Την εποχή εκείνη στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βρισκόταν ο Βασίλειος Α' ο Μακεδών, ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας. Οι σεισμολόγοι στις μέρες μας υπολόγισαν ότι ο σεισμός ήταν μεγέθους 6,6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εντάσεως 8 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι.
Ο βυζαντινός συγγραφέας Νικήτας Παφλαγών (περίπου 885 - μέσα του 10ου αι.) χαρακτήρισε τον σεισμό «φρικωδέστατο» και ανέφερε ότι πολλές εκκλησίες, φρούρια και σπίτια γκρεμίστηκαν, ενώ μεγάλος αριθμός ανθρώπων και ζώων σκοτώθηκε. Ο ναός της Αγίας Σοφίας ρηγματώθηκε σε πολλά μέρη, ενώ κατέπεσε ο μεγάλος τρούλος του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τω Σίγματι.
Την ώρα εκείνη στο ναό ετελείτο θεία λειτουργία. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο τρίχρονος Λέων, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Λέων ΣΤ' ο Σοφός, που σώθηκε από τύχη αγαθή. Τον σεισμό φαίνεται να είχε προβλέψει ο βυζαντινός λόγιος Λέων ο Μαθηματικός ή Φιλόσοφος (περίπου 790 - μετά το 869), ο οποίος διακρινόταν για τις αστρολογικές του προβλέψεις.
Το γεγονός του μεγάλου σεισμού της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται και σε κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων, αλλά με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου.
Η μνήμη του σεισμού έχει περιληφθεί στο εορτολόγιο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και τιμάται κάθε χρόνο στις 9 Ιανουαρίου.