
Σε μια ιδιαίτερα αιχμηρή παρέμβαση, ο ομοσπονδιακός πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, υπογράμμισε ότι η Ευρώπη δεν απειλείται απλώς από πόλεμο, αλλά βρίσκεται ήδη εν μέσω ενός πραγματικού πολέμου. Κατηγόρησε ευθέως τη Ρωσία για την αποδόμηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, εξαιτίας της εισβολής στην Ουκρανία.
Μιλώντας στο πλαίσιο της καθιερωμένης θερινής του συνέντευξης στο δεύτερο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης (ZDF), ο κ. Σταϊνμάιερ τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας στη Γερμανία. Επισήμανε ότι η χώρα οφείλει να εξάγει δικά της συμπεράσματα από την παραβίαση του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της Ρωσίας και να ενισχύσει την άμυνά της, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο πρόεδρος υποστήριξε ότι η μεταβαλλόμενη κατάσταση ασφαλείας απαιτεί ενίσχυση του προσωπικού της Bundeswehr, κάτι που, όπως τόνισε, δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με εθελοντική στράτευση. Η υποχρεωτική θητεία, σύμφωνα με τον ίδιο, αποτελεί αναγκαίο μέτρο για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας.
Παράλληλα, ο κ. Σταϊνμάιερ ανέδειξε τη σημασία της συνεργασίας με τους ευρωπαίους εταίρους και τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, χαρακτηρίζοντας επιτυχή τη σύνοδο κορυφής της Συμμαχίας. Όπως δήλωσε, η ενίσχυση της ασφάλειας δεν αποσκοπεί στην πρόκληση πολέμου, αλλά στην αποτροπή του.
Αναφερόμενος στην κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ο Γερμανός πρόεδρος παραδέχθηκε τη στενή σχέση του με την ισραηλινή ηγεσία, αλλά υπογράμμισε την ανάγκη βελτίωσης της ανθρωπιστικής κατάστασης στη Λωρίδα της Γάζας. Τόνισε ότι η Γερμανία, ως φίλος και εταίρος του Ισραήλ, έχει την ευθύνη να προωθήσει σχετικό διάλογο με την ισραηλινή κυβέρνηση.
Σε ό,τι αφορά την ισραηλινή επίθεση κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, ο κ. Σταϊνμάιερ επέρριψε ευθύνες και στις Ηνωμένες Πολιτείες, επικρίνοντας την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να αποσυρθεί από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Όπως σημείωσε, η συμφωνία εκείνη είχε αποτρέψει την ανάπτυξη πυρηνικών δυνατοτήτων από το Ιράν, ενώ η ακύρωσή της οδήγησε σε περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή.