Ο πατήρ Ηλίας Διαμαντίδης γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Χουρμικιάντο των Σουρμένων του Πόντου. Το 1918 η ζωή τους, όπως και όλων των Ελλήνων του Πόντου, έγινε αφόρητη από τις βιαιότητες των Τούρκων.
Έτσι με την οικογένεια του πήγαν στο Βατούμ της Γεωργιας όπου ήταν εγκατεστημένη η κόρη του Αγάπη .Έμεινε στο χωριό Μαχμουτία Makhmudiye, λίγο έξω από το Βατούμ, σε μια μεγάλη έκταση στο βουνό.
Ο Ηλίας ήταν προκομμένος και αγαπούσε πολύ τον Θεό. Στενοχωριόταν όμως που δεν ήξερε γράμματα. Φάνηκε λοιπόν κάποτε στον ύπνο του Άγγελος και άρχισε να του μαθαίνη γράμματα, ψαλτική και αγιογραφία. Κάθε βράδυ τον έβλεπε στον ύπνο του και συνέχιζε το μάθημα του, μέχρι που έμαθε ο Ηλίας να διαβάζη, να γράφη καλά, να ψέλνη και να αγιογραφή. Τις Κυριακές έψελνε στην Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, στο χωριό Τσίτα των Σουρμένων. Ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος και έψελνε με ευλάβεια, όπως είχε διδαχθή από τον Άγγελο. Έχοντας αγάπη και έφεση για την προσευχή, ξυπνούσε πάντα νωρίς για να προσεύχεται.
Ἐκτός ἀπό τά πολλά θαύματα πού ἔκανε προέλεγε γεγονότα πού ἐπαληθεύονταν, γιατί εἶχε τό προορατικό χάρισμα. Εἶπε στήν ὀρφανή Αὐγούλα κάποτε: «Κορίτσι μου, Αὐγή, αὐτόν τόν δρόμο πού βαδίζεις σ᾿ αὐτόν θά μείνεις καί θά βγεῖς στό τέλος καθαρή. Θά πᾶς στόν οὐρανό Χριστοῦ νύμφη. Ρώτησα τόν ἁη–Νικόλα καί μοῦ εἶπε πώς ἡ Αὐγή θά πάει Χριστοῦ νύμφη ἐπάνω. Ἐσύ δέν θά παντρευτεῖς». Πολλοί τήν ζήτησαν νά τήν παντρευτοῦν. Ἔγινε ὅμως ὅπως προέβλεψε ὁ π. Ἠλίας.
Ὅ,τι εἶχε ὁ ἄλλος στήν καρδιά του τό γνώριζε καί πολλές φορές τό ἔλεγε. Ξεκινοῦσαν νά ᾿ρθοῦν στήν Ρωσσία μερικοί ἀπό τόν Πόντο καί αὐτός τό γνώριζε. Ξεκίνησαν κάποτε τρεῖς Ἕλληνες ἀπό τό χωριό Ἀχαλσενί γιά νά τόν ἐπισκεφθοῦν. Ἔχασαν τόν δρόμο καί νυχτώθηκαν στήν ὕπαιθρο. Ὁ π.Ἠλίας ἀνέφερε γιά τούς τρεῖς πού χάθηκαν καί μόλις ἔφθασαν τούς εἶπε: «Καλά εὐλογημένοι, πῶς χάσατε τόν δρόμο καί ταλαιπωρηθήκατε;».
Ἔλεγε μερικές φορές: «Σήμερα θά ἔλθουν οἱ τάδε, πιστεύουν καί θά γίνουν καλά», ἤ «αὐτός πού ἔρχεται δέν πιστεύει καί δέν θά γίνει καλά», καί γινόταν ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἠλίας. Ἄλλοτε ἔβλεπε μέ τό χάρισμά του κάποιον πού ἐρχόταν νά τόν δῆ καί εἶχε χαθῆ στό δάσος. Τότε ἔστελνε ἕνα γνωστό του στό σημεῖο πού βρισκόταν ὁ χαμένος, τόν εὕρισκε καί τόν ἔφερνε κοντά του. Εἶπε κάποτε: «Ἔρχεται ὁ Πέτρος καί ἔχει αὐτήν τήν ἀρρώστια καί θά γίνει καλά. Πέντε ἡ ὥρα τό πρωΐ θά εἶναι ἐδῶ», καί ἔτσι ἔγινε.
Συχνά προφήτευε λέγοντας: «Θά ᾿ρθεῖ ἕνας καιρός πού θά γίνουν οἱ ἄνδρες γυναῖκες καί οἱ γυναῖκες ἄνδρες. Τότε θά πέσει μεγάλη κατάρα στόν κόσμο. Θά γίνει πόλεμος στήν Κωνσταντινούπολη καί ὁ Ρῶσσος θά νικᾶ˙ θά πάει ὡς τόν Εὐφράτη ποταμό. Θ᾿ ἀνοίξει ἡ Ἁγιά Σοφιά καί θά λειτουργηθῆ. Ἕνας ἑξαδάκτυλος βασιλιάς θά εἶναι τότε».
Καί ἔλεγε: «Ξύπνα Ρωσσία καί δράξον τά ὅπλα σου». Δηλαδή ἔλα σέ μετάνοια, σέ πίστη καί ἀπόρριψε τήν ἀθεΐα.