Την λέξη ρεβεγιόν την «δανειστήκαμε» από τα γαλλικά, όπου ξεκίνησε το «φαινόμενο».
Το 'réveillon' έχει τη 'βάση' του στο 'réveiller' που σημαίνει 'ξυπνώ' και προέρχεται από το λατινικό 'vigilo' που σημαίνει 'αγρυπνώ', 'βρίσκομαι σε εγρήγορση'. Η 'μεταφορά' εξυπηρέτησε την περιγραφή αυτού που γινόταν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Δηλαδή, των λουκούλλειων δείπνων με τα πολλά (χρονοβόρα σε προετοιμασία και ακριβά υλικά) πιάτα που δεν τελείωναν ποτέ και άρα οι μετέχοντες (μέλη οικογενείας ή/και φίλοι στη λογική όσοι περισσότεροι τόσο καλύτερα) έμεναν ξύπνιοι και μετά τα μεσάνυχτα. Δεδομένου ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας στην Ελλάδα, 'ενεργοποιείται' από τις 22.00 έως τις 05.00 μοιραία 'εξαφανίζει' αυτό που ήξερες ως ρεβεγιόν. Πλησιάζει ωστόσο, σε εκείνο που προσδιορίστηκε ως réveillon, όταν προέκυψε η λέξη.
Όπως ενημερώνει το CNRTL ο όρος πρωτοεμφανίστηκε τον 19ο αιώνα, σε κείμενο (Loti, Journal, 1878-81, σελίδα 207) που κάποιος αφηγείτο πως 'αναμένουμε με χαρά τα μεσάνυχτα, συντροφιά με λίγους συντρόφους, καθισμένοι μπροστά σε κούπες με ζεστή σοκολάτα και μπριός. Μια ειλικρινής μικρή παραμονή Πρωτοχρονιάς στο οικοτροφείο'. Τότε δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, άρα οι άνθρωποι δεν ξαγρυπνούσαν 'εξαιρουμένης της παραμονής των Χριστουγέννων, προκειμένου να πάρουν μέρος στους εορτασμούς', όπως υποστηρίζουν μελετητές. Υπήρχε η λειτουργία στην εκκλησία που τελείωνε μετά τα μεσάνυχτα (τα Χριστούγεννα ουσιαστικά 'άρχιζαν' με το ψάλσιμο του 'Minuit, chrétiens' -βλ. Άγια νύχτα). Και με την επιστροφή στο σπίτι οι οικογένειες έτρωγαν τα φαγητά που ετοίίμαζαν για μέρες, έως το ξημέρωμα.
Έτσι τέθηκε το φαγητό στο επίκεντρο της ιστορίας, με τα πιάτα να διαφέρουν από οικογένεια σε οικογένεια (ανάλογα με τις δυνατότητες της κάθε μίας). Συνήθως περιλάμβαναν κρεατόπιτα, κεφτεδάκια με σάλτσα, χοιρινά πόδια και πατάτες, ενώ το επιδόρπιο ήταν σπιτικά ντόνατ με μαρμελάδα. Όλα μαγειρεύονταν για πολλές μέρες.
Όταν το 'πήρε' η αριστοκρατία το έκανε 'πλουμιστό' δείπνο, το μετέδωσε και στα παλάτια άλλων χωρών, ενώ 'έφτιαξε' και κανόνες. Όπως για παράδειγμα ότι το βράδυ αρχίζει με απεριτίφ: με finger food, συνοδεία σαμπάνιας. Μετά έρχεται το κανονικό γεύμα που περιλαμβάνει πολλά πιάτα, τα οποία σερβίρονται με συγκεκριμένα σειρά (ορεκτικά, κυρίως πιάτο με συνοδευτικά, τυριά και τέλος γλυκό που δεν είναι όποιο κι όποιο αλλά το bûche de noël).
Διευκρινίζεται και ότι το δείπνο 'ξεπλένεται' με διάφορους τύπους κρασιών, από διάφορες περιοχές, ανάλογα με τα πιάτα και το τι ταιριάζει.Μετά τα 'δυνατά' ποτά, ακολουθεί καφές, ξηροί καρποί, σοκολάτες και άλλες λιχουδιές που εξαρτώνται από τι παράγει κάθε περιοχή. Etiquette δεν έχει μόνο το réveillon de Noël (ρεβεγιόν Χριστουγέννων), αλλά και το réveillon de Nouvel Αn (ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς) που εν αντιθέσει με αυτό που προηγείται, επικεντρώνει περισσότερο στους φίλους παρά στους συγγενείς. Προφανώς όσο περισσότερο εξαπλωνόταν, προσαρμοζόταν στα ήθη, τα έθιμα και τα φαγητά κάθε χώρας.
Από τη δεκαετία του '60 άρχισε να μειώνεται ο κόσμος που παρακολουθούσε τη λειτουργία των Χριστουγέννων στις εκκλησίες, με τη γιορτή να γίνεται πιο εμπορική -από ιερή. Τότε άρχισε και η ανταλλαγή δώρων και η μετακίνηση της μέσα στην ημέρα, από μεταμεσονύχτια σε μάζωξη πριν τα μεσάνυχτα και όπου βγει.