίσθημα λύπησης».
Εκεί, στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ένα από τα μεγάλα μυστήρια της ψυχής, το λεγόμενο «Οιδιπόδειο σύμπλεγμα», αποκαλυπτόταν ήδη από το 1904 στον γιο που επρόκειτο να γίνει πατέρας της ψυχανάλυσης...
Ο Φρόυντ ήταν λάτρης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας -δεν ήταν άλλωστε τυχαίο που το γνωστό σύνδρομο το ονόμασε «οιδιπόδειο». Το μοναδικό του αυτό ταξίδι στην Ελλάδα αναλύεται στο βιβλίο του Ernest Jones, Σίγκμουντ Φρόυντ. Η ζωή και το έργο του.
«Τον Αύγουστο του 1904, ο Φρόυντ, συνοδευόμενος για μια φορά ακόμη από τον Αλέξανδρο (τον αδερφό του), ξεκίνησε για την Ελλάδα. Το πρωί της 30ης Αυγούστου σαλπάρησαν για το Μπρίντεζι, ταξίδι είκοσι τεσσάρων ωρών. Μεταξύ των επιβατών ήταν και ο καθηγητής Dorpfeld, βοηθός του περίφημου αρχαιολόγου Σλήμαν.
Ο Φρόυντ κοίταζε με δέος τον άνθρωπο που είχε βοηθήσει στην ανακάλυψη της Τροίας, αλλά ήταν υπερβολικά ντροπαλός για να τον πλησιάσει. Την επόμενη μέρα έμειναν τρεις ώρες στην Κέρκυρα που ο Φρόυντ παρομοίωσε με την Ραγούσα. Είχε καιρό να επισκεφτεί τα δυο παλιά βενετσιάνικα φρούρια εκεί. Το πλοίο έπιασε στην Πάτρα το επόμενο πρωί, συνέχισε για τον Πειραιά και το μεσημέρι 3 Σεπτεμβρίου ήσαν στην Αθήνα. Η πρώτη εντύπωσή του από το Θησείο, μια εντύπωση αλησμόνητη και απερίγραπτη.
Το επόμενο πρωί πέρασαν δύο ώρες στην Ακρόπολη, επίσκεψη για την οποία ο Φρόυντ είχε προετοιμαστεί φορώντας το καλύτερο πουκάμισό του. Γράφοντας στους δικούς του ανέφερε ότι η εμπειρία του εκεί ξεπέρασε ό,τι είχε δει ποτέ του ή μπορούσε να φανταστεί, και όταν θυμηθούμε τον πλούτο των κλασικών γνώσεων με τον οποίο ήταν εφοδιασμένο το πνεύμα του από τα παιδικά του χρόνια και δώθε, καθώς και την ευαισθησία του απέναντι στην ομορφιά, μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλά τι σήμαιναν γι’ αυτόν οι εντυπώσεις.
Πάνω από είκοσι χρόνια αργότερα είπε πως οι κολόνες στο χρώμα του κεχριμπαριού της Ακρόπολης ήταν τα ωραιότερα πράγματα που είχε δει στη ζωή του. Καθώς στεκόταν εκεί είχε μια περίεργη ψυχολογική εμπειρία που ανέλυσε πολλά χρόνια αργότερα σε ένα γράμμα του στον Ρομαίν Ρολάν. Ήταν μια παράξενη άρνηση να πιστέψει στην πραγματικότητα αυτού που βρισκόταν μπροστά στα μάτια του και έφερε σε αμηχανία τον αδελφό του ρωτώντας τον αν ήταν αλήθεια ότι βρίσκονταν πραγματικά στην Ακρόπολη.
Στη λεπτή ανάλυση που δημοσίευσε αργότερα, ο Φρόυντ ανήγαγε την προέλευση αυτής της αίσθησης δυσπιστίας στο γεγονός ότι στα φτωχά παιδικά του χρόνια θα θεωρούσε απίθανη την ιδέα να είναι κάποτε σε θέση να επισκεφτεί ένα τόσο υπέροχο μέρος, κι αυτό με τη σειρά του συνδεόταν με την απαγορευμένη επιθυμία να ξεπεράσει σε επιτεύγματα τον πατέρα του. Συνέκρινε τον μηχανισμό που βρίσκεται επί τω έργω μ’ εκείνον που λειτουργεί στους ανθρώπους που δεν μπορούν να υποφέρουν την επιτυχία.
Με την ευκαιρία αυτή ο Φρόυντ αναγκάστηκε να μάθει πόσο διαφορετικά ήσαν τα αρχαία από τα νέα ελληνικά. Είχε τέτοια εξοικείωση με τα πρώτα, που στα νιάτα του είχε γράψει το ημερολόγιό του στα ελληνικά, αλλά τώρα καθοδηγώντας τον αμαξά του να τον πάει στο ξενοδοχείο Αθηνά απέτυχε, παρ’ όλες τις παραλλαγές στην προφορά, να γίνει κατανοητός και δεν του έμενε πια παρά να γράψει ταπεινωμένος τη λέξη.
Ο Φρόυντ πέρασε και την επόμενη μέρα στην Ακρόπολη. Έφυγαν από την Αθήνα στις 6 Σεπτεμβρίου, πήραν το τραίνο για την Κόρινθο και στη συνέχεια κατά μήκος του Κορινθιακού κόλπου έφθασαν στην Πάτρα όπου βρήκαν το καράβι που σαλπάριζε στις δέκα εκείνο το βράδυ. Έπειτα πίσω στην πατρίδα μέσω Τεργέστης.»