Ἡ παροῦσα ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ ἔχει γραφεῖ μὲ ἕνα σκοπὸ: τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας ἡ ὁποία βάναυσα ἔχει διαστραφεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ δικαίου τῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους ἀρχιμ. Ἀθανασίου, ἡ ὁποία δημοσιοποιήθηκε στὰ ἑλληνικὰ, ἀγγλικὰ καὶ φυσικὰ καὶ στὰ ρουμανικὰ στὶς 26 Ἰουνίου 2017 μὲ ἀρ. πρωτ. 169. Ἄξιο παρατήρησης εἶναι ἐπίσης τὸ γεγονὸς ὅτι πρωτοεμφανίστηκε ἡ ἐπιστολὴ στὸ διαδίκτυο στὸν ἐπίσημο ἰστότοπο τοῦ πατριαρχείου Ρουμανίας, τὸ ὁποῖο ἀναπαράγει ὡς -δῆθεν- σχολιασμὸ τὰ βασικὰ ψεύδη τῆς ἐπιστολῆς. Ἡ συγκεκριμένη ἐπιστολὴ ἐπιχειρεῖ σὲ πολλαπλὰ ἐπίπεδα νὰ συσκοτίσει τὴν ἀλήθεια περὶ τῶν ἐντὸς τῆς Σκήτεως γεγονότων: ἀφ’ ἑνὸς ἀποκρύπτει τὸσο τὸ γεγονὸς ὅσο καὶ τὰ ἐπακόλουθα τῆς διακοπῆς μνημοσύνου (οἱ λόγοι ποὺ ὡδήγησαν σ’ αὐτὴν ἐξηγοῦνται στὸ δεύτερο τμῆμα τῆς παρούσας μελέτης),-ἀρχικά- ΟΛΗΣ τῆς Σκήτεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ, προσπαθεῖ νὰ συγκαλύψει τὴν ἐμπλοκὴ τῆς κυριάρχου Μονῆς, τῆς Ἱ.Μ.Μ. Λαύρας, ἡ ὁποία κάνοντας κατάχρηση ἐξουσίας, κατὰ πλήρη καταπάτηση σχεδὸν τοῦ συνόλου τοῦ ΚΧΑΟ (Καταστατικὸς Χάρτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους), ἐπιχείρησε νὰ καταπνίξει τὴν ὀρθόδοξη ὁμολογιακὴ στάση τῶν μοναχῶν τῆς Σκήτεως. Τέλος νὰ σημειωθεῖ κάτι ποὺ ἤδη ἔχει ἐλεγχθεῖ ἀπὸ τὴν δημοσιευθεῖσα ἐπιστολὴ τοῦ μέλους τῆς γεροντικῆς συνάξεως τῆς Σκήτεως, γέροντος ἱερ. Παϊσίου: ἡ ἐπιστολὴ τοῦ γ. Ἀθανασίου παρουσιάζεται ὡς ἡ ἐπίσημη θέση τῆς διοικήσεως τῆς Σκήτεως περὶ τῶν ἐν αὐτῇ γεγονότων, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπογράφεται μὲ τὴ στερεότυπη ἔκφραση “ἀρχιμ. Ἀθανάσιος καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί“, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οὐδέποτε παρουσιάσθηκε ἡ ἐπιστολὴ στὴν σύναξη, οὔτε φυσικὰ ἔλαβε ἔγκριση νὰ δημοσιευθεῖ· ἀποτελεῖ δηλ. προσωπικὴ ἐπιστολὴ τοῦ δικαίου καὶ ὄχι τῆς Σκήτεως… Ἀπόδειξη τούτου εἶναι ὅτι ὅταν δημοσιοποιήθηκε ἡ προμνημονευθεῖσα ἐλεγκτικὴ ἀνοιχτὴ ἐπιστολὴ τοῦ γ. ἱερ. Παϊσίου, αὐτὸς ἀμέσως παύθηκε τῆς Γεροντίας καὶ “τιμωρήθηκε” μὲ τὴν μετάθεσή του στὸ διακόνημα τοῦ βοηθοῦ (ὑποτακτικοῦ) κηπουροῦ…
Τὸ ἱστορικὸ τῶν γεγονότων τῆς Ἱ.Κ. Σκήτεως Τιμίου Προδρόμου
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 2016 σὲ συζήτηση στὸ ἀρχονταρίκι τῆς Σκήτεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ γέρων Σάββας Λαυριώτης παρεκάλεσε τὸν δικαῖο τῆς Σκήτεως γέροντα Ἀθανάσιο, νὰ τὸν συνοδεύσει στὴν Ρουμανία, γιὰ μία σειρὰ ὁμιλιῶν σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος κηρύχθηκε καὶ νομιμοποιήθηκε τελικὰ στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, οἱ ὁποῖες ἔπρεπε νὰ δοθοῦν τὸ Φθινόπωρο. Πλὴν ὁ γέρων Ἀθανάσιος ἐπρόβαλλε κώλυμα ἔνεκα τῶν συνεχιζομένων ἐργασιῶν ἐντὸς τῆς Σκήτεως, καὶ ἐπρότεινε ἀντ’ αὐτοῦ νὰ μεταβεῖ στὴ Ρουμανία ὁ προϊστάμενος τῆς Σκήτεως γέρων Ἐφραίμ, χαρακτηριστικὰ εἶπε: “θὰ στείλω τὸν π. Ἐφραὶμ, ὁ ὁποῖος οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι καὶ πιὸ ἐνημερωμένος στὰ σχετικὰ ζητήματα ἀπὸ ἐμένα”. Ὁ γ. Ἐφραὶμ, ὄντας παρὼν στὴ συζήτηση, ἐπρότεινε ἀπὸ τὴν πλευρά του νὰ σταλθεῖ, ἐκ μέρους τῆς Σκήτεως, ὁ π. Γεράσιμος ἐφ’ ὅσον ἐτύγχανε καλύτερος γνώστης τῆς ἑλληνικῆς ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὀπότε καὶ θὰ ἐδύνατο νὰ χρησιμεύσει καὶ ὡς μεταφραστὴς τοῦ γ. Σάββα. Σὲ αὐτὸ συμφώνησε ὁ γ. Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος χαρακτηριστικὰ εἶπε: “νὰ πάει καὶ ὁ π. Γεράσιμος ὡς μεταφραστὴς”. Πλήν ὁ π. Γεράσιμος γιὰ λόγους ἀσαφεῖς δὲν δέχθηκε τελικῶς τὴν διακονία αὐτὴ, ὁπότε καὶ δὲν συμμετεῖχε στὶς ὁμιλίες ποὺ ἐδόθησαν στὴν Ρουμανία. Τὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν εἶναι ἄνευ σημασίας, καθὼς μετὰ τὴν ἐπιτυχὴ ἐξέλιξη τῶν ὁμιλιῶν ἐζητήθησαν ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν δικαῖο γ. Ἀθανάσιο, τόσο ὐπὸ τοῦ πατριαρχείου Ρουμανίας ὅσο καὶ ὑπὸ τῆς Ἱ.Μ.Μ. Λαύρας αὐτός, δυστυχῶς γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν γεγονότων, ἀρνήθηκε τὴν ὁποιαδήποτε ἀνάμειξη, καθὼς καὶ τὸ ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ εἶχε ὁρίσει στοὺς ὑπ’ ὄψιν μοναχοὺς τὴν ὑπακοὴ αὐτῆς τῆς διακονίας.
Ἀναφορικῶς τώρα μέ τὰ τεκταινόμενα ἐντὸς τῆς Σκήτεως, κατόπιν ζυμώσεων μεταξὺ τῶν πατέρων, καὶ ὐπὸ τὸ βάρος τῆς θεολογικῆς κριτικῆς ἐπὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς “συνόδου” τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου τοῦ 2016, ἡ γεροντικὴ Σύναξη τῆς Σκήτεως τῆς 4ης Δεκεμβρίου 2016 (π. ἡμ.) ἀποφάσισε πλειοψηφικῶς, μὲ ψήφους 5-1 (νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ μόνος μειοψηφῶν ἦταν ὁ δικαῖος γ. Ἀθανάσιος), τὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, καθόσον ἦταν ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ποὺ προήδρευσε τῆς αἱρετικῆς ψευδοσυνόδου. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἐλήφθει μὲ χρονικὸ ὀρίζοντα ἑνὸς μηνός, δηλ. μέχρι τὴν πανήγυρη τῆς Σκήτεως 6 Ἰανουαρίου 2017, μὲ σκοπὸ νὰ συγκεντρωθεῖ στὸ μεταξὺ ἁρμόδιο θεολογικὸ ὑλικό, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποδείκνυε τὴν ἀνάγκη μονίμου διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, οὕτως ὥστε τοῦτο νὰ γίνει κατανοητὸ καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους πατέρες. Χαρακτηριστικὰ ἐδῶ νὰ σημειώσουμε τὴ στάση τοῦ ἱερ. Δανιὴλ, ὄντος μέλους τῆς Συνάξεως τῆς Σκήτης, ὁ ὁποῖος διαφωνῶν πρὸς τὴν στάση τῶν ὑπολοίπων μελῶν τῆς Συνάξεως σχετικὰ μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, ἄφησε ἐπιστολὴ πρὸς αὐτὴν ἀναφέροντας τὴ βούλησή του ν’ ἀποχωρήσει ἐξ αὐτῆς, ζητώντας ταυτοχρόνως καὶ ἀπολυτήριο.
Ἀρχῆς γενομένης τῆς 4ης Δεκεμβρίου 2016, ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῆς Σκήτεως, στὴν ἐφημερία ποὺ ἔπαιρναν στὸν Κυριακὸ Ναὸ, σεβόντουσαν τὴν σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως, ὁπότε καὶ δὲν μνημόνευαν τὸν πατριάρχη. Μάρτυρες τοῦ γεγονότος ἀποτελοῦν οἱ ἱερομόναχοι Παΐσιος, Ἰωήλ, Καλλίνικος καὶ ἱεροδιάκονος Ματθαῖος, οἱ ὁποῖοι ἦσαν καὶ οἱ μόνοι λειτουργοὶ τῆς Σκήτεως. Ἐξαίρεση ἀποτέλεσε ὁ δικαῖος γ. Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἐν λόγω περίοδο δὲν λειτουργοῦσε. Μετὰ παρέλευση μίας ἑβδομάδος ἀπὸ τὴν λήψη τῆς ἀποφάσεως, ἔγινε γνωστὸ ἀπὸ τὸν ἱερ. Καλλίνικο τῶν πιέσεων ποὺ δεχόταν ἀπὸ τὸν δικαῖο νὰ ἐπαναλάβει τὸ πατριαρχικὸ μνημόσυνο. Κατόπιν ἐρωτήσεως ὑπὸ μελῶν τῆς Συνάξεως πρὸς τὸν γ. Ἀθανάσιο γιὰ τὰ ἀνωτέρω, αὐτὸς ἀπάντησε: “ἐὰν τὰ μάθει αὐτὰ ἡ Λαύρα, θὰ μᾶς πετάξουν ἔξω ἀπὸ τὴν Σκήτη”.
Στὶς 15 Δεκεμβρίου 2016, τελικῶς ἐμφανίστηκε στὴ Σκήτη μία ἐπιτροπὴ τῆς Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας ἀποτελούμενη ἀπὸ τοὺς: ἡγ. Πρόδρομο, γ. Νικόδημο καὶ γ. Ἀβραάμ. Συνεκλήθη σύναξη τῆς ἀδελφότητος καὶ ὁμοῦ μετὰ τῆς λαυρεωτικῆς ἐπιτροπῆς ἔγινε συζήτηση ποὺ διήρκησε 41/2 ὧρες. Κατὰ τὴν συζήτηση ἡ ἐπιτροπὴ παρουσίασε τὰ ἐπιχειρήματά της τὰ ὁποία ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνατρέψουν τὰ ἡμέτερα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν καταφέρουν τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Σκήτεως στὸ πατριαρχικὸ μνημόσυνο. Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιχειρηματολογικῆς ἀδυναμίας τους, ἄρχισαν τὶς ὕβρεις καὶ τὶς ἀπειλές, λέγοντας ὅτι θὰ διαλύσουν τὴν γεροντικὴ Σύναξη τῆς Σκήτεως καὶ ὅτι θὰ τιμωρήσουν τοὺς γέροντες τῆς Συνάξεως, ἐπιφέροντας ὅτι τελικὰ θὰ διώξουν ὅλους τοὺς μὴ μνημονεύοντας ἐξ αὐτῆς. Ζητήθηκε δὲ ἡ γνώμη τοῦ πνευματικοῦ γερ. ἱερ. Ἰουλιανοῦ περὶ τοῦ ζητήματος ὁ ὁποῖος ἀπάντησε: “ὅπως κράτησαν οἱ ἅγιοι, ἔτσι θὰ κρατήσω καὶ ἐγὼ. Ὁ ἁγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς εἶπε «ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεση» στὸ ὁποῖο συμφωνῶ καὶ ἐγὼ.” Σὲ αὐτὰ ἀπάντησε ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας στὴν Ἱ. Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γ. Νικόδημος λέγοντας: “οἱ οἰκουμενιστὲς ἔκαναν ἅγιο (sic) τὸν Πόποβιτς, καὶ ἀφοῦ καὶ τότε ὑπῆρχε ὁ οἰκουμενισμὸς, ὅμως οὔτε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, οὔτε ὁ ἅγιος Παΐσιος, οὔτε ὁ ἅγιος Πορφύριος δὲν ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο.” Σὲ αὐτὰ ἐδόθηκε ἡ ἀπάντηση ὅτι τότε δὲν εἶχε ἀκόμη συνοδικὰ καὶ μάλιστα σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο ἐπικυρωθεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἤδη ἡ ἐπιτροπὴ εἶχε διαπιστώσει τὴ βούληση τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν πατέρων ὑπὲρ τῆς συνεχίσεως τῆς διακοπῆς μνημοσύνου. Θλιβερὴ ἐξαίρεση ἀποτέλεσε ὁ δικαῖος καὶ ἄλλοι 2-3 ὑποτακτικοί του. Μετὰ παρέλευση ὁλίγων ἡμερῶν ἡ Σκήτη ἔλαβε ἐπίσημη ἐπιστολὴ τῆς κυριάρχου Μονῆς, μέσω τῆς ὁποίας γνωστοποίησε τὶς κυρώσεις ποὺ ἐπέβαλλε πρὸς ὅλους τοὺς προϊσταμένους οἱ ὁποῖοι συνήργησαν στὴν ἀπόφαση τῆς διακοπῆς μνημοσύνου. Ἐπίσης διετάσσοντο νὰ ζητήσουν ἐγγράφως συγγνώμη καθὼς καὶ νὰ ἐπαναφέρουν τὸ μνημόσυνο, εἰδάλλως θὰ ὤφειλε ὁ δικαῖος νὰ παρουσιάσει μία νὲα λίστα μὲ προϊσταμένους τοὺς ὁποίους θὰ ἐπικύρωνε ἡ μονὴ. Παρατηροῦμε ἐδῶ τὴν βαρύτατη καταπάτηση τῶν σχετικῶν διατάξεων τοῦ ΚΧΑΟ ποὺ διαλαμβάνουν τὴν εὔρυθμη λειτουργία τῶν κοινοβιακῶν σκήτεων, ὑπὸ τῆς γεροντίας τῆς Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας, ἡ ὁποία στὴν κυριολεξία ὑφάρπαξε τὴν ἐξουσία τῆς γεροντίας τῆς Σκήτεως, ἀναφορικὰ μὲ τὴ λήψη σημαντικῶν ἀποφάσεων, καὶ τὴν παρέδωσε -παρανόμως- στὸν δικαῖο. Ἡ σχετικὴ ἐπιστολὴ ἔτυχε ἀπαντήσεως ἐκ τῆς γεροντικῆς Συνάξεως τῆς Σκήτεως, ἡ ὁποία νὰ σημειωθεῖ ὅτι εἶχε ὑπογραφεῖ ὑφ’ ὅλης τῆς Συνάξεως μηδενὸς ἐξαιρουμένου, καὶ ἡ ὁποία παρεδόθη στὰ χέρια τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας, ἰδιοχείρως ὑπὸ τοῦ προϊσταμένου τῆς Σκήτεως γ. Ἐφραίμ. Στὴν ἐπιστολὴ καθίστατο σαφὲς καὶ ἐφίστατο ἡ προσοχὴ στὴ σωρεὶα τῶν παραβάσεων-παρεμβάσεων τῆς γεροντικῆς Συνάξεως τῆς Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας στὰ ἐσωτερικὰ ζητὴματα τῆς Σκήτεως, τὰ ὁποῖα καθηκόντως ἀπασχολοῦν καὶ ἐπιλύονται ὑπὸ τῆς γεροντικῆς Συνάξεως αὐτῆς.
Νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι συμφώνως πρὸς τὸν ΚΧΑΟ, ὅπως ὁρίζεται στὶς σχετικὲς διατάξεις γιὰ τὶς Κοινοβιακὲς Μονὲς καὶ Σκῆτες, ἡ διοίκησή τους ἀσκεῖται ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου/δικαίου καὶ τῆς γεροντικῆς Συνάξεως. Ἐπίσης ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε τό γεγονὸς ὅτι ἡ Κοινοβιακὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου κατέχει ἰδία σφραγῖδα, νομίμως ἀναγνωρισμένη τόσο ὑπὸ τῆς Ἱ. Κοινότητος ὅσο καὶ ὑπὸ τοῦ πατριαρχείου Κων/λεως. Ἡ διοίκηση τῆς Σκήτεως ἀσκεῖται ἑπομένως ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τοῦ δικαίου ὁμοῦ μετὰ τῆς Γεροντίας, καὶ ὄχι ὑπὸ τῆς Κυριάρχου Μονῆς (δηλ. τῆς Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας). Ἡ Κυρίαρχος Μονὴ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναμιγνύεται αὐτοβούλως στὰ ἐσωτερικὰ τῆς Σκήτεως ὑποσκελίζοντας, οὐσιαστικὰ καταργώντας, τὴν Σύναξη καὶ τὰ προνόμια αὐτῆς. Ἐπίσης συμφώνως πρὸς τὸν ΚΧΑΟ δὲν ἐπιτρέπεται ὁ ἡγούμενος/δικαῖος τοῦ κοινοβίου νὰ δρᾶ μονομερῶς καὶ ἄνευ τῆς συμφώνου γνώμης τῆς γεροντίας, πόσο μᾶλλον γιὰ ζητήματα πρωταρχικῆς σημασίας (ὅπως π.χ. τὰ θέματα πίστεως), γιὰ τὴν ἀδελφότητα.
Γνωστὲς σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα ἐτύγχαναν οἱ, τόσο δημοσίως ὅσο καὶ ἰδιωτικῶς, ἐκπεφρασμένες ἀπόψεις τοῦ δικαίου γ. Ἀθανασίου, τόσο γιὰ τὸν ληστρικὸ χαρακτῆρα τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, ὅσο καὶ τῆς ἀναγνώρισης τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου ὡς αἱρετικοῦ, τοῦ ὁποίου μάλιστα δὲν ἔβγαζε μερίδα κατὰ τὴν προσκομιδή. Ὅμως μετὰ τὴν παραλαβὴ τῆς ἀπειλητικῆς ἐπιστολῆς τῆς Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας, ἀντιθέτως τοῦ φρονήματός του καὶ κατὰ καταπάτησιν τῆς σχετικῆς ἀποφάσεως τῆς Συνάξεως τῆς Σκήτεως περὶ τῆς διακοπῆς τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, ἐκπλήσσοντας σύνολη τὴν ἀδελφότητα ὁ δικαῖος ἐλειτούργησε κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων μνημονεύοντας τὸν πατρ. Βαρθολομαῖο.
Ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῶν νέων ἐξελίξεων (ἀπειλές ἐκ τῆς Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας κ.λπ.) καὶ ἀδυνατώντας ὁ γ. Ἀθανάσιος νὰ πείση τὴν Σύναξη γιὰ ἐπιστροφὴ στὸ μνημόσυνο τοῦ αἱρετικοῦ Βαρθολομαίου, παραιτήθηκε ἐγγράφως ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ δικαίου τῆς Σκήτης. Πλὴν, μὴ δεχόμενη ἡ γεροντία τὴν παραίτηση τοῦ δικαίου τὸν ἐκάλεσε πίσω ἀποστέλλοντας τούς δύο ἐπιτρόπους, ἱερ. Παϊσίο καὶ ἱερ. Ἰωήλ. Ἀναφέροντας τὴν ἀπάντηση τοῦ γ. Ἀθανασίου ἐνώπιον ὅλης τῆς ἀδελφότητος οἱ προηρημένοι ἐπίτροποι ἀνακοίνωσαν τοὺς ὅρους ποὺ εἶχε αὐτὸς θέσει. Συγκεκριμένα ζητοῦσε τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ μνημοσύνου, αὐτοῦ ποὺ ὁ ἴδιος χαρακτήριζε ἀνοιχτὰ ὡς αἱρετικὸ, καὶ τὴν ἔγγραφη παραίτηση ἐκ τῆς Συνάξεως τοῦ γ. Ἐφραίμ. Ἐδῶ χρειάζεται νὰ ἐξηγήσουμε τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἀπαιτήθηκε ἡ ἔγγραφος παραίτηση τοῦ γ. Ἐφραίμ, καθ’ ὑπόδειξιν τῆς Λαύρας. Νὰ θυμήσουμε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ εἶχε σταλεῖ στὴ Ρουμανία ἀπὸ τὸν δικαῖο, συνοδεύοντας τὸν γ. Σάββα, στὶς ὁμιλίες ποὺ ἐκεῖ ἐδόθησαν, ἑπομένως ἡ παραίτησή του θὰ ἀκύρωνε τόσο τὸ μήνυμα ὅσο καὶ τὰ ἀποτελέσματα αὐτῶν τῶν ὁμιλιῶν, παρουσιάζοντας τὴν ὅλη κατάσταση ἀκριβῶς ὅπως ἐπιθυμοῦσε τὸ πατριαρχεῖο Ρουμανίας καθὼς καὶ ἡ Λαύρα. Παιραιτέρω ἡ γραπτὴ παραίτηση θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς ὅπλο ἀπὸ ὅποιον θέλει γιὰ τοὺς σκοποὺς ποὺ αὐτὸς θέλει. Ἐπίσης, ὅπως μετέφερε ὁ γ. Ἀθανάσιος στοὺς δὺο ἐπιτρόπους, ἡ γραπτὴ παραίτηση τοῦ γ. Ἐφραὶμ θὰ ἀποτελοῦσε ἔμπρακτη μετάνοια ὅπως τὸ ζητοῦσε ἡ Λαύρα, ὁπότε καὶ τὸ ζήτημά του θὰ ἐθεωρεῖτο ὡς “λῆξαν”. Βεβαίως ἡ ἀληθινὴ αἰτία ἦταν ἡ ἄρνηση τοῦ γ. Ἐφραίμ νὰ ἀποδεχθεῖ τὶς πιέσεις ἐκ τῆς Λαύρας καὶ νὰ “προσαρμοστεῖ” στὶς ἐπιταγές της “γιὰ τὸ καλὸ τῆς Σκήτης”.
Δυστυχῶς οἱ δὺο ἐπίτροποι δίχος νὰ ἔχουν συμφωνήσει μετὰ τῆς ὑπολοίπου Συνάξεως, ἀπεδέχθησαν τοὺς ἀνωτέρω ὅρους “γιὰ τὸ καλὸ τῆς Σκήτης” ἔχοντας ἐκμαιεύσει τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ ὑπερενενηκοντούτη γ. Ἰουλιανοῦ (ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πνευματικὸς τῆς Σκήτης). Μάλιστα ὁ κατὰ πάντα σεβαστὸς γ. Ἰουλιανός, ἔχοντας καὶ ὁ ἴδιος καμφθεῖ ἀπὸ τὶς πιέσεις τοῦ γ. Ἀθανασίου, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴν παραίτηση τοῦ γ. Ἐφραὶμ “γιὰ τὸ καλὸ τῆς Σκήτης”, τονίζοντας μάλιστα ὅτι στὴν ἀντίθετη περίπτωση “θὰ γίνει ὁ αἴτιος τῆς καταστροφῆς τῆς Σκήτης”. Τελικῶς οἱ ἔξωθεν παρεμβάσεις στὴ Σκήτη (ἀπὸ τὸ πατριαρχεῖο Ρουμανίας καὶ ἐμμέσως Κων/λεως, μέσω τῆς Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας), καθὼς καὶ τὸ νέο κλῖμα ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν παραίτηση Ἀθανασίου, δημιούργησε σύγχυση στὴν ἀδελφότητα κάτι ποὺ ὡδήγησε σὲ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης πρὸς τὴν Σύναξη καὶ τὶς εἰλημένες ἀποφάσεις της. Ἐπιπροσθέτως τὸ κλῖμα βάρυνε κι ἄλλο ἀπὸ “πληροφορίες” περὶ νέας ἀδελφότητος (ἀρεστῆς στὸ οἰκουμενιστικὸ πατριαρχεῖο Ρουμανίας), ἡ ὁποία θὰ ἀντικαταστοῦσε τὴν παροῦσα. Στὶς ἀκόλουθες ἡμέρες σὲ σύναξη τῆς γεροντίας καὶ ἀφοῦ εἶχε ζητηθεῖ ἡ παραίτηση τοῦ γ. Ἐφραὶμ, αὐτὸς ἀπάντησε ὅτι κάτι τέτοιο ἡ μοναχικὴ του συνείδηση δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεπε, καθότι θὰ ὁδηγοῦσε τελεσιδίκως στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ μνημοσύνου καὶ τὴν συνακόλουθη πτώση τῆς Σκήτεως στὴν αἵρεση, προσθέτοντας ὅτι ἐὰν τὸ ἐπιθυμοῦν μποροῦν νὰ τὸν διώξουν, πλὴν νὰ τὸ κάνουν ἐγγράφως ἔχοντας παρουσιάσει καὶ τὴν αἰτία τῆς ἀπομάκρυνσής του.
Ἡ διατήρηση τῆς ἀμφισημίας ἐντὸς τῆς ἀδελφότητος εἶχε τὴν συνέπεια αὐτὴ νὰ μεταφερθεῖ καὶ ἐντὸς τῆς Συνάξεως μὲ ἀποτέλεσμα τὴν διαφοροποίηση μελῶν της ὡς πρὸς τὶς ἀρχικῶς ληφθεῖσες ἀποφάσεις καὶ τὶς παιραιτέρω παραιτήσεις ἀπ’ αὐτὴν. Στὸ κρίσιμο αὐτὸ σημεῖο γιὰ τὸ μέλλον τῆς Σκήτεως καὶ ἀφοῦ πλέον ἡ ἀδελφότητα, ἐν μέσω ἀπειλῶν καὶ ἔξωθεν παραπληροφόρησης, εἶχε χωρισθεῖ σὲ ὑπὲρ καὶ κατὰ τοῦ μνημοσύνου, ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκληση σὲ σύναξη ὅλης τῆς ἀδελφότητος ὥστε νὰ συζητηθοῦν τὰ φλέγοντα ζητήματα. Δυστυχῶς ἀντὶ νὰ τεθεῖ ἡ οὐσία τοῦ προβλήματος δηλ. τὸ ζήτημα τοῦ μνημοσύνου, ἀντ’ αὐτοῦ τὲθηκε ὡς ἐρώτημα στὴν ἀδελφότητα τὸ κατὰ πόσον συμφωνεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ εἶχε προτείνει ὁ γ. Ἀθανάσιος περὶ παραίτησης τοῦ γ. Ἐφραὶμ (βάσει τῆς ὁποίας καὶ δεχόταν νὰ ἐπιστρέψει στὴ θέση τοῦ δικαίου)… Τελικῶς μὲ ψήφους 8-6 ἀποφασίστηκε ἡ ἐκδίωξη τοῦ γ. Ἐφραὶμ ἀπὸ τὴν Σύναξη ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἐπιστρέψει ὁ γ. Ἀθανάσιος στὴ θέση τοῦ δικαίου, ἔχοντας πλέον καὶ τὴν ἀποδοχὴ ὅλων τῶν ὑπολοίπων πατέρων τῆς γεροντίας (νὰ σημειωθεῖ ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴ Σύναξη, ἐπέστρεψαν μαζύ μὲ τὸν Ἀθανάσιο στὶς θέσεις τους)…
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν τῶν ἀρνητικῶν ἐξελίξεων γιὰ τὴ Σκήτη, ὁ δικαῖος ἐκάλεσε τὸν διώκτη ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ.Μ. Λαύρας ἀρχ. Πρόδρομο, στὶς δὺο ἑορτές, 6 καὶ 10 Ἰανουαρίου, ὅπου προεξάρχοντος τοῦ λαυρεώτου ἡγουμένου ἐπανελήφθη τὸ πατριαρχικὸ μνημόσυνο. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ “εὐλογία” ποὺ ἔλαβαν ὁρισμένοι ἱερομόναχοι νὰ μὴν “μνημονεύουν”, ἄν καὶ συνέχιζαν νὰ ἐκκλησιάζονται στὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτεως (ὅπου βεβαίως πλέον ὑπῆρχε τὸ μνημόσυνο), κάτι ποὺ φανερώνει ὅτι δὲν εἶχαν διακόψει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ὅπως ἀντιθέτως εἶχαν πράξει οἱ ὑπόλοιποι πατέρες ποὺ τελικῶς ἔγιναν καὶ ἀντικείμενο διωγμοῦ (αὐτὴ ἡ “εὐλογία” νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἀνεκλήθη μόλις δύο ἑβδομάδες μετὰ, μὲ ἀποτέλεσμα ὅσοι δὲν μνημονεύουν πλέον νὰ μὴν λειτουργοῦν). Ἡ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς μνημονεύοντες, αὐτῶν ποὺ δὲν ἔχουν κάνει διακοπὴ κοινωνίας ἀλλὰ ἔχουν διακόψει μόνον τὸ “μνημόσυνο”, ἀφ’ ἑνὸς δημιούργησε σύγχυση μεταξὺ τῶν ἁπλουστέρων στὴν ἀδελφότητα καὶ ἀφ’ ἑτέρου φανερώνει τὴν ἔλλειψη κατανόησης τοῦ τὶ πραγματικὰ σημαίνει “διακοπὴ μνημοσύνου”, ποῦ στοχεύει καὶ πῶς διακρίνει ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση. Γιὰ νὰ γίνει σαφὴς ἡ νοοτροπία αὐτῶν ποὺ τελικῶς ἔχουν διακόψει τὸ μνημόσυνο, ἄλλὰ ὄχι τὴν κοινωνία, ἀρκεῖ ν’ ἀναφέρουμε ἕναν ἱερομόναχο ὁ ὁποῖος ἐνῶ δὲν λειτουργεῖ μόνος του (γιὰ νὰ μὴν μνημονεύει ὁ ἴδιος), συλλειτουργεῖ μὲ τοὺς μνημονεύοντας μιᾶς καὶ μνημονεύουν αὐτοί! Τελικὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Ἀθανασίου στὴ θέση τοῦ δικαίου εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀρχικοῦ ὁμολογιακοῦ φρονήματος τῆς πλειοψηφίας τῆς ἀδελφότητος σχετικὰ μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ αἱρετικοῦ χαρακτῆρα τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Συνακόλουθα διαμορφώθηκε μία νέα ἀντίληψη στὴν ἀδελφότητα περὶ τοῦ τὶ εἶναι ὀρθὸ καὶ τὶ ὄχι, ἀναφορικὰ μὲ τὴν πράξη τῆς διακοπῆς μνημοσύνου.
Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ λίγοι ποὺ διατήρησαν τὶς ἀρχικὲς ἀποφάσεις, στὸ νέο πνεῦμα ποὺ διαμορφώθηκε στὴν ἀδελφότητα, πλέον κατηγοροῦνται ὡς “ἀντάρτες” οἱ ὁποῖοι εἶναι αὐτοὶ οἱ αἴτιοι τοῦ “σχίσματος” ἐντὸς αὐτῆς. Αὐτὴ ἡ κρίση θεμελιώνεται στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ ποὺ τὸ ὑποστηρίζουν εἶναι (πλέον) οἱ πολλοί! Πράγματι οἱ ἐπίσημη ἀρχὴ τῆς Σκήτης (ὁ δικαῖος καὶ ἡ νέα γεροντία) κατάφεραν ν’ ἀπομακρύνουν τὴν πλειοψηφία τῆς ἀδελφότητος ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ δυστυχῶς τὴν ὑπέταξαν μέσω τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ μνημοσύνου τοῦ κακοδόξου Βαρθολομαίου, στὴν αἵρεση. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ κυριαρχεῖται παρανόμως ἡ Σκήτη ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τὴν κακοδοξία καὶ νὰ διώκεται ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ὀρθοδοξία. Καταληκτικὰ συμπεραίνεται ὅτι δὲν εἶναι οἱ λίγοι, αὐτοὶ δηλ. ποὺ διακρατοῦν τὴν ὀρθοδοξία, αὐτοὶ ποὺ διαχωρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, ὅπως ἀδίκως καὶ συκοφαντικῶς κατηγοροῦνται, ἀλλὰ εἶναι ἡ πλειοψηφία αὐτὴ ποὺ διεχώρησε ἑαυτὴν τῆς ἀληθείας καὶ ἀνεχώρησε τῆς ἐν ὀρθοδόξῳ πίστει ἐπαινετῆς ἑνότητος!
Ἡ νέα “διοίκηση” τῆς Σκήτεως ἀφοῦ κατάφερε τὸ πρῶτο πλῆγμα στὴν ἑνότητα τῆς ἀδελφότητος μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ μνημοσύνου, προχώρησε σὲ ἐπιπλέον βήματα πλήρους ἀποδόμησης τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητος τῶν μοναχῶν ποὺ δυστυχῶς “ὑπακούουν” στὶς ἀντιευαγγελικὲς ἐντολές τους. Συγκεκριμένα ἀπαγορεύθηκε ἡ μελέτη ὀρθόδοξων ἀπολογητικῶν βιβλίων οὕτως ὥστε νὰ μὴν καθίσταται γνωστὴ στοὺς πατέρες ἡ διαχρονικὴ μαχητικὴ στάση τοῦ μοναχισμοῦ ἔναντι τῶν αἱρέσεων, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ καθίσταται ἀδύνατη ἡ χρήση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας τοῦ μοναχισμοῦ, ὡς παράδειγμα γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση καὶ γι’ αὐτούς. Ἐπιπλέον ἀπομονώθηκε ἡ ἀδελφότητα ἀπὸ τὴν ἔξωθεν πληροφόρηση σχετικὰ μὲ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα καὶ εἰδήσεις, ὥστε νὰ μὴν “ταράσσεται”. Τελικῶς ἀπαγορεύθηκε ἡ ὁποιαδήποτε ἐπαφή πρὸς τοὺς ἔχοντας παραμείνει στὴν διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πατέρες, ἀπομονώνοντάς τους περαιτέρω καὶ καθιστώντας τους ἔτσι ἐξιλαστήρια θύματα στὰ ὁποῖα ὀφείλονται ὅλα τὰ “κακά” τῆς Σκήτεως.
Ἡ πραγματοποίηση τῆς ἀπομόνωσης τῶν πατέρων (γ. Ἐφραίμ, ἱερ. Δαμασκηνὸς Ράους, π. Νικόδημος), ἔγινε ἀρχικῶς μὲ τὸ νὰ τοὺς ἀπαγορευθεῖ ἡ συμμετοχὴ σὲ διακονήματα τῆς Σκήτεως (9 Ἰανουαρίου 2017). Μετὰ σχεδὸν δύο ἑβδομάδες στοὺς ἀνωτέρω τρεῖς προστέθησαν ἀκόμη δύο πατέρες (π. Βαρσανούφιος καὶ π. Μᾶρκος), στοὺς ὁποίους ἐπίσης ἀφαιρέθησαν τὰ διακονήματα τὰ ὁποῖα ἀρχικῶς τοὺς εἶχαν δοθεῖ, καθὼς πλέον ἀρνοῦντο νὰ ἐκκλησιάζονται στὸ Κυριακὸ στὸ ὁποῖο μνημονευόταν ὁ Βαρθολομαῖος. Ταυτοχρόνως τοὺς ἀπαγορεύθηκε νὰ τρώγουν στὴν τράπεζα, ἀλλὰ καὶ ἡ οἰανδήποτε παροχὴ τροφῆς, κάτι ποὺ ἐπεκτάθηκε καὶ στοὺς ὑπολοίπους τρεῖς. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁλοκληρώθηκε ἡ πλήρης ἀπομόνωση τῶν πέντε πατέρων ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, κάτι ποὺ ὁδήγησε στὸ νὰ ἀσθενήσει βαρέως ὁ π. Μᾶρκος καὶ ν’ ἀναγκασθεῖ ὁ δικαῖος νὰ ἄρει -πρὸς καιρὸν- τὴν ἀπαγόρευση τροφῆς, ἐνώπιον τῆς γενικῆς κατακραυγῆς.
Ἀποτέλεσμα τῶν ἀνωτέρω ἦταν σταδιακὰ νὰ ἀρχίσουν ἀποχωρήσεις ἐκ τῆς Σκήτεως μοναχῶν διαφωνούντων μὲ τὴν τακτικὴ τοῦ μνημοσύνου, κάποιοι ἐκ τῶν ὁποίων οὐσιαστικὰ ἐκδιώχθηκαν ὑπὸ τοῦ δικαίου ἐφ’ ὅσον δὲν ἦσαν ἐπισήμως ἐγγεγραμμένοι στὴ Σκήτη ἕνεκα τῆς περιοριστικῆς πολιτικῆς τῆς Λαύρας ἀναφορικὰ πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐγκαταβιούντων ρουμάνων μοναχῶν. Ἐν τέλει τὴν 1η Μαΐου μὲ ἐντολὴ τοῦ δικαίου πρὸς τὸν τραπεζάρη τῆς Σκήτεως, ἀπαγορεύθηκε ἐκ νέου (κάτι ποὺ ἰσχύει ἔως καὶ τώρα) ἡ χορήγηση τροφῆς ἤ καὶ τροφίμων, ἔως καὶ αὐτοῦ τοῦ ἄρτου, πρὸς τοὺς ἐναπομείναντας πατέρες. Ἅπαντα τὰ ἀνωτέρω ἀποτέλεσαν σχεδιασμὸ τῆς Λαύρας, μὲ ὑλοποίηση ἐκ τοῦ δικαίου καὶ τῆς νέας γεροντίας, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὴν σταδιακὴ εἰσαγωγὴ νέων μελῶν ἐντὸς αὐτῆς. Τελικὸς στόχος τῶν ἀπειλῶν, πιέσεων, ἀπομόνωσης καὶ ἐν γένει διωγμοῦ, δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸ νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ ἐναπομείναντες ἀντιστεκόμενοι πατέρες στὴν “ἐθελούσιο” ἔξοδο ἐκ τῆς Σκήτεως.
Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐπιβράβευση τῆς διωκτικῆς μανίας κατὰ τῶν ὀρθοδόξων δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει: κατὰ τὴν σκητιωτικὴ πανήγυρη τῆς Παναγίας τῆς Προδρομήτισσας, κατὰ τὴν ὁποία συλλειτούργησαν ὁ δικαῖος καὶ ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας, ὁ ἀρχιμανδρίτης Κυπριανὸς ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ πατριαρχείου Ρουμανίας τοὺς ἐπέδωσε τιμητικὲς διακρίσεις γιὰ τὴν “προσφορά τους”: τὸ παράσημο τοῦ τάγματος τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸν ἀρχ. Πρόδρομο, καὶ τὸ παράσημο τοῦ τάγματος τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἐλένης στὸν δικαῖο γ. Ἀθανάσιο…
Θεολογικὴ κριτικὴ περὶ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, καὶ τῆς ὀφειλομένης διακοπῆς μνημοσύνου τῶν ἀκολοθούντων αὐτὴν ἐπισκόπων
Ὁδηγὸς στὴν ὀρθόδοξη μοναχικὴ συνείδηση διαχρονικὰ ἀποτελεῖ ἡ πιστὴ τήρηση τοῦ Εὐαγγελίου, δηλ. αὐτοῦ τούτου τοῦ θείου θελήματος, στὸ ὁποῖο συνίσταται ἡ σωτηρία. Τὸ Εὐαγγέλιο διαμορφώνει ἀλλὰ καὶ φανερώνεται αὐθεντικὰ στὴ βιωτή, τὸ κήρυγμα, τὰ γραπτὰ καὶ τὴν ἐν γένει ζωὴ τῶν ἁγίων. Τίποτε ἔξω ἀπὸ αὐτὸ ἤ διαφορετικὸ πρὸς αὐτὸ δὲν συναντᾶται στὴν ζωή τους, καὶ εἶναι αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ποὺ τοὺς διαφοροποιεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους χριστιανοὺς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ποὺ παρουσιάζονται ὡς ἅγιοι, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Ἡ τήρησις τοῦ θείου θελήματος, τὸ Εὐαγγέλιο δηλ. στὴν καθολικότητά του, πραγματώνεται μέσω τῆς ὑπακοῆς στὶς θεῖες ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν πιστῶν μαθητῶν του: τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ τῶν θεοφόρων πατέρων. Πράγματι εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὴν Παράδοση, αὐτὴ ποὺ διαμορφώνει τὴν ἁγιότητα καὶ στὴν ὁποία ἅπαντες καλούμεθα νὰ μετέχουμε.
Ἀψευδὴς ἀκόλουθος τῶν Πατέρων, τῆς Παραδόσεως, ἐν μαρτυρικῇ ὑπακοῇ στὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές, τηρώντας καθ’ ὅλα τὸ θεῖο θέλημα στὴ σημερινὴ προβληματικὴ ἐποχή, τὴν ὁποία εἶχε διαγνώσει καὶ ἀναλύσει πνευματικά, ἦταν ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος -νὰ τονισθεῖ- εἶχε διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ σύνοδο τοῦ σερβικοῦ πατριαρχείου ἀπὸ τὸ 1971 (βλ. ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τῦπος ἀρ. 144, 15-7-1971), καὶ ὁ ὁποῖος στὸ μνημειῶδες ὑπόμνημὰ του πρὸς τὴν, κατὰ τὰ ἄλλα οἰκουμενιστική, ἱεραρχία τῆς σερβικῆς ἐκκλησίας καὶ ἐπιθυμώντας νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ περαιτέρω πτώση καὶ εἰ δυνατὸν νὰ τὴν ἐπιστρέψει στὴν ὀρθόδοξη γραμμή, ἔγραψε ὅτι ἐὰν ἡ -τότε μελετωμένη- πανορθόδοξη σύνοδος συγκληθεῖ “ἕν μόνον ἀποτέλεσμα δυνάμεθα νὰ ἀναμένωμεν ἐξ αὐτῆς σχίσματα ἤ καὶ αἱρέσεις, καὶ ὁπωσδήποτε ἀπώλειαν πολλῶν, δυσαριθμήτων ψυχῶν.” Εἶναι ὁ αὐτὸς ἄγιος ποὺ χαρακτήρησε πολὺ εὔστοχα τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς παναίρεση. Ἡ προφητικὴ προόρησις τοῦ μεγαλυτέρου θεολόγου τοῦ 20ου αἰώνα ἐκπληρώθηκε πλήρως μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, οἱ ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ἐπιβεβαίωσαν τὸν ἅγιο, μὲ τὴν ἀδιάντροπη υἱοθέτηση τῶν πλέον προδοτικῶν οἰκουμενιστικῶν κακοδοξιῶν…
Ἀναφέροντας τὰ σημαντικότερα σημεῖα τῶν καταστρεπτικῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐλήφθησαν στὴν Κρήτη ἔχουμε νὰ σημειώσουμε τὰ ἑξῆς:
Ἀναγνωρίστηκε ἐπισήμως ἡ βαπτισματικὴ θεολογία (στὸ κείμενο γιὰ τὸν Γάμο), συμφώνως πρὸς τὴν ὁποία θεωρεῖται ὡς ἔγκυρο τὸ “μυστήριο” ὅλων τῶν χριστιανῶν ποὺ ἔχουν “βαπτισθεῖ” στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀνεξαρτήτως δόγματος. Τοῦτο δηλαδὴ σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ “χριστιανοί” ἔχουν κοινὸ βάπτισμα. Παρεπόμενο εἶναι ὅτι ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ἀναγνωρίζονται ἡ ἱερωσύνη καὶ τὰ “μυστήρια” τῶν αἱρετικῶν ψευδοεκκλησιῶν.
Στὸ ἴδιο κείμενο, κατὰ παράβασιν τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐπιτρέπονται οἱ μικτοὶ γάμοι ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ὥστε ἐμμέσως νὰ ἀναγνωρίζεται ὁ ἐκκλησιαστικὸς χαρακτῆρας τῶν αἱρέσεων. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ τὴν ἀπόλυτη καὶ ἄνευ ἐξαιρέσεων ἀπαγόρευση τῶν ἱερῶν κανόνων (72ος τῆς πενθέκτης οἰκουμενικῆς Συνόδου) στὴν τέλεση τέτοιου εἴδους γάμων, ποὺ ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δὲν εἶναι κἄν γάμοι καὶ πρέπει νὰ διαλύονται.
Ἀναγνωρίστηκε μία ἀπὸ τὶς βασικὲς κακοδοξίες τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ μητρ. Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία βασίζεται στὴν θεμελιωδέστερη κακοδοξία του, αὐτὴ ποὺ ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ἡ ὁποία εἶναι παντελῶς ἀμάρτυρη ἀπὸ τὴν Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, εἶναι ὅμως σύμφωνη μὲ τὴν περσοναλιστικὴ νέα παπικὴ κακόδοξη διδασκαλία…
Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς δῆθεν “οἰκονομίας” ὁριστικοποιήθηκε ἡ κατάλυσις τῶν νηστειῶν, ἀκολουθώντας ἔτσι τὴν πεπατημένη ὁδὸ τῆς Δύσεως στὸ ζήτημα αὐτό.
Ἀναγνωρίστηκε τελεσιδίκως ἡ ἐκκλησιαστικότητα ὅλων τῶν αἱρέσεων (παπισμοῦ, μονοφυσιτισμοῦ, προτεσταντισμοῦ), συμφώνως πρὸς τὶς ἐπιταγὲς τοῦ ΠΣΕ ἐπικυρώνοντας πλέον καὶ “πανορθοδόξως” ὅσα ἔχουν ἐκεῖ ὑπογραφεῖ. Τὸ ὅτι ἡ “σύνοδος” συγκροτήθηκε βάσει τῶν ὀρισθέντων στὸ ΠΣΕ περὶ “ἀγάπης” καὶ ἑνότητος” τῶν “ἐκκλησιῶν”, ἀπόδειξη ἀποτελεῖ ἡ παρουσία ἐπισήμων παπικῶν, προτεσταντικῶν καὶ μονοφυσιτικῶν ἀντιπροσωπειῶν στὴν “σύνοδο”.
Ἀναγνωρίστηκε καὶ ἐπικυρώθηκε συνοδικὰ αὐτὸς τοῦτος ὁ Οἰκουμενισμός, διὰ τῆς ἐπιδοκιμασίας τοῦ ἔργου ποὺ ἐπιτελεῖται στὸ ΠΣΕ, τόσο τῶν ἀποφάσεών του, ὅσο καὶ τῶν κοινῶν δογματικῶν διακηρύξεων.
Ἀναγνωρίστηκε καὶ ἐπισημοποιήθηκε τὸ ἔργο τῶν διμερῶν “θεολογικῶν” διαλόγων, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν κυρίως αὐτὸν μὲ τοὺς παπικούς, ἀποδεχόμενοι ἔτσι τὰ κοινὰ θεολογικὰ κείμενα ποὺ παρήχθησαν σὲ αὐτοὺς, καὶ δι’ αὐτῶν τὴν νέα -οἰκουμενιστικὴ- εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία, ποὺ ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ διαμορφώνει τὴν νέα ἀντιπατερικὴ “θεολογία” περὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Δυστυχῶς ἡ νέα αὐτὴ θεώρηση περὶ ἐπισκόπου ἤδη ἔχει διαποτίσει τὴν δογματικὴ συνείδηση τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦν πλέον κἄν νὰ ἐννοήσουν τὴν πατερικὴ διδασκαλία περὶ τῆς ὀφειλομένης ὀρθοδόξου ἀντιδράσεως κατὰ τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκόπων (δηλ. τὴν διακοπὴ μνημοσύνου καὶ τὴν ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση).
Ἡ ἴδια ἡ συγκρότηση τῆς “συνόδου” κατέλυσε βάναυσα τὸ διαχρονικὸ ὀρθόδοξο συνοδικὸ πολίτευμα τὸ ὁποῖο βασίζεται ὄχι σὲ μία ἐκλεκτικὴ “ἀντιπροσωπευτικότητα” ἀλλὰ στὴν παρουσία τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων[1] (ἐφ’ ὅσον τοῦτο εἶναι δυνατόν), οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως πρὸς τὸν ἰσχύοντα κανονισμὸ τῆς ψευδοσυνόδου, (ὀφείλουν νά) ἔχουν τὴν ἐλευθερία τῆς ἄποψης, τοῦ λόγου καὶ τῆς ψήφου.
Τέλος, παρότι καλεῖται “πανορθόδοξη” ἡ ψευδοσύναξις τῆς Κρήτης, ἀπεῖχαν, ὡς γνωστὸν, τέσσερις Ἐκκλησίες, ὁπότε αἴρεται -τυπικά- ὁ πανορθόδοξος χαρακτῆρας της. Νὰ σημειωθεῖ πάντως ἡ ἐμμονὴ τῶν συμμετασχουσῶν Ἐκκλησιῶν στὸν ὑποχρεωτικὸ χαρακτῆρα τῆς “συνόδου”, κάτι ποὺ δὲν τὸ διαπραγματεύονται.
Βάσει ὅλων τῶν ἀνωτέρω καθίσταται σαφὲς πλέον ὅτι ὁ πυρῆνας τῆς οἰκουμενιστικῆς θεολογίας, ἐπὶ τῆς ὁποίας οἰκοδομεῖται ἡ οἰκουμενιστικὴ ἑνότητα, ὄχι μόνον εἶναι παροῦσα στὶς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, ἀλλὰ πλέον ἐπιβάλλεται μέσω τοῦ πανορθοδόξου κύρους τῆς συνόδου σὲ ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες καὶ τοὺς πιστούς τους. Ἡ ἀναγνώριση τῆς “συνόδου” πλέον ἔχει ὁλοκληρωθεῖ στὶς κατὰ τόπους ἱεραρχίες τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἐπαινοῦν τὴν σύνοδο ὀνομάζοντάς την συνέχεια τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν Συνόδων· πρόσφατο παράδειγμα ἄλλωστε, ἀποτελεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Ἔχουν δημοσιοποιηθεῖ ἐπισκοπικὲς ἐγκύκλιοι στὶς ὁποῖες δίνουνται ἐντολὲς στοὺς ἱερεῖς τῶν μητροπόλεων νὰ ἐφαρμόζουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης. Παράλληλα οἱ θεολογικὲς ἀπόψεις ποὺ γράφονται στὰ ἐπισκοπικὰ ἐκκλησιαστικὰ περιοδικά καὶ διδάσκονται στὰ συνέδρια, καὶ στὶς θεολογικὲς σχολές, εἶναι αὐτὲς τῆς ψευδοσυνόδου, ἡ ὁποῖα καθ’ ὁλοκληρίαν ἐπαινεῖται. Ἐκεῖ ποὺ κυριαρχεῖ ἡ νέα “θεολογία” εἶναι βεβαίως στὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο ὅπου ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἤ ἀντίθετο χαρακτηρίζεται ὡς ἀκραῖο ἤ καὶ φονταμενταλιστικό. Ὁ ἐξοβελισμὸς τῆς παραδοσιακῆς ὀρθοδοξίας εἶναι πλήρης καὶ ἐὰν κάποιος ἐπιθυμεῖ ἀκαδημαϊκὴ θεολογικὴ ἐκπαίδευση, πρόκειται νὰ (παρα)μορφωθεῖ βάσει τῶν νέων ἀντορθοδόξων δυτικοφιλοσοφικῶν “θεολογιῶν”. Ἀποτέλεσμα ὅλων τούτων εἶναι ἡ διαμόρφωση μίας νέας “δογματικῆς” συνείδησης, οἰκουμενιστικοῦ προσανατολισμοῦ, στὶς ψυχὲς νέων κληρικῶν ἤ μοναχῶν ποὺ φοιτοῦν στὶς θεολογικὲς σχολές, οἱ ὁποῖοι μὴν ἔχοντες διδαχθεῖ τίποτε τὸ ὁποῖο νὰ μὴν ἔχει ἀλλοιωθεῖ απὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ θεολογία, νὰ μὴν γνωρίζουν -ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν καταλαβαίνουν- τίποτε πλέον ἀπὸ πατερικὴ ὀρθόδοξη θεολογία. Βάσει αὐτῶν μποροῦμε νὰ καταλαβαίνουμε τὸ τὶ κατήχηση πρόκειται νὰ κάνουν στὸν ὀρθόδοξο πιστὸ λαό…
Κάποιοι κατανοώντας ἕνα μέρος ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ ὄχι ὅμως καὶ τὸ σύνολο τοῦ προβλήματος, διακρίνουν αἵρεση καὶ αἱρετικούς, λέγοντας ὅτι “κάνουμε ἀγῶνα ἔναντι τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ ὄχι ἔναντι τῶν ἀνθρώπων”, λὲς καὶ ἡ αἵρεση εἶναι κάποιου εἴδους ἀπρόσωπη μόλυνση ποὺ υπάρχει στὸν ἀέρα… Πάντοτε στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καταδικάζονταν ὄχι μόνον οἱ αἱρέσεις ἀλλὰ καὶ οἱ αἱρετικοὶ ποὺ τὶς διέδιδαν στοὺς πιστοὺς ἐπὶ καταστροφή τους. Τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαβάζεται στοὺς Ναοὺς κάθε Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀποτελεῖ μαρτυρία τῶν ἀναθεματισμῶν κατὰ τῶν αἱρετικῶν πατριαρχῶν, ἐπισκόπων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Ἄλλωστε καὶ σήμερα ποὺ δυστυχῶς καὶ πάλι ἀντιμετωπίζει ἡ Ἐκκλησία αἵρεση, τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι: ποίοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ διώκουν, ἄραγε κάποια ἀπρόσωπη “αἵρεση” ἤ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι, καὶ ἡγούμενοι; Χαρακτηριστικὲς ἄλλωστε εἶναι οἱ καταδικαστικὲς ἀποφάσεις ὅπως καταγράφονται στὰ πρακτικὰ τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γιὰ παράδειγμα, στὴ τρίτη οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τὸ 431, γράφεται: “Ὁ βλασφημηθεὶς τοίνυν παρ’ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ Νεστορίου) κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὥρισε διὰ τῆς παρούσης ἁγιωτάτης συνόδου ἀλλότριον εἶναι τὸν αὐτὸν Νεστόριον τοῦ τε ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ παντὸς συλλόγου ἱερατικοῦ”[2]. Καὶ πάλιν: “Πάντες οἱ ἐπίσκοποι ἅμα ἐπεφώνησαν· Ὁ μὴ ἀναθεματίζων Νεστόριον ἀνάθεμα ἔστω. Τοῦτον ἡ ὀρθὴ πίστις ἀναθεματίζει͵ τοῦτον ἡ σύνοδος ἀναθεματίζει. Τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἀναθεματίζει. Ὁ κοινωνῶν Νεστορίῳ ἀνάθεμα ἔστω. Πάντες ἀναθεματίζομεν τὴν ἐπιστολὴν καὶ τὰ δόγματα Νεστορίου. Τὸν αἱρετικὸν Νεστόριον πάντες ἀναθεματίζομεν. Τοὺς κοινωνοῦντας Νεστορίῳ πάντες ἀναθεματίζομεν. Τὴν ἀσεβῆ πίστιν Νεστορίου πάντες ἀναθεματίζομεν. Τὸ ἀσεβὲς δόγμα Νεστορίου πάντες ἀναθεματίζομεν. Τὸν ἀσεβῆ Νεστόριον πάντες ἀναθεματίζομεν. Ὅλη ἡ οἰκουμένη ἀναθεματίζει τὴν ἀσεβῆ θρῃσκείαν Νεστορίου. Ὁ τοῦτον μὴ ἀναθεματίζων ἀνάθεμα ἔστω. Τοῦτον ἡ ὀρθὴ πίστις ἀναθεματίζει. Τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἀναθεματίζει. Ὁ κοινωνῶν Νεστορίῳ ἀνάθεμα ἔστω.”[3]
Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ ἑβδόμη οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Στὴ σύνοδο λοιπὸν, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ὑπῆρξε καὶ ἐνδελεχὴς ἀνασκευὴ τοῦ ὅρου τῆς ληστρικῆς ψευδοσυνόδου τοῦ 754, τὴν ὁποίαν σημειωτέον οἱ ἴδιοι οἱ εἰκονομάχοι εἶχαν ἀναγνωρίσει ὡς 7ην οἰκουμενικήν. Παρ᾽ ὅλα ταῦτα οἱ πατέρες τῆς συνόδου δὲν εἶπαν ὅτι οἱ εἰκονομάχοι ἐπίσκοποι ἐν ἁγίῳ Πνεύματι εἶπαν ὅ,τι εἶπαν καὶ ἐμεῖς ἁπλῶς πρέπει κάπως νὰ τὰ διορθώσουμε ἢ νὰ τὰ καλυτερέψουμε τὰ κείμενα, ὅπως ἀκούγεται σήμερα γιὰ τὰ κείμενα τῆς Κρήτης. Ὄχι, ἀλλὰ εὐθέως κατηγόρησαν τοὺς εἰκονομάχους ἐπισκόπους ὅτι ἂν καὶ “ἱερωσύνης ἀξίωμα περιβέβληντο, (ὅμως εἶχαν) τὴν δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι” (Mansi[4] 401) καὶ πάλιν “τὴν προσηγορίαν μόνην ἔχει ἱερατικήν, φαύλην δὲ καὶ ἀνίερον τὴν γνῶσιν … ὅτι τὴν μὲν ἀλήθειαν ὑπεκρίθη, τῷ δὲ ψεῦδος ἐπαρρησιάσθη.” (ὅ.π. 412) καὶ ὄχι ἁγία σύνοδο δὲν συνέστησαν, ἀλλὰ “καϊφαϊκὸν συνέδριον” στὸ ὁποῖο ὅπως μᾶς λένε “γεννήτορες γεγόνασι δυσσεβῶν διδαγμάτων” (ὅ.π.) καὶ ἦσαν αὐτοί, ὡς αἱρετικοί, ποὺ “κατεξανίστανται καὶ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀληθείας” (ὅ.π. 324). Καὶ ὅπως καὶ στὴν Κρήτη, ὅταν χρησιμοποιοῦσαν πατερικὰ ἢ γραφικὰ χωρία τοῦτο, μᾶς λέει ἡ ἁγία Σύνοδος, τὸ ἔκαναν “πονηρῶς καὶ κακούργως” (ὅ.π. 288) καὶ τὸ “ψεῦδος τῇ ἀληθείᾳ συγκαταμίξαντες βουλόμενοι, οἶα (ὡσάν) δηλητήριον ἀνακιρνῶντες μέλιτι” (ὅ.π. 333), κατέληξαν λοιπὸν νὰ εἶναι “ὥσπερ λύκοι βαρεῖς τῇ ποίμνῃ τοῦ Χριστοῦ” (ὅ.π. 324). Διότι ἂν ὄντως, “κατὰ θείαν χάριν ἡ ἄθροισις αὐτῶν γέγονε” θὰ ἐκοσμεῖτο ἀπό “χάριτι Θεοῦ λαληθεῖσι ρήμασι … καὶ ἀληθείᾳ” (ὅ.π. 209).
Τελικῶς ἡ σύνοδος ἀναθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς εἰκονομάχους πατριάρχες Κων/λεως: “Ἀναστασίῳ, Κωσταντίνῳ καὶ Νικήτᾳ τοῖς κατὰ διαδοχὴν τῷ θρόνῳ Κωσταντινουπόλεως προεδρεύσασιν, ὡς νέῳ Ἀρείῳ, Νεστορίῳ καὶ Διοσκόρῳ, ἀνάθεμα. Ἰωάννη Νικομηδείας καὶ Κωσταντίνῳ Νακωλείας, τοῖς αἱρεσιάρχαις ἀνάθεμα” (ὅ.π. 416)
Ἔχοντας δείξει τὰ παραπάνω, ὀφείλουμε νὰ δώσουμε ἀπαντήσεις σὲ κάποιες ἀπορίες ποὺ τίθενται ὑπὸ ἀδελφῶν οἱ ὁποῖοι καλοπροαιρέτως ἐρωτοῦν, σχετικὰ μὲ τὴν ἀντίδραση κατὰ τῆς αἱρέσεως, δηλ. τὴν διακοπὴ μνημοσύνου. Νὰ σημειώσουμε ὅμως, ὅτι πολλὲς ἐκ τῶν ἀποριῶν ὀφείλονται ὄχι τόσο στὴ ἐλλειπὴ πληροφόρηση, ὅσο στὴν κακὴ πληροφόρηση ποὺ ἔχει δοθεῖ ὑπὸ ἐπισκόπων, πνευματικῶν, γερόντων καὶ θεολόγων, ποὺ προσπαθοῦν, εἴτε ἠθελημένα εἴτε ὄχι, νὰ ἐλαχιστοποιήσουν τοὺς κινδύνους ἐκ τῆς αἱρέσεως καὶ -δυστυχῶς- νὰ διαστρέφουν τὴν ἁγιοπνευματικὴ διδασκαλία τῶν θεοφόρων πατέρων περὶ τοῦ ὀρθοῦ τρόπου ἀντιμετωπίσεώς της, οὕτως ὥστε νὰ δύνανται νὰ κατηγοροῦν ὅσους τὴν χρησιμοποιοῦν.
Κατὰ πρῶτον κατηγοροῦνται ὅσοι διακόπτουν τὸ μνημόσυνο, ὅτι -δῆθεν- κάνουν σχῖσμα ἤ ὅτι πηγαίνουν γιὰ σχῖσμα. Ἡ κατηγορία αὐτὴ ὀφείλεται στὴν ἐλλειπή, ἔως ἀνύπαρκτη γνώση τοῦ 15ου κανόνα τῆς, οἰκουμενικοῦ κύρους, πρωτοδευτέρας καλουμένης Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου τοῦ 861. Ὁ ἐν λόγω κανόνας ξεκάθαρα ἀναφέρει ὅτι ἐφ’ ὅσον διαχωρίζεται κάποιος τῆς κοινωνίας τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου του (αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκριβὴς λέξη ποὺ χρησιμοποιεῖται καὶ ποὺ διασαφηνίζει τὴν ὀρθὴ κατανόηση τῆς διακοπῆς μνημοσύνου: “τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος”), ὄχι μόνον ΔΕΝ κάνει σχῖσμα, ἀλλὰ τοὐναντίον “σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.” Δηλαδὴ, ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ κατηγοροῦνται αὐτοὶ ποὺ διακόπτουν κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, ἀλλὰ ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος κανόνας νὰ ἐπαινοῦνται διότι προστατεύουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν φθοροποιὸ δράση τῶν (ψευδ)ἐπισκόπων: “οἱ τοιούτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται … ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται.” Ἄξιοι τιμῆς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους εἶναι οἱ “ἀποτειχίζοντες” ἐαυτοὺς τῶν αἱρετικῶν, ἡ “ἀποτείχιση” σημαίνει ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι διαχωρίζονται τοποθετώντας ἕνα “τεῖχος” μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν, ποὺ εἶναι ἡ διακοπὴ κοινωνίας. Πότε συμβαίνουν ὅλα αὐτά; Ἐρωτοῦμε, διότι κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι διακοπὴ κοινωνίας γίνεται μόνον ΜΕΤΑ τὴν συνοδικὴ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ. Ὅμως ὁ εἰρημένος ἱερὸς κανόνας καὶ πάλι, ἀπολύτως ξεκάθαρα, μᾶς σαφηνίζει αὐτὸ ποὺ διαχρονικῶς καὶ καθολικῶς ΟΛΟΙ οἱ σήμερον τιμώμενοι ὡς ὁμολογητὲς καὶ ἅγιοι θεοφόροι πατέρες ἔκαναν: “πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες”. Ἐδῶ, πρέπει κάποιος νὰ ἐμφορεῖται ἀπὸ δαιμονικὴ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν καταλάβει αὐτὸ ποὺ μὲ ἀπόλυτη καθαρότητα μᾶς ὁρίζει ὁ κανόνας: ΠΡΙΝ ἀπὸ τὴν συνοδικὴ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου κόπτεται ἡ μυστηριακὴ κοινωνία. Ἄλλωστε στὸ ἴδιο σημεῖο ἐπίσης μᾶς ξεκαθαρίζεται τὸ πῶς κατανοεῖται ὁ ἐπίσκοπος, τοῦ ὁποίου κόπτεται τὸ μνημόσυνο: “Οὐ γὰρ Ἐπισκὸπων ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν”.
Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γίνεται φανερὸ τὶ ὀφείλει νὰ πράξει ὁ ὀρθόδοξος σὲ περίπτωση αἱρέσεως, κάτι ποὺ ἀπαντᾶ σὲ μίαν ἀκόμη κατηγορία κατὰ τῶν ἀποτειχισθέντων: ὅτι ὅ,τι κάνουν τὸ κάνουν “ἄνευ λόγου”, “ταράσσοντας τὴν Ἐκκλησία”, ἐφ’ ὅσον μάλιστα οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι δὲν ἔχουν καταδικασθεῖ. Σὰν νὰ ἀπαντάει σὲ ὅλα ἀυτὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς προειδοποιεῖ: “ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ὑμῖν εὐαγγελίζηται παρ΄ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν͵ ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν͵ καὶ ἄρτι πάλιν λέγω͵ εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ΄ ὃ παρελάβετε͵ ἀνάθεμα ἔστω” (Γαλ. 1, 8-9). Γεγονὸς εἶναι ὅτι σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς ποὺ οἱ αἱρετικοὶ εἶχαν “καταλάβει” τὶς διοικητικὲς θέσεις στὴν Ἐκκλησία, εἶχαν τὴν δύναμη νὰ διώκουν καὶ νὰ ἀναθεματίζουν τοὺς προασπιστὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, κατηγορώντας τους ὡς “ταραχοποιοὺς καὶ διασπαστὲς τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας”, παραδείγματα (ὁλίγα ἐκ τῶν πολλῶν), ἀποτελοῦν τὰ συνοδικὰ ἀναθέματα κατὰ τῶν ὀρθοδόξων ἀπὸ τὴν πατριαρχικὴ σύνοδο τοῦ λατινόφρονος ἑνωτικοῦ πατριάρχου Κων/λεως Ἰωάννου Βέκκου[5], καθὼς καὶ τὸ ἐπίσης συνοδικὸ ἀνάθεμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ὑπὸ τοῦ, κατόπιν ἀναθεματισθέντος, αἱρετικοῦ πατριάρχου Κων/λεως Ἰωάννου Καλέκα[6]. Στὸ ἐρώτημα τοῦ γιατὶ κατεδικάζοντο οἱ ὀρθόδοξοι, τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν δίνουν οἱ ἴδιες οἱ ἀποφάσεις τους: διότι εἶχαν διακόψει οἱ ὀρθόδοξοι τὸ μνημόσυνο τῶν αἱρετικῶν -πρὶν αὐτοὶ καταδικασθοῦν ἀπὸ ὀρθόδοξη Σύνοδο- ἑπομένως καὶ κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζύ τους. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ὁρίζεται καὶ στὸν 15ο κανόνα τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὅπως ἤδη εἴδαμε.
Βεβαίως, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ διῶκτες πατριάρχες καὶ ἐπίσκοποι καταδικαζόντουσαν καὶ συνοδικά, καὶ ἦσαν αὐτοὶ ποὺ ἀνεθεματίζοντο, ἐνῶ οἱ ὀρθόδοξοι ἐτιμοῦντο, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τέλος, ἐρωτῶνται οἱ ἀποτειχισμένοι, ποῖον ἐπίσκοπο μνημονεύουν στὴν θέση αὐτοῦ ποὺ τοῦ ἔχουν διακόψει τὸ μνημόσυνο. Καὶ μόνον αὐτοῦ τοῦ τύπου ἡ ἐρώτηση φανερώνει δύο ἐξαιρετικῆς σημασίας προβλήματα ποὺ διακατέχουν τοὺς ἐρωτώντας. Ἀφ’ ἑνὸς, φανερώνεται ἡ πλήρης ἄγνοια τοῦ 15ου κανόνα τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου, (ποὺ ἀκροθιγῶς ἀναλύθηκε ἀνωτέρω), τόσο τοῦ “γράμματος”, ὅσο καὶ τοῦ θεολογικοῦ ὑποβάθρου στὸ ὁποῖο στηρίζεται. Τὸ νόημα τοῦ κανόνος, πέραν τῆς ρητῆς ἀναφορᾶς ποὺ κάνει γιὰ διακοπὴ μνημοσύνου “πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως”, πρὶν δηλ. καταδικασθεῖ ὁ αἱρετίζων ἐπίσκοπος ἀπὸ ὀρθόδοξη σύνοδο, ἐπιπλέον ΔΕΝ ὁρίζει τὴν ἀλλαγὴ μνημοσύνου, τὴν εἰσαγωγὴ δηλ. τοῦ μνημοσύνου ἄλλου ἐπισκόπου, κάτι ποὺ εἰδάλλως θὰ ὤφειλε νὰ τὸ λέει ρητῶς. Τοῦτο συμβαίνει διότι παρότι ὁ κανόνας τὸν αἱρετίζοντα τὸν ὀνομάζει ὡς ψευδεπίσκοπο (ἕνεκα τῶν κακοδόξων ἑτεροδιδασκαλιῶν ποὺ κηρύττει), τοῦτος ὀφείλει νὰ ἐλεγχθεῖ, νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ ἐφ’ ὅσον παραμείνει ἀμετανόητος, νὰ καταδικασθεῖ ὑπὸ τῆς ὀρθοδόξου Συνόδου. Μόνον μετὰ ἀπὸ τὶς εἰρημένες διαδικασίες καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ αἱρετικοῦ, μπορεῖ νὰ ψηφισθεῖ νέος, ὀρθόδοξος αὐτὴ τὴ φορά, ἐπίσκοπος γιὰ τὴν συγκεκριμένη ἐπισκοπή. Τότε πλέον ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνημόνευση τοῦ νέου, ὀρθοδόξου αὐτὴ τὴ φορὰ, ἐπισκόπου.
Ἀφ’ ἑτέρου ἐκφράζεται ἡ ἐπισκοποκεντρικότητα κατὰ Ζηζιούλα, ἡ ὁποία συνιστᾶ μία βαθειὰ ἀντιπαραδοσιακὴ καὶ ἀντιεκκλησιαστικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία, ἔχοντας κυριεύσει ἀρχικὰ ὅλες τὶς Θεολογικὲς Σχολὲς πλέον ἔχει περάσει, ἐκλαϊκευμένη, στοὺς ἁπλοὺς ἱερεῖς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὄχι ὁ Χριστός ἀλλὰ ὁ ἐπίσκοπος, καὶ ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του στὴν θεία Λειτουργία τὴν καθιστᾶ “ἔγκυρη”! Πράγματι μεγαλύτερη βλασφημία ἀπ’ ἀυτὴν δὲν ἔχει ξανακουσθεῖ! Δὲν εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ ἁγιάζει τὰ θεῖα μυστήρια, ἀλλὰ τό ὄνομα τοῦ ἀρχιερέα, ὅσο ἀσεβὴς ἤ ἁμαρτωλὸς κι ἄν εἶναι! Ἡ παντελῶς ἀμάρτυρη τόσο ἁγιογραφικὰ ὅσο καὶ πατερικά, τούτη καινοφανὴς διδασκαλία ἔχει τὶς ρίζες της στὴν παπικὴ ἐκκλησιολογία Communio, βάσει τῆς ὁποίας θεμελιώνεται καὶ δικαιολογεῖται, μετὰ τὴν Β’ Βατικανὴ “Σύνοδο”, τὸ παπικὸ πρωτεῖο, τὸ ὁποῖο ἐπιθυμεῖ ὁ Ζηζιούλας νὰ μεταφέρει καὶ στὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολὴ.
Κλείνοντας τὴν μικρὴ αὐτὴ ἱστορικοθεολογικὴ ἀναφορὰ εὐχόμαστε ὅπως τὸ μικρό μας πόνημα ἀποτελέσει ἀφορμὴ καλοῦ προβληματισμοῦ στοὺς καλόπιστους ἀδελφοὺς ποὺ παραμένουν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουμενιστές, οὕτως ὥστε ὅλοι μαζὺ νὰ ἀποτελέσουμε τὸ μεγάλο μέτωπο τῆς ὀρθοδόξου ἐνστάσεως ἔναντι τῆς αἱρέσεως, τὸ ὁποῖο χάριτι Θεοῦ θὰ ὁδηγήσει στὴν κατάλυσή της καὶ σ’ ἕναν νέο θρίαμβο τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας. Ἀμήν!
Γέρων Ἐφραὶμ Προδρομίτης
Ἱερομόναχος Δαμασκηνὸς Προδρομίτης
Μοναχὸς Μᾶρκος Προδρομίτης
Μοναχὸς Βαρσανούφιος Προδρομίτης
[1] ἐνδεικτικὰ μόνον ν’ ἀναφέρουμε, ὅτι καὶ αὐτὲς οἱ αἱρετικὲς ψευδοεκκλησίες συγκροτοῦν “συνόδους” οἱ ὁποῖες συνάσσουν τὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων τους, παράδειγμα εἶναι ἡ παρουσία 2500 παπικῶν ἐπισκόπων στὴν αἱρετικὴ Β’ Βατικάνεια “σύνοδο”. Ὁποία διαφορὰ πρὸς τὴν “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο”…
[2] Schwartz, E., “Ἀπόφασις ἐξενεχθεῖσα κατὰ Νεστορίου ἡ καθαιροῦσα αὐτὸν”, Acta Conciliorum Oecumenicorum (ACO) Ephesenum I,1,2 Berlin & Leipzig: Walter De Gruyter, 1927, σελ. 54
[3] ὅ. π. σελ. 35-36
[4] Mansi, J. D., Sacrorum Conciliorum nova, et amplissima collectio, vol. 13, Florentiae, 1768
[5] Χαρακτηρηστικὰ στὴ σύνοδο τοῦ 1277, ὁ Βέκκος καὶ σύνολη ἡ πατριαρχικὴ σύνοδος ἀποφάσισαν: “Διὸ καὶ κατὰ τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ὑπὸ τοῦ παναγίου Πνεύματος ἐξουσίαν, κατὰ μὲν τῶν ἱερωσύνης ἐχόντων ἐν οἰῳδήτινι τάγματι, εἴτε ἀρχιερατικῷ σεμνύνονται ἀξιώματι, εἴτε πρεσβύτεροί εἰσι τὸν βαθμόν, εἴτε διάκονοι, κατὰ τούτων πάντων καθαίρεσιν ἀποφαινόμεθα καὶ ἀφορισμὸν καὶ ἀνάθεμα. Κατὰ δὲ τῶν ἄλλων πάντων ἁπλῶς … ἀφορισμὸν ἀποφαινόμεθα καὶ ἀνάθεμα.”, Laurent, V. et Darrouzes, J., Dossier Grec de l’ Union de Lyon, Paris, 1976, σελ. 467
[6] Ἔτσι ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας ἀποφάσισε: “Τὸν Παλαμᾶν καὶ τοὺς ὁμόφρονας αὐτοῦ, καὶ πάντα τὰ ἀσεβῆ αὐτῶν δόγματα, οἰκειότερον δὲ εἰπεῖν παραληρήματα, τοὺς δὲ ἐκδικοῦντας, καὶ ἐκλαμβάνοντας, καὶ ἐκδεχομένους τὰ ἐν τῷ Τόμῳ κατὰ τὴν αὐτῶν ἐξήγησιν, μᾶλλον δὲ φλυαρίαν… (οἱ ὁποῖοι ἐτόλμησαν) ἀκανονίστως καὶ ἀκρίτως ἀποκόψαι τὸ μνημόσυνόν μου, τῷ ἀπὸ τῆς ζωαρχικῆς καὶ ἁγίας Τριάδος δεσμῷ καθυποβάλλομεν, καὶ τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν.” P.G. 150, 863D