Τα αιματογεννημένα βότανα βρίσκονται παντού μέσα στην ελληνική παράδοση, στους μύθους και τους θρύλους αυτού του λαού από τα αρχαία χρόνια ακόμη. Για παράδειγμα, στη Σύμη φυτρώνει ένα αγκάθι, που ο χυμός του στάζει κόκκινος σαν αίμα. Οι ντόπιοι ονομάζουν το αγκάθι αυτό “αίμα του Χριστού” και με το χυμό του χαράζουν έναν σταυρό επάνω στο μέτωπο των παιδιών, για να διώξουν από αυτά κάθε ασθένεια.
Οι βοτανολόγοι λένε πως το περίεργο αυτό αγκάθι είναι η ατρακτυλίς των αρχαίων, που την αναφέρει και ο ιατρός Αέτιος. Σε άλλα ελληνικά νησιά συνηθίζουν να το αποκαλούν “φόνο”, γιατί σταλάζει υγρό σαν το αίμα.
Ο Μιχαήλ Λάμπρος στην πραγματεία του “Οι εξ αίματος βροχές” έγραφε πως υπάρχει στην Ελλάδα ένα έντομο που λέγεται φαινήεσσα και είναι ουσιαστικά ένα είδος πεταλούδας, που αποκαλείται επιστημονικά Βανέσα του Κάδρου (Vanessa cardui) ή κοινώς “Βαμμένη Κυρία”.
Αυτή η εντυπωσιακή πεταλούδα έχει την εξής παράδοξη ιδιότητα: όταν από χρυσαλλίδα μεταμορφώνεται σε ζωντανό πλάσμα, αφήνει πάνω στα αγκάθια ένα κοκκινωπό υγρό. Όταν εκκολαφθούν πολλά τέτοια έντομα στα ίδια αγκάθια, τα έντομα αυτά φαίνονται σαν να είναι ραντισμένα με αίμα. Έτσι, γεννήθηκαν στον λαό οι θρυλούμενες βροχές του αίματος και ριζώθηκαν ως δεισιδαιμονίες.
Στην Ανάφη, το άγνωστο αυτό μικρό κόσμημα των Κυκλάδων, υπάρχει μια άλλη παράδοση για τα κοκκινωπά αυτά στίγματα. Επειδή η “Βαμμένη Κυρία” τρώει τα γαϊδουράγκαθα, είναι φυσικό να φαίνονται επάνω τους πιο έντονα τα στίγματα.
Αφηγούνται, λοιπόν, οι Αναφιώτες ότι τον καιρό που ο Ιησούς καθόταν πάνω στη ράχη του γαϊδάρου, κατά το Ευαγγέλιο, και πορευόταν προς τα Ιεροσόλυμα, στον δρόμο το ζωντανό βρήκε γαϊδουράγκαθα και θέλησε να φάει. Ο Ιησούς, τότε, σύμφωνα με την παράδοση, ξεπέζεψε και τα αγκάθια τρύπησαν τα πόδια του. Οι σταγόνες του θείου αίματος ράντισαν τα φύλλα τους, τα οποία έπεσαν αμέσως καταγής.
Όταν, μάλιστα, συμβεί τα αγκάθια να χάσουν τα φύλλα τους στην Ανάφη ή να βγάλουν κοκκινωπές βούλες, εξηγούν ως κακό οιωνό το φαινόμενο και λένε ότι θα γίνει καταστροφή στα σπαρτά και στα αμπέλια. Γι’ αυτό, τότε, κάνουν προσευχές και λιτανείες, για να ξορκίσουν το κακό.
Το παράδοξο είναι ότι ανάλογες προλήψεις για αιματόχρωμα φυτά είχαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Ένα άγριο κρίνο, που έφερε ερυθρές ραβδώσεις, το άσσαρο, οι αρχαίοι το αποκαλούσαν “αίμα του Άρεως”.
Ένα άλλο παρεμφερές φυτό, η χαμαιπίτυς, το έλεγαν “αίμα της Αθηνάς”, ενώ τον κρόκο (τη ζαφορά) τον έλεγαν “αίμα του Ηρακλή”. Επίσης, “αίμα του Κρόνου” ονόμαζαν το κενταύριο με τα άλικα άνθη του και “αίμα του Ερμή” ονόμαζαν την αγριομέντα με τα ερυθρά κοτσάνια της.
Άλλωστε, η δοξασία ότι από χυμένο στη γη ανθρώπινο αίμα φύτρωναν φυτά και άνθη είναι πολύ παλιά. Κατά τον ποιητή Βίωνα, από το αίμα του όμορφου Αδώνιδος φύτρωσε το ρόδο. Λέει δηλαδή ο θρύλος πως ένας κάπρος χτύπησε με τον χαυλιόδοντά του τον Άδωνι στα πλευρά. Το αίμα έτρεξε ποτάμι και ο Άδωνις έπεσε νεκρός, αλλά στο μέρος εκείνο φύτρωσαν οι πρώτες τριανταφυλλιές, που την άνοιξη στολίστηκαν με πορφυρά εκατόφυλλα. Η Αφροδίτη, κλαίγοντας τον χαμό του ωραίου της φίλου, πότιζε τη γη με τα δάκρυά της, από τα οποία ξεπρόβαλαν οι ανεμώνες.
Επίσης, όταν ο Ορφέας κατασπαράχθηκε στο Παγγαίο Όρος από τις Μαινάδες της Θράκης, από το αίμα του αναφάνηκε ένα φυτό, που ο λαός το αποκαλεί “κιθάρα”. Κι όταν τελούνταν τα Διονύσια, το φυτό αυτό έβγαζε ήχους κιθάρας.
Από τον μύθο του Προμηθέα βλάστησε το ακόνιτο, που θεωρείται δηλητηριώδες. Σε μια άλλη παραλλαγή του μύθου αναφέρεται πως μια μέρα, ο Κέρβερος, ο φοβερός και τρομερός φύλακας του Άδη, ανέβηκε πάνω στη γη. Αλλά, μην μπορώντας να υποφέρει τις αχτίδες του ήλιου, εξέμεσε κι έτσι, φύτρωσε το επικίνδυνο ακόνιτο.
Ο ευωδιαστός υάκινθος κρύβει τον δικό του μύθο. Ο Υάκινθος, ο γιος του βασιλιά Αμύκλα, είχε δύο θεούς που τον συμπαθούσαν και ανταγωνίζονταν για την εύνοιά του: τον Απόλλωνα και τον Ζέφυρο.
Μια μέρα, λοιπόν, που ο έφηβος Υάκινθος έπαιζε με τον φίλο του τον Απόλλωνα, ρίχνοντας τον δίσκο, ο Ζέφυρος ζήλεψε για την προτίμηση και θέλησε να εκδικηθεί. Έτσι, φυσώντας με ορμή από τον Ταΰγετο, έφερε τον δίσκο, που τον είχε ρίξει ο Απόλλωνας, στο κεφάλι του παλικαριού και το ωραίο βασιλόπουλο έπεσε νεκρό, μέσα σε λίμνη αίματος.
Ο Απόλλωνας θρήνησε γοερά τον άδικο θάνατό του και από το αίμα του έκανε τη γη να αναδώσει το ομώνυμο άνθος, του οποίου τα πέταλα παρίσταναν το γράμμα Υ. Τον μύθο αυτόν τον συναντάμε στους “Διαλόγους των Θεών” του Λουκιανού.
Περίεργοι είναι και οι θρύλοι για δέντρα που φυτρώνουν σε τάφους ή σε τόπους όπου πέθαναν άνθρωποι, για τους οποίους πιστεύεται ότι η ψυχή τους μπήκε μέσα στο δέντρο.
Ο θεός Ήλιος, αναφέρει σχετικά η μυθολογία, αγαπούσε τη βασιλοπούλα Λευκοθέη και κατέβαινε κάθε δειλινό στη γη και τη συναντούσε. Η αδελφή της, όμως, το μαρτύρησε στον πατέρα της τον Ορχομένιο κι ο σκληρός αυτός βασιλιάς την έθαψε ζωντανή.
Αλλά ο Ήλιος έκανε να βγει από τον τάφο της “δέντρο λιβανοφόρο” και τη φθονερή αδελφή της τη μεταμόρφωσε στο γνωστό άνθος ηλιοτρόπιο, που έχει το κίτρινο χρώμα του φθόνου και διαρκώς στρέφεται προς το μέρος του, σα να του ζητάει συγγνώμη.
Για τη μυρσίνη, πάλι, υπάρχει ο ακόλουθος αρχαίος θρύλος:
Η Μυρσίνη ήταν μια χαριτωμένη Αθηναία κόρη, που αγαπούσε πολύ να συχνάζει στα γυμναστήρια και στα στάδια και να στεφανώνει τους νικητές με χλωρά στεφάνια. Κάποτε, όμως, οι νικημένοι αγανάκτησαν, έπεσαν πάνω της και τη σκότωσαν. Αλλά η Αθηνά, που αγαπούσε τη Μυρσίνη, τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο φυτό.
Για το κυπαρίσσι, λεγόταν το εξής: ο Ετεοκλής είχε τρία ωραία, λυγερόκορμα κορίτσια, που αγαπούσαν τον χορό και λικνίζονταν αιθέρια. Μια φεγγαρόλουστη νύχτα, χορεύοντας έξω προς τιμήν των θεών, έπεσαν μέσα σ’ έναν γκρεμό και σκοτώθηκαν. Όμως, η ίδια η Γη που τις λυπήθηκε, φανέρωσε μέσα από το βάραθρο τρία ευθυτενή κυπαρίσσια, που ήταν τα πρώτα που είδε ποτέ μάτι ανθρώπου.
Στον τάφο του Μενοικέως, που αυτοκτόνησε, φύτρωσε μια ροδιά και στον τάφο του Αμύκου, που σκοτώθηκε, μια ροδοδάφνη.
Ο Βιργίλιος αναφέρει τον ακόλουθο σχετικό θρύλο: Όταν ο Αινείας έκανε θυσίες στους θεούς στην ακτή της Θράκης, θέλησε να βγάλει από το έδαφος κλάδους μυρτιάς, για να στολίσει τον βωμό. Όταν τράβηξε το πρώτο κλαδί, κόβοντας τις ρίζες του, είδε να στάζουν σταλαγματιές από μαύρο αίμα. Όταν, με περισσότερη ορμή, έσπασε με δύναμη το δεύτερο και κατόπιν, το τρίτο κλαδί, ακούστηκε από τα έγκατα του πλανήτη ένας θρηνώδης σπαραγμός και μια φωνή που του έλεγε:
-Αινεία, γιατί με σπαράζεις; Σεβάσου τον τάφο μου, φύγε! Είμαι ο Πολύδωρος, ο γιος του Πριάμου, τον οποίο αδίκως φόνευσε ο βασιλεύς των Θρακών, ο Πολυμήστωρ.
Κατά τους θρύλους, φυτά και άνθη φύτρωσαν και από γάλα που χύθηκε στη γη. Ο Ζευς, όταν απέκτησε τον γιο του τον Ηρακλή από την Αλκμήνη, θέλοντας να τον κάνει αθάνατο, τον έφερε κοντά στον μαστό της κοιμισμένης Ήρας, για να βυζάξει από το γάλα της θεάς. Μα, όταν το βρέφος χόρτασε, ξεκόλλησε το στόμα του απότομα από το στήθος της θεάς και άφθονο γάλα απλώθηκε στον ουρανό και σχημάτισε τον λεγόμενο Γαλαξία και όσο χύθηκε στη γη, έκανε να βλαστήσουν κατάλευκα κρίνα.
Στα Ιεροσόλυμα, τέλος, σώζεται μια παράδοση που λέει ότι μέσα στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, από σταλαγμό γάλακτος της Παναγίας, ο τόπος έγινε κατάλευκος σαν το χιόνι. Κι όσες γυναίκες δεν είχαν γάλα να θηλάσουν τα μωρά τους, έριχναν ελάχιστο χώμα από το έδαφος του Σπηλαίου μέσα στο νερό τους κι αποκτούσαν έτσι άφθονο γάλα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 16/04/1931…