«…Η πρώτη μου μάχη είναι στο Καρπενήσι. Ξέρω ότι αμύνομαι, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν, απέναντί μου όμως είναι ο εχθρός. Σημαδεύω και πυροβολώ. Φοβάμαι. Καταλαβαίνω στο πρόσωπο του διπλανού μου τι σημαίνει σύντροφος».
Η καπετάνισσα του ΕΛΑΣ, Μαρία Φέρλα Μπέικου, γεννήθηκε στην Ιστιαία της Εύβοιας, το 1925. Ήταν ένα κορίτσι φιλάσθενο και οι γονείς του το είχαν περιορισμένο μέσα στο σπίτι. Ο πατέρας της είχε ένα παντοπωλείο και δεν είχε οικονομική άνεση. Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου τη βρήκε ο πόλεμος.
Από μαθήτρια ακόμα, είχε μέσα της ανεπτυγμένο το αίσθημα της ελευθερίας.
«Εγώ θα πολεμήσω»
Όταν ξέσπασε η ιταλική κατοχή, η πρώτη πράξη αντίστασης στην οποία προέβη μαζί με τους συμμαθητές της, ήταν να στεφανώσουν το ηρώο στην κεντρική πλατεία της Ιστιαίας. Η «Αλληλεγγύη», ήταν η πρώτη αντιστασιακή ομάδα στην οποία είχε ενταχθεί. Ακόμα δεν υπήρχε η ΕΠΟΝ. Σκοπός τους ήταν να συγκεντρώσουν ρούχα, χρήματα και τρόφιμα για τους πρώτους αντάρτες που είχαν στρατοπεδεύσει στα βουνά. Αυτό μέχρι το 1943. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους, δημιουργήθηκε η «Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων» (ΕΠΟΝ). Εκεί οργανώθηκε ως νέα, με αποστολή να οργανώσει την αντίσταση μαζί με άλλους νέους της ίδιας ηλικίας. Δεν ήταν ούτε 17 ετών.
Οργάνωναν τον κόσμο, κατά του κατακτητή, γυρνώντας ακόμα και τα γύρω χωριά. Αφού τελείωσε το σχολείο, μαζί με τον αδερφό της, οι γονείς τους ήθελαν να τους σπουδάσουν. Επιθυμία της μητέρας της ήταν να γίνει οδοντίατρος ή γενική ιατρός. Εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχαν εισαγωγικές εξετάσεις για τις σχολές. Αρκούσε μια απλή εγγραφή. Αν και δεν ήταν καθόλου μέσα στα ενδιαφέροντα της, αναγκάστηκε να υπακούσει στο θέλημα της μητέρας της.
Το δικό της όνειρο, ήταν να ασχοληθεί με την Τέχνη. Ο αδερφός της έφυγε πρώτος για την Αθήνα, με σκοπό να κάνει τις εγγραφές στην Ιατρική. Λίγες εβδομάδες αργότερα έφτασε και η Μαρία στην πρωτεύουσα. Το πρώτο της μέλημα, ήταν να βρει τον αδερφό της. Μάταια όμως. Δεν έβρισκε κανένα σημάδι ζωής για μέρες. Έτσι ο «σύνδεσμος» της από την Ιστιαία, την παρέπεμψε στον αντίστοιχο «σύνδεσμο» της Αθήνας, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος
Μέχρι που το κακό προαίσθημα του πατέρα, τον οδήγησε στην Αθήνα. Όταν ενημερώθηκε από την κόρη του, απευθύνθηκε στις φυλακές Χατζηκώστα, όπου κρατούνταν ο γιος του και με έναν τενεκέ λάδι και κάποιες λίρες, κατάφερε να τον αποφυλακίσει. Αμέσως μετά, η Μπέικου μεταφέρθηκε βαριά άρρωστη στο νοσοκομείο.
Η απόφαση του πατέρα τους, από εκείνη τη στιγμή ήταν αμετάκλητη. «Δεν θέλω ούτε πτυχία, ούτε τίποτα. Θα γυρίσετε πίσω στην Ιστιαία».
Τα δυο αδέρφια, που ήταν οικονομικά εξαρτημένα από τους γονείς, δεν είχαν άλλη επιλογή. Η βαναυσότητα του πολέμου όμως είχε αναστατώσει την 17χρονη τότε Μπέικου. Δεν μπορούσε να μένει αμέτοχη, όταν έβλεπε τον κόσμο γύρω της να πεθαίνει από την πείνα.
Όπως είχε εξομολογηθεί η ίδια σε συνέντευξη της: Η σκέψη μου ήταν μια. Είπα, εγώ θα πολεμήσω ο κόσμος να χαλάσει
Για να καταφέρει όμως να ενταχθεί στον ΕΛΑΣ, έπρεπε να έχει υπογεγραμμένη άδεια από τους γονείς της. Όσο και να παρακάλεσε δεν κατάφερε τίποτα. Ο φόβος τους ήταν τόσο μεγάλος, που αρνούνταν και να την ακούσουν.
Τελικά, πλαστογράφησε την υπογραφή του πατέρα της, και με δυο ακόμα κοπέλες έφυγαν με προορισμό τη Ρούμελη. Μέχρι το Καρπενήσι, έφτασαν με τα πόδια.
Η 17χρονη καπετάνισσα
Εκεί υπήρχε η 13η μεραρχία. Όταν έφτασαν τις τοποθέτησαν στη διμοιρία. Καθοδηγητής τους ήταν ο Γεωργουλάς, μετέπειτα σύζυγος της Μαρίας. Επειδή ήταν η μοναδική από τις κοπέλες που ήξερε γράμματα, την έβαλαν καπετάνισσα στη διμοιρία. Η ένοπλη δράση ξεκίνησε αμέσως. Το βάπτισμα του πυρός, το πήραν ύστερα από μια μεγάλη επίθεση των Γερμανών, που τελικά έκαψαν το Καρπενήσι.
Παράλληλα με τους ένοπλους αγώνες, οι γυναίκες τις διμοιρίας συνέχιζαν τον αγώνα τους από χωριό σε χωριό ώστε να συντηρήσουν τον αγώνα κατά του κατακτητή. Δεν υπήρχαν πόροι από πουθενά. Ρούχα, παπούτσια και οπλισμό κατάφερναν να πάρουν από τα πτώματα των εχθρών. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν μεγάλη. Βοηθούσαν με κάθε τρόπο τον αγώνα. Αρκετές από τις συντρόφισσες της νεαρής καπετάνισσας, δεν ήξεραν να διαβάζουν. Έτσι η Μαρία, ανέλαβε να τους μάθει γραφή και ανάγνωση.
Τα συγκρατημένα συναισθήματα και η διάλυση του ΕΛΑΣ
Οι σχέσεις μεταξύ επονιτών και επονιτισών ήταν υποδειγματικές. Υπήρχε στρατιωτική πειθαρχία και δεν αναπτύσσονταν ειδύλλια. Κάθε συναίσθημα που μπορεί να υπέβοσκε, έμενε καλά κρυμμένο μέχρι την απελευθέρωση. Το ίδιο συνέβη και με τον Γεωργουλά. Το σκίρτημα υπήρχε από την πρώτη στιγμή, αλλά για καιρό το μόνο που έκαναν ήταν να μάχονται κατά των Γερμανών και των Ιταλών. Μετά την απελευθέρωση το 1944, η Μπέικου μαζί με τις συντρόφισσες της, έκοψαν τις κοτσίδες τους, που είχαν ορκιστεί να τις κρατήσουν μέχρι την απελευθέρωση και παρέλασαν στη Λαμία.
Ήταν μια στιγμή που γέμισε τον Βελουχιώτη περηφάνια και σεβασμό προς τις επονίτισες, που μέχρι τη μάχη του Καρπενησίου δεν ήθελε οι γυναίκες να κρατούν όπλο. Δυο μήνες μόνο κράτησε η χαρά. Ήρθαν τα Δεκεμβριανά, και μετά από πέντε εβδομάδες αδιάκοπου αγώνα, το ΕΑΜ αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη της Βάρκιζας. Η Μαρία Φέρλα, παρέδωσε το όπλο της. Ο ΕΛΑΣ διαλύθηκε.
Το 1945, παντρεύτηκε τον Γεωργουλά Μπέικο, και όπως είχε σοφά προβλέψει, τα δύσκολα μόλις είχαν αρχίσει. Ένα χρόνο αργότερα, ο σύζυγός της συνελήφθη. Η ίδια συνέχισε τον αγώνα μέσα από τον Δημοκρατικό Στρατό. Ακόμα και με φυματίωση και στους δυο πνεύμονες συνέχισε να πολεμά.
Το 1949, κανόνισε τη διαφυγή της στη ΕΣΣΔ, μέσω Αλβανίας. Έζησε 25 χρόνια χωρίς ιθαγένεια.
Το 1961, ήταν η χρονιά που ξαναβρέθηκε με τον Γεωργουλά στη Μόσχα. Έφτασε στην Τασκένδη, ενώ ο άντρας της ήταν φυλακισμένος και ο αδερφός της στην εξορία.
Το 1952 επιλέχθηκε για τη θέση της εκφωνήτριας στον ελληνόφωνο ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας, Εδώ Μόσχα. Ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε τις σπουδές της στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου, με καθηγητή τον Μιχαήλ Ρομμ. Στο ίδιο τμήμα μαθητής ήταν και ο Αντρέι Ταρκόφσκι, με τον οποίο τους συνέδεσε στενή και μακροχρόνια φιλία. Έγινε μάλιστα και νονά του γιου του. Το 1975, με τη Μεταπολίτευση, η Μαρία Μπέικου επέστρεψε στην Ελλάδα για να ξαναπάρει την ελληνική ιθαγένεια.
Μετά από 25 χρόνια χωρίς ιθαγένεια και έξι μήνες ταλαιπωριών με το ελληνικό σύστημα, πήρε το ελληνικό διαβατήριο και γύρισε στη Μόσχα για να μάθει ότι ο άντρας της είχε πεθάνει.
Η αποζημίωση της για τους αιματηρούς αγώνες ήταν 1000 δραχμές. Η Μαρία Μπέικου επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε στις διαπραγματεύσεις για τις μετακλήσεις μεγάλων σοβιετικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα. Εργάστηκε επίσης στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, και στην εφημερίδα «Έθνος». Έφυγε από τη ζωή το 2011, ύστερα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.