
Ο νεαρός αποφάσισε να κολυμπήσει πέντε με δέκα μίλια (σχεδόν 15 χλμ. τόσο το υπολόγισε) μέχρι την ακτή της πιο απομακρυσμένης γωνιάς του κόσμου. Ο συνεργάτης του σε αυτή την αποστολή, Ρενέ Ουέσινγκ, θα τον περίμενε στο αναποδογυρισμένο ξύλινο κύτος το οποίο η θάλασσα «κακοποιούσε» για εικοσιτέσσερις ώρες.
«Δεν νομίζω ότι πρέπει να πας», είπε ο Ουέσινγκ στον φίλο του.
«Όχι, είναι εντάξει. Νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω», απάντησε ο Μάικλ.
Κάπως έτσι βρέθηκε στο νερό με δύο άδεια μπιτόνια βενζίνης δεμένα στη στρατιωτικού τύπου ζώνη του για να τον κρατάνε στην επιφάνεια. Ξεκίνησε να κολυμπάει αργά προς την ακτή η οποία εκτιμούσε ότι ήταν 10 ώρες μακριά.
Ήταν η τελευταία φορά που κάποιος θα έβλεπε ζωντανό τον Μάικλ Ροκφέλερ. Η έρευνα που έγινε στη θάλασσα, από τον αέρα αλλά και στη γη δεν έδειξε τίποτα, και το μυστήριο γύρω από την εξαφάνισή του νεαρού γόνου άφησε τους Ροκφέλερ – και τον κόσμο- με ερωτήματα
. Θεωρούσαν ότι πνίγηκε. Έκαναν λάθος.
Μετά από πολλές ώρες κολύμπι, ο Ροκφέλερ είδε την ακτογραμμή.
Ένιωσε ασφάλεια όταν είδε κάποιους ντόπιους, περίπου 50, με τα κανό τους ακουμπισμένα στα δέντρα. Η ώρα ήταν 6 το πρωί και ο ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλλει.
Οι ντόπιοι τον σημάδεψαν με τα δόρατά τους θεωρώντας ότι ήταν κροκόδειλος, αλλά όταν ο Μάικλ γύρισε και έδειξε το στομάχι του. Τότε κατάλαβαν ότι ήταν άνθρωπος … και τον αναγνώρισαν γιατί είχε ξαναβρεθεί στο χωριό.
Ήταν ο «Μάικι»
Οι ντόπιοι αυτοί άνδρες ήταν μυώδεις, δυνατοί, με σκούρο δέρμα και τεράστια πίρσινγκ. Δεν έχασαν χρόνο. Έβγαλαν τον Μάικλ στην ακτή και σε μια απρόσμενη κίνηση, τον περικύκλωσαν.
Ο Αχίμ, επικεφαλής ενός από τα πέντε σπίτια που αποτελούσαν το χωριό Ασμάτ, στράφηκε στον Πεπ, ο οποίος είχε σκοτώσει περισσότερους ανθρώπους από οποιονδήποτε άλλο και είχε μαζέψει τα περισσότερα κεφάλια.
«Έσκυψε και κάρφωσε την πλάτη του λευκού σχίζοντας το δέρμα με το δόρυ μέχρι τα πλευρά του. Ο Μάικλ φώναξε, βγάζοντας έναν βαθύ σπαρακτικό ήχο που δεν έμοιαζε ανθρώπινος. Έπειτα τον έβαλαν σε ένα κανό», γράφει ο συγγραφέας.