Στο Pro News Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Πολιτισμός

Τατόι 1916: Το χρονικό της πυρκαγιάς που θυμίζει το "σήμερα"

Άνοιξη του 1916, λίγους μήνες πριν την καταστροφική φωτιά που δεν ήταν η πρώτη, ούτε η μόνη για την οποία έμελλε να φουντώσει η κουβέντα περί «πυρκαγιών το καλοκαίρι στην Ελλάδα».

Με τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο να μαίνεται, η ηγεσία της Ελλάδας διχάζεται σε σχέση με την εξωτερική πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η χώρα μας.

Ο ιστορικός Ιωάννης Δασκαρόλης γράφει αναλυτικά:

«Στις 13 Μαΐου 1916 συνέβη η δραματική παράδοση του φρουρίου του Ρούπελ σε μεικτό απόσπασμα Γερμανών και Βουλγάρων.

Ακολούθησε το περίφημο συμμαχικό τελεσίγραφο της 8ης Ιουνίου 1916: επέβαλλε την παραίτηση της κυβέρνησης Σκουλούδη, την ελληνική αποστράτευση, αλλά περιέργως ακόμη και την αντικατάσταση συγκεκριμένων αστυνομικών στην Αθήνα κουρελιάζοντας εκ νέου την ελληνική εθνική κυριαρχία.»

Ο αθηναϊκός Τύπος αντιμετώπισε διχαστικά το τελεσίγραφο: οι αντιβενιζελικές εφημερίδες διαμαρτύρονταν για την επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας, ενώ οι βενιζελικές όχι μόνο δικαιολογούσαν, αλλά επαινούσαν το τελεσίγραφο που «θα λύτρωνε τον ελληνικό λαό από την Κυβέρνηση Σκουλούδη».

Η επιλογή του Βενιζέλου στις 11 Νοεμβρίου 1916 να στηρίξει ακόμη και δημοσίως το τελεσίγραφο της Entente, την εμπλοκή της στα εσωτερικά της Ελλάδας και τον λιμό που επέβαλλε στη Χώρα παρουσίασε τους Φιλελεύθερους ως ξενοκίνητους, βάθυνε το διχαστικό χάσμα και στέρησε τους Φιλελευθέρους την πλειοψηφική πολιτική στήριξη που απολάμβαναν ως τότε τουλάχιστον στην Παλαιά Ελλάδα.

Η Ελλάδα είχε καταστεί πεδίο δράσης των μυστικών υπηρεσιών των δύο εμπόλεμων που υπονόμευαν περαιτέρω την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας.»

Η εκδήλωση της φωτιάς: 30 Ιουνίου 1916

Στις 30 Ιουνίου του 1916, ημέρα Πέμπτη, στις 10:30 το πρωί μια μικρή φωτιά από το Κατσιμίδι με την βοήθεια του αέρα και της ξηρασίας επεκτάθηκε και κατέκαψε το μεγαλύτερο μέρος του Βασιλικού κτήματος του Τατοϊου και των πέριξ ιδιόκτητων μενιδιάτικων δασών.

Η φωτιά φούντωσε γρήγορα και οι χίλοι εύζωνοι και στρατιώτες που μεταφέρθηκαν με έκτακτο τρένο από την Αθήνα δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα.

Ήταν ο υπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Καλλάρης που επισκέφθηκε τον Βασιλιά για υπηρεσιακούς λόγους και που αντελήφθη την φωτιά.

Ο υπουργός διέταξε πάραυτα να σταλούν 300 στρατιώτες για την κατάσβεσή της. Πολύ σύντομα η φωτιά έλαβε μεγάλες διαστάσεις λόγω των πολλών πεύκων, αλλά και της καύσιμης ύλης που ήταν διάσπαρτη σε όλη την ευρύτερη δασική περιοχή και δημιουργήθηκε ένα πύρινο μέτωπο που έκαιγε ότι έβρισκε μπροστά του.

Λίγες ώρες μετά, ενδυναμωμένη από τον άνεμο που έπνεε, η πύρινη λαίλαπα κατέκαιγε το δάσος του Τατοΐου παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των στρατιωτών, πολλοί εκ των οποίων έπαθαν βαριά εγκαύματα.

Ο Ιωάννης Δασκαρόλης γράφει για την επιδείνωση της φωτιάς:

«Στις 18.00 η κατάσταση επιδεινώθηκε απότομα καθώς τα ανάκτορα κυκλώθηκαν από τρία πύρινα μέτωπα. Ο Καλλάρης απέστειλε 2 συντάγματα πεζικού και 500 ναύτες με αξίνες και φτυάρια για να περιορίσουν την πρόοδο της φωτιάς, αλλά ο συντονισμός όλων αυτών των δυνάμεων ήταν σχεδόν αδύνατος, ενώ και οι κληρωτοί στρατιώτες δεν είχαν ούτε τον κατάλληλο εξοπλισμό, αλλά ούτε και την σχετική εκπαίδευση για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

Πολλοί δε εξ αυτών είχαν διαταχθεί να προσέλθουν στην κατάσβεση φέροντες τον οπλισμό τους! Η κύρια προσπάθεια που γινόταν ήταν να δημιουργηθούν αντιπυρικές ζώνες περιμετρικά των ανακτόρων, αλλά η ταχύτητα της φωτιάς προλάβαινε όλες τις δραματικές προσπάθειες των στρατιωτών του Μηχανικού. Οι φλόγες φούντωναν και κατάκαιγαν τα πάντα στο πέρασμά τους.»

 

Ο κίνδυνος για τον Βασιλιά

Η πυρκαγιά αφάνισε σχεδόν ολόκληρη την βλάστηση του Τατοϊου και έκαψε πολλά βασιλικά κτίσματα, εγκαταστάσεις και ζώα του κτήματος.

Σχεδόν όλοι οι βασιλικοί αγριόχοιροι κάηκαν μαζί με δεκάδες βασιλικά ελάφια που βρέθηκαν καμένα και στοιβαγμένα στο συρματόπλεγμα του κτήματος πάνω στην προσπάθεια τους να γλιτώσουν από την φωτιά.

Η φωτιά εγκλώβισε, επίσης, τον βασιλιά Κωνσταντίνο με την συνοδεία του σε φάλαγγα τεσσάρων αυτοκινήτων, που κάηκαν, ενώ κάηκε επίσης και το ιστορικό και θρυλικό βασιλικό αυτοκίνητο των πολέμων του 1912-13.

Ο βασιλιάς λίγο έλειψε να καεί, σώθηκε όμως την τελευταία στιγμή από έναν εύζωνο και έναν δεκανέα που τον κουβάλησαν τραυματισμένο έξω από την φωτιά.

Κάηκε όμως ζωντανός ο οδηγός του βασιλιά δεκανέας Β. Γιαννούλης, Αθηναίος, αλλά και ο οδηγός της βασίλισσας στρατιώτης Χ. Κατωμέρης, Κερκυραίος που βρέθηκαν κοντά στους καμένους σκελετούς των αυτοκινήτων. Κοντά τους βρέθηκαν επίσης καμένοι και τρεις λεβέντες εύζωνοι του 1ου Συντάγματος που περνώντας μέσα από τις φλόγες προσπάθησαν να σώσουν τον βασιλιά τους και έτσι βρέθηκαν και εκείνοι δίπλα στα αυτοκίνητα.

Πολύ τραγικός ήταν ο θάνατος των τριών ανώτατων αξιωματικών της συνοδείας του βασιλιά. Ήταν ο συνταγματάρχης Επαμεινώνδας Δελλαπόρτας παιδικός φίλος του Κωνσταντίνου και διοικητής των μηχανοκίνητων των ανακτόρων, που αναγνωρίστηκε από το καμένο σπαθί του, ενώ ο Ηλίας Χρυσοσπάθης Διοικητής της ασφαλείας του βασιλέως, αναγνωρίστηκε από το λιωμένο χρυσό ρολόι που φορούσε, την ίδια δε μοίρα είχε και ο υπολοχαγός του Μηναχικού Θεόδωρος Κουλουμόπουλος.

Συνολικά οι απώλειες ήταν έντεκα στρατιωτικοί και ίσως μερικοί υπάλληλοι του κτήματος. Αξιοσημείωτο είναι ότι κάηκε και κατέρρευσε μέσα σε έκρηξη και ο Πύργος στο Ρολόι, όπου στεγαζόταν το μικρό αρχαιολογικό και ζωολογικό μουσείο του βασιλέως Γεωργίου’ εκεί είχαν μεταφερθεί ευρήματα από όλο το Τατόι όπως π.χ. τα αρχαιολογικά ευρήματα του Μύντερ από την ανασκαφή στην Μεγάλη Βρύση ή Τζούμπα Πετράκη ή Τύμβο του Σοφοκλή όπως λέγεται σήμερα.

Εμπρησμός εκ προμελέτης;

Η έκρηξη στον Πύργο συνέβη όταν η φωτιά έφτασε στις φιάλες με το οινόπνευμα μέσα στο οποίο εσυντηρούντο ζώα και ερπετά του κτήματος. Λίγες μέρες μετά τη φωτιά χωρικοί πωλούν στη αγορά της Αθήνας, ψητά από τη πυρκαγιά μπούτια ελαφιών και ψητούς λαγούς… Οι φήμες για εμπρησμό εκ προθέσεως δεν αποδείχτηκαν ποτέ…

Τον επόμενο μήνα, το ίδιο το κτήμα του Τατοίου έβγαλε σε δημοπρασία τα καυσόξυλα του κτήματος. Η χαρά εξαφανίστηκε από το Τατόι για πολύ καιρό. Ο Κωνσταντίνος σε λιγότερο από ένα χρόνο θα εξοριζόταν και θα αναλάμβανε βασιλιάς ο μοιραίος Αλέξανδρος.

Η φωτιά συνέχισε τις νυχτερινές ώρες να καίει τα πάντα στο διάβα της και να κινείται προς δύο κατευθύνσεις και προς το ρέμα της Χελιδονούς και προς την Πάρνηθα.

Την διεύθυνση των δυνάμεων κατάσβεσης ανέλαβε ο ικανός αξιωματικός Αναστάσιος Χαραλάμπης μετά από παραίνεση της Βασίλισσας Σοφίας.

Ο Χαραλάμπης στα απομνημονεύματά του περιγράφει την χαώδη κατάσταση που παρέλαβε. Στον δρόμο προς το Τατόι συνάντησε ένα ανάμεικτο πλήθος από χωρικούς, στρατιώτες που συμμετείχαν στην κατάσβεση, κάρα, υδραντλίες, εθελοντές και απλούς πολίτες που δεν ήξεραν προς ποιά κατεύθυνση να κινηθούν. Πολλές ομάδες εθελοντών πυροσβεστών και στρατιωτών κατευθύνονταν όπου έβλεπαν φλόγες μέσα στη νύχτα αλλά αυτό τους έβαζε σε πολύ μεγάλο κίνδυνο και πολλοί εξ αυτών εγκλωβίστηκαν μέσα στις φλόγες.

Την επομένη στράφηκε προς τα Κιούρκα και την Κηφισιά αποτεφρώνοντας μεγάλες δασικές εκτάσεις για να κατασταλεί τις απογευματινές ώρες της 2ας Ιουλίου 1916.

Το τέλος μιας εποχής

«Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδότησε το τέλος της χρυσής εποχής του δάσους του Τατοΐου, καθώς κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, κάηκαν κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο Γεώργιος Α΄ είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, αλλά και σχεδόν όλο το παλιό ανάκτορο και πολλά βοηθητικά κτήρια», γράφει ο Ιωάννης Δασκαρόλης.

Και συνεχίζει ο ιστορικός:

«Το τραγικό συμβάν και οι νεκροί που θυσιάστηκαν, βύθισε στο πένθος την βασιλική οικογένεια, αλλά και τον ίδιο τον Κωνσταντίνο που σε συνδυασμό με τις πιέσεις που δεχόταν από την Αντάντ, ένιωθε πλέον να δύει το άστρο του.

Οι αντιβενιζελικοί και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος πίστεψαν ότι η φωτιά ήταν εμπρησμός που έγινε από τις συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες σε συνεργασία με βενιζελικούς πράκτορες. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος διαβεβαίωσε τον Ιταλό πρέσβη Μποσδάρι ότι η φωτιά ήταν εμπρησμός και ο οργανωτής της ήταν ένας Γάλλος μηχανικός, χωρίς πάντως να αποδειχθεί η να βρεθούν απτές ενδείξεις για κάτι τέτοιο.

Σύμφωνα με φήμες που κυκλοφόρησαν ευρέως, οι Αγγλικές μυστικές υπηρεσίες οργάνωσαν την δηλητηρίαση του Βασιλιά ταυτόχρονα με τον εμπρησμό της Δεκέλειας ώστε να μην καταφέρει να επιζήσει.

Πάντως σε μεταγενέστερη μαρτυρία του, ο Άγγλος επικεφαλής των Μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα Compton Mackenzie υποστήριξε ότι δεν υπήρξε ανάμειξη του ίδιου η των πρακτόρων του στην φωτιά που κατέκαψε το Τατόι.

Στις 24 Οκτωβρίου 1916 εκδόθηκε βούλευμα του συμβουλίου των πλημμελειοδικών που ζήτησε να διεξαχθούν περαιτέρω έρευνες για το ζήτημα καθώς πιθανολογούσε ότι ήταν εμπρησμός. Οι έρευνες αυτές δεν έγιναν ποτέ λόγω των δραματικών γεγονότων που ακολούθησαν και της εκθρόνισης του Βασιλιά Κωνσταντίνου από τους Συμμάχους.»

 

Εφιαλτική νύχτα σε Βαρυμπόμπη, Τατόι και Θρακομακεδόνες - Αγωνιώδης μάχη με τις φλόγες - Πάνω από 300 απεγκλωβισμοί πολιτών

Δείτε και το κείμενο του Πλάτωνα Ροδοκανάκη στο Έθνος της 3ης Ιούλη του 1916

«Θα περάσουν πολλές μέρες για να συνέλθουν οι φίλοι του πρασίνου, από τον σπαραγμόν της εκατόμβης του Τατοΐου.

Ένα από τα ωραιότερα δάση της Ελλάδος, ο παράδεισος της Αττικής, έλατα και πεύκα μοναδικής ομορφιάς, είτε τον χειμώνα υψούντο προς το στερέωμα κατάφορτα από τας χιονοστιβάδας, είτε το καλοκαίρι εσκόρπιζαν την δροσιά και τα ζωογόνα τους αρώματα εις την βασιλικήν έπαυλιν, έγινε καπνός, στάχτη, κάρβουνο.

Εκεί, όπου χθες ακόμη εκελαϊδούσαν τα αηδόνια και η φλογέρα του τσομπάνη ετόνιζεν ύμνους εις τον Πάνα, ένα παχύ στρώμα πυρακτωμένων υλών, κάτι τι σαν λάβα μετά έκρηξιν ηφαιστείου, θα απλώνει για χρόνια πολλά, την απελπισίαν της ερημώσεώς της. Μοναδική και αυτή η ατυχία της ελληνικής φύσεως.

Καίεται μόνη της από τα φλογερά βέλη, που εκτοξεύει ο Φοίβος κάθε τέτοιαν εποχήν; Αναφλέγονται τα δάση από σπίθες οι οποίες κυκλοφορούν εις τας φλέβας των ρητινοφόρων οργανισμών του;

Είναι τάχα η αστοργία και η έλλειψις μορφώσεως κουτοπόνηρων χωρικών η αιτία, η οποία σήμερα το ένα και αύριον το άλλο, υπόσχεται να μαδήσει σύρριζα όλα τα δάση της χώρας αυτής, για να την μεταβάλει εις μίαν πετραίαν Αραβίαν ή και κάτι απελπιστικώτερον;

Και θα υπάρχει μεγαλειτέρα ειρωνεία αυτής, η οποία αφ’ ενός μεν δια της Φιλοδασικής Εταιρίας προσπαθεί να φυτεύσει μερικά δενδράκια, εδώ και εκεί, ενώ από το άλλο μέρος η φλόγα απλώνει τα κόκκινα δρεπάνια της και ξυραφίζει βουνά ολόκληρα; Τι θα απογίνει λοιπόν; Την ερώτησιν αυτήν είχον εκ συμπτώσεως αποτείνει φίλαι κυρίαι προς τον κ. Πέτρον Καλλιγάν, ήδη υπουργόν της Εθνικής Οικονομίας. Προ ολίγων ημερών κάποιο άλλο δάσος εκαίετο. Η κυρίες εφώναζαν: να τους τουφεκίζουν όλους αυτούς, οι οποίοι βάζουν φωτιά εις τα πεύκα, για να μεταβάλουν το δάσος εις βοσκήν.

Ο κ. υπουργός εφάνη φρονών ότι αι δρακόντιαι τιμωρίαι δεν θα είναι δυνατόν να εφαρμόζονται. Πρέπει όμως να ψηφισθούν ποιναί αυστηραί και οι δικαστές εις παρομοίας περιστάσεις να αναδεικνύωνται αμείλικτοι. Αλλά και πάλιν, με την σημερινήν κατάστασιν, είχε παρατηρήσει ο κ. υπουργός, η σύλληψις των εμπρηστών δεν είναι εύκολος.

Φύλακες, δασοφύλακες δηλαδή, δεν υπάρχουν, των οποίων αποστολή θα ήτο να προλαμβάνουν και τας αυτομάτους κατά το θέρος αναφλέξεις. Έχουν φέρει οι προηγούμενες κυβερνήσεις Αυστριακόν οργανωτή, εκπονήσαντα πολύ καλόν σχέδιον για την συντήρησιν των δασών μας. Αλλά ο πρώτος όρος του σχεδίου του απαιτεί να σκορπισθώσιν εις όλη την Ελλάδα, κατ’ ελάχιστον όριον, τρεις χιλιάδες δασοφύλακες, ενώ εκείνοι που διαθέτει το Δημόσιον, δεν φθάνουν παρά μόνον τους τριακοσίους!

Όλα λοιπόν, καθώς βλέπετε, είναι ζητήματα χρήματος, αυτό σαν να ηθέλησε να μας τονίσει ο κ. υπουργός. Φαντασθήτε δε αντίληψιν διοικήσεως ενός τόπου, ο οποίος για να εξοικονομήσει μισθοδοσίαν δυο χιλιάδων δασοφυλάκων, βλέπει το ένα μετά το άλλο να εξαφανίζονται τα δάση του…»

Tags
Back to top button