Σε ανοικτή σύγκρουση που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε διάσπαση κινείται η Νέα Αριστερά. Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Ο Πρόεδρος του κόμματος Αλέξης Χαρίτσης επιμένει σε εσωκομματικό δημοψήφισμα για να αποφασιστεί αν θα υπάρξει «Λαϊκό Μέτωπο» ή αυτόνομη πορεία με εκείνον να επιθυμεί το πρώτο.
Ωστόσο, ο Πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης έχει απέναντί του την Έφη Αχτσιόγλου τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον Νίκο Φίλη.
Ο Αλέξης Χαρίτσης κινείται προς το γαλλικό μοντέλο των συμμαχιών και καθώς είμαστε κοντά στην ανακοίνωση κόμματος από τον Αλέξη Τσίπρα δεν είναι αντίθετος σε μια συμπόρευση.
Αντίθετα, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης επιμένει στην αυτόνομη πορεία και υπενθυμίζεται μάλιστα ότι στην ψηφοφορία που έγινε στην ΚΕ της Νέας Αριστεράς, ο Αλέξης Χαρίτσης ηττήθηκε.
Σήμερα (12/11/25) ο Πρόεδρος της Νέας Αριστεράς επανήλθε και με νέα ανάρτησή του ζητεί εσωκομματικό δημοψήφισμα για να ληφθεί από τα μέλη η σχετική απόφαση.
Η (Νέα) Αριστερά σε σταυροδρόμι
«Στην Αριστερά, ιστορικά, υπάρχουν δύο αποκλίνουσες προσεγγίσεις για το ποια πρέπει να είναι η στάση της σε στιγμές κρίσης.
Η πρώτη επιμένει στη λογική της αυτόνομης πορείας και σε έναν σκληρό πυρήνα ιδεολογικών και πολιτικών αναφορών. Κατά κανόνα, είναι μια στάση περιχαράκωσης και αναδίπλωσης στο όνομα των αντίξοων συνθηκών.
Η δεύτερη αναζητεί τη διέξοδο σε μέτωπα με όμορες ιδεολογικά κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Κατά κανόνα, είναι μια στάση που προκύπτει από τη λογική του κατεπείγοντος. Αυτά που μας ενώνουν, είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν.
Αυτές οι δύο γραμμές βρίσκονται σε διάλογο, συγκρούονται και συντίθενται. Αλλά σε κάθε στροφή, μία είναι αυτή που δίνει τον τόνο.
Είναι γνωστό ότι στη Νέα Αριστερά υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το πώς οφείλουμε να κινηθούμε από εδώ και πέρα. Και αυτό είναι απολύτως λογικό και θεμιτό.
Τη δική μου θέση την έχω διατυπώσει ρητά και ανοιχτά. Δεν είναι μόνο προσωπική θέση. Είναι η θέση του ιδρυτικού συνεδρίου της Νέας Αριστεράς: Λαϊκό Μέτωπο με κοινό πρόγραμμα απέναντι στο καθεστώς Μητσοτάκη και στην άνοδο της ακροδεξιάς.
Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή η θέση επικοινωνεί με το βασικό αίτημα των αριστερών και προοδευτικών πολιτών στην Ελλάδα του 2025.
Και πιστεύω, επίσης, ότι εκφράζει και την πλειοψηφία των οργανωμένων μελών της Νέας Αριστεράς.
Ίσως κάνω λάθος. Όμως αυτό είναι κάτι που πρέπει να το διαπιστώσουμε: τι πιστεύουν οι άνθρωποι που παλεύουν για την Νέα Αριστερά.
Το θεωρώ ζήτημα πολιτικής εντιμότητας και κομματικής δημοκρατίας.
Βρισκόμαστε σε μια στιγμή που το κοινωνικό αίτημα είναι η ενότητα των δυνάμεων της πληθυντικής Αριστεράς και του προοδευτικού χώρου συνολικότερα.
Και μόνο μέσα από έναν ευρύ πόλο συσπείρωσης δυνάμεων που θα αντιπαρατεθεί πειστικά με τη Δεξιά, θα μπορέσουν να εκφραστούν και τα πιο δυναμικά, τα πιο ζωντανά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Όλοι εκείνοι και εκείνες που ασφυκτιούν και αναζητούν διέξοδο, που επιδιώκουν την πολιτική αλλαγή. Οι άνθρωποι κινητοποιούνται και παίρνουν την υπόθεση στα χέρια τους όταν νιώθουν ότι εμφανίζεται μια δύναμη που εκφράζει τα υλικά τους συμφέροντα, επικοινωνεί με τις ιδέες τους, συνδέεται με αιτήματα που συμπυκνώνουν τα μεγάλα διακυβεύματα της εποχής μας και μπορεί να αλλάξει τους συσχετισμούς.
Γι’ αυτό και θεωρώ ότι αυτό που έχει σημασία σήμερα είναι η ενότητα και η ανασυγκρότηση. Με αυτό που λείπει: αιχμές. Εντός αυτού του πόλου προφανώς θα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, τάσεις και ρεύματα. Και εκεί θέλω να δω την Νέα Αριστερά.
Γιατί η Νέα Αριστερά μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση αυτή.
Γιατί έχει προωθημένες προγραμματικές θέσεις.
Γιατί έχει την έγνοια της εφαρμογής της αριστερής πολιτικής στο σήμερα. Στα μεγάλα επίδικα της εποχής μας, στα καθημερινά προβλήματα και τις αγωνίες της κοινωνίας.
Και γι’ αυτό θεωρώ ότι τα μέλη της Νέας Αριστεράς πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους.
Η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής διαφωνεί.
Ακούω την πολιτική διαφωνία.
Δεν συμφωνώ, αλλά την ακούω.
Νιώθω όμως ότι δεν πρέπει ένα κομματικό παρελθόν που παλαιότερα μας ταλάνισε, γιατί κομματικές δομές αφέθηκαν να μη δουλεύουν, να λειτουργεί τόσο τραυματικά ακόμα ώστε να μας οδηγεί στην αμφισβήτηση της ανοιχτότητας, στην άρνηση της δημοκρατικής συζήτησης, στον συγκεντρωτισμό, στην αυτάρκεια των δομών που δεν ανασαίνουν.
Να ανοίξουμε λοιπόν τη συζήτηση.
Σε τελευταία ανάλυση, σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, την πορεία των πραγμάτων στο κόμμα μας και ευρύτερα στον αριστερό χώρο δεν μπορεί παρά να την καθορίσει η βάση του κόμματος και ο κόσμος της Αριστεράς».