O εκρηκτικός συνδυασμός της ανεργίας και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος έχει αρνητικές επιδράσεις στη δυνατότητα των νοικοκυριών να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.
Χαρακτηριστικό της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η πολύ μεγάλη αύξηση εκείνων που αδυνατούν να καλύψουν έκτακτες δαπάνες, το ποσοστό των οποίων αυξάνεται από 28,2% το 2010 σε 53,4% το 2015. Η μεγάλη αυτή αύξηση απορρέει αφενός από τη σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και αφετέρου από την κατάρρευση των αποταμιεύσεών τους.
Στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ αποτυπώνεται η δυσκολία των ελληνικών νοικοκυριών να τα βγάλουν πέρα ενώ τονίζεται ότι το ποσοστό της φτώχειας βρίσκεται στο 48% ενώ ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από το 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015.
Ένας στους πέντε Έλληνες εμφανίζει σοβαρά προβλήματα διαβίωσης, ενώ σοβαρά προβλήματα διαβίωσης αντιμετωπίζει και το 15,9% των εργαζομένων όταν το αντίστοιχο ποσοστό πριν πέντε χρόνια ήταν κάτω του 10%.
Το ποσοστό φτώχειας στους μισθωτούς εργαζομένους αυξήθηκε σημαντικά μετά το 2011, και το 2015 βρίσκεται κοντά στο 18%. Όσον αφορά τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, εμφανίζουν αύξηση στο ποσοστό φτώχειας μέσα στην κρίση με εξαίρεση τους συνταξιούχους, οι οποίοι παρουσιάζουν μείωση της τάξης των 2,2 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2010-2015. Το γεγονός ότι οι συνταξιούχοι αποτελούν μια από τις πολυπληθέστερες κοινωνικές ομάδες συνέβαλε σημαντικά στη συγκράτηση του συνολικού ποσοστού φτώχειας.
Αυξανόμενο είναι επίσης και το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που εμφανίζει καθυστερήσεις στην πληρωμή τόκων και ενοικίων (από 10,2% το 2010 σε 14,3% το 2015). Τέλος, γενικευμένα χαρακτηριστικά φαίνεται να αποκτά η αδυναμία πληρωμής λογαριασμών ΔΕΚΟ στην ώρα τους, καθώς το ποσοστό αυξάνεται από 18,8% το 2010 σε 42% το 2015.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που εμφανίζει αδυναμία επαρκούς θέρμανσης της οικίας τους αυξάνεται από 15,4% το 2010 σε 29,2% το 2015. Αντίστοιχα στις χώρες της ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό παραμένει σταθερό και χαμηλότερο του 10%. Αύξηση εμφανίζει και το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που αδυνατούν να καταναλώσουν γεύμα με κρέας, ψάρι ή κοτόπουλο κάθε 2η μέρα από 7,9% το 2010 σε 12,9% το 2015, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ εμφανίζει σταθερότητα σε επίπεδα κάτω του 9%.
Συμπερασματικά, προκύπτει πως οι πολιτικές λιτότητας επέφεραν δραματική επίπτωση στους όρους διαβίωσης των ελληνικών νοικοκυριών, γεγονός που αποτυπώνεται στη μεγάλη μείωση την οποία εμφανίζει το κατώφλι σχετικής φτώχειας στα 4.500 ευρώ (από 7.170 ευρώ το 2010) και στο ισχνό ποσοστό νοικοκυριών που μπορεί να αποταμιεύσει και το οποίο εκτιμάται στο 1,5% του συνόλου.
Στο γράφημα αποτυπώνεται το ποσοστό του πληθυσμού στην Ελλάδα που αδυνατεί να καλύψει συγκεκριμένες ανάγκες (2010-2015)
Στο γράφημα αποτυπώνεται το ποσοστό του πληθυσμού στην ΕΕ που αδυνατεί να καλύψει συγκεκριμένες ανάγκες (2010-2015)