Οι Σπαρτιάτες ονομάζονται μεταξύ τους και «όμοιοι» που σημαίνει ίσοι ή ευπατρίδες. Όπως και σε άλλες πόλεις, έτσι και στην Σπάρτη υπήρχε η τάξη των ευγενών, από την οποία προήρχοντο οι γνήσιοι Σπαρτιάτες, οι ¨όμοιοι¨ δηλαδή πολίτες, οι οποίοι αριθμούσαν περί τα 1500-3000 άτομα. Ο αριθμός αυτός βέβαια ανήκει στους όμοιους πολεμιστές και αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας.
Αργότερα ο αριθμός των ομοίων πολεμιστών μεγάλωσε φτάνοντας γύρω στους 9000. Με τις διάφορες όμως πολεμικές διαμάχες μεταξύ των ελληνικών πόλεων και τις αλλεπάλληλες πολεμικές συγκρούσεις, ο αριθμός των ομοίων πολεμιστών μειώθηκε σημαντικά, αναγκάζοντας έτσι διάφορους βασιλείς της Σπάρτης να λάβουν μέτρα κατά της λειψανδρίας και υπέρ της αύξησης του αριθμού των ομοίων πολεμιστών, εγγράφοντας κάποιες φορές ως όμοιους πολίτες, είλωτες ή νόθους. Για να δούμε τον αριθμό των ομοίων πολιτών της Σπάρτης σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της Λακεδαίμονος, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Λακωνίας υπερέβαινε τις 180.000 κατοίκους.
Η κύρια και βασική υποχρέωση των ομοίων πολεμιστών, ήταν η συνεισφορά τους στα συσσίτια, η οποία αποτελείτο από ορισμένη ποσότητα κριθάλευρου, κρασιού, αποξηραμένων σύκων, τυριού και κρέατος.
Η δεύτερη υποχρέωση του όμοιου πολεμιστή προς την πατρίδα ήταν να είναι ικανός και γενναίος πολεμιστής. Ένα γεγονός που ξεκινούσε πριν ακόμα γεννηθεί αφού οι γονείς έπρεπε να διατηρούν υγιή και γυμνασμένα σώματα, καθώς επίσης και να βρίσκονται στην κατάλληλη ηλικία τεκνοποίησης, ώστε το παιδί που θα γεννηθεί να έχει τις καλύτερες σωματικές προϋποθέσεις για να γίνει ένας υγιής και δυνατός πολεμιστής. Μετά την γέννηση βέβαια ακολουθούσε η εκπαίδευση η οποία άρχιζε από την νηπιακή και συνεχιζόταν στην παιδική και εφηβική ηλικία. Ήθελε λοιπόν ο Λυκούργος να επιβάλλει με τους νόμους του στους Σπαρτιάτες να αγαπούν την πατρίδα τους περισσότερο από κάθε άλλο, δείχνοντας το με το θάρρος τους στις μάχες.
Η αρχαία Σπάρτη αποτελείτο από πέντε κόμες: Λίμναι, Κυνοσούρα, Μεσόα, Πιτάνη και Αμύκλαι. Οι Σπαρτιάτες αποτελούνταν από τρεις φυλές: Των Υλλέων, των Δυμάνων και των Παμφύλων που ανάλογα με τον τόπο διαμονής τους, χωρίζονταν στις πέντε παραπάνω κόμες η ωβές η κοινότητες. Με την πάροδο όμως του χρόνου η έννοια της φυλής αντικαταστάθηκε από την λέξη ωβά, χωρίζοντας έτσι τους Σπαρτιάτες ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους και όχι ανάλογα με την φυλή. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο Σπαρτιατικός στρατός διαιρείτο σε πέντε λόχους: Αιδόλιος, Σίνης, Σαρινάς, Πλόας και Μεσοάτης. Η περιουσία των ομοίων αποτελείτο από την γη τους (κλήρος), από την πανοπλία τους, την κατοικία τους, τους είλωτες, τα άλογα και τα σκυλιά τους, πράγματα τα οποία είχαν την δυνατότητα να δανειστούν μεταξύ τους, κάνοντάς το μάλιστα με μεγάλη προθυμία.Η περιουσία των ομοίων αποτελείτο από την γη τους (κλήρος), από την πανοπλία τους, την κατοικία τους, τους είλωτες, τα άλογα και τα σκυλιά τους, πράγματα τα οποία είχαν την δυνατότητα να δανειστούν μεταξύ τους, κάνοντάς το μάλιστα με μεγάλη προθυμία.
Η τάξη των περιοίκων αποτελείτο από τον πληθυσμό που κατοικούσε πέριξ της Σπάρτης και η κύρια ασχολία του ήταν η κτηνοτροφία, η γεωργία, τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, η αλιεία και το εμπόριο. Είχαν αυτονομία και ήταν αυτοδιοικούμενοι, καθώς είχαν το δικαίωμα να θεσπίζουν δικούς τους νόμους. Οι Σπαρτιατικοί νόμοι δεν εφαρμόζονταν στους περιοίκους, αλλά υπερίσχυαν πάνω στους νόμους των περιοίκων. Υποχρεώνονταν από τους Σπαρτιάτες να ακολουθούν τους ίδιους συμμάχους, να έχουν τους ίδιους εχθρούς, και παρατάσσονταν στις μάχες σαν οπλίτες με βαρύ οπλισμό.
Αν και υστερούσαν σε μαχητική αξία σε σχέση με τους Σπαρτιάτες πολεμιστές μιας και ήταν αγρότες, συμπλήρωναν -ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις- τον απαιτούμενο αριθμό των μορών. Η Σπαρτιατική πολιτεία υποχρέωνε τους περίοικους να υπηρετούν την στρατιωτική τους θητεία και να πληρώνουν φόρο. Διοικούνταν από διορισμένους Σπαρτιάτες αρμοστές (διοικητές).
Η άποψη ότι οι είλωτες ήταν δούλοι με την συνηθισμένη έννοια είναι λανθασμένη. Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καλύτερα σαν ένα είδος δούλων της πολιτείας. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την έννοια θα πρέπει να δούμε ποιες ήταν οι αρμοδιότητές τους. Δούλευαν λοιπόν για λογαριασμό των Σπαρτιατών την γη και έδιναν στον ιδιοκτήτη ένα μέρος του εισοδήματος που είχε προσδιοριστεί από πριν. Ο Σπαρτιάτης ιδιοκτήτης δεν είχε δικαίωμα να αθετήσει τον λόγο του και να πάρει περισσότερο από το συμφωνημένο εισόδημα, γιατί σε τέτοια περίπτωση τιμωρείτο με κατάρα από την πολιτεία. Οι είλωτες κρατούσαν συνήθως το μισό της παραγωγής και το πλεόνασμα της συγκομιδής (Αιμιλιανός Ποικ. Ιστορ.)
Οι οικογένειες των Ειλώτων ζούσαν στα κτήματα (κλήρους), όχι μέσα στην πόλη της Σπάρτης αλλά πέριξ αυτής, και ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν μέρος στις εκστρατείες των Σπαρτιατών. Στις εκστρατείες αυτές οι είλωτες έκαναν συνήθως διάφορες βοηθητικές δουλειές όπως το να επιβλέπουν τα ζώα η τις αποσκευές η να φυλάγουν το στρατόπεδο.
Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι είλωτες έπαιρναν μέρος σε μάχες μιας και πολλές φορές η πολιτεία χάριζε την ελευθερία σε αυτούς που ανδραγαθούσαν. Έτσι έφευγαν από τις τάξεις των ειλώτων και συγκροτούσαν μια καινούργια τάξη, τους νεοδαμώδεις. Με τον τρόπο αυτό οι είλωτες αυτοί αφού αποκτούσαν την ελευθερία τους, πολύ συχνά συμπλήρωναν τις τάξεις του Σπαρτιατικού στρατού ως βαριά οπλισμένοι η ψιλοί.
Κάθε Σπαρτιάτης προμηθευόταν τα προς το ζην από τον κλήρο του, αφού οι Σπαρτιατικοί νόμοι απαγόρευαν στους όμοιους Σπαρτιάτες να εργάζονται. Ολόκληρη η Λακωνική γη ήταν χωρισμένοι σε ίσους (παραγωγικά και όχι σε έκταση) κλήρους, τους οποίους επιφορτισμένοι να τους καλλιεργούν ήταν οι είλωτες.
ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΟΙΚΩΝ-ΕΙΛΩΤΩΝ
Αν μελετήσουμε την αναφορά του Ηροδότου για την μάχη των Πλαταιών μπορούμε να συμπεράνουμε περίπου την πληθυσμιακή κατανομή των τριών τάξεων κατά την περίοδο αυτή. Αναφέρει λοιπόν ο Ηρόδοτος ότι οι Λακεδαιμόνιοι μαζί με τους πέντε χιλιάδες οπλίτες που έστειλαν στις Πλαταιές, έδωσαν και συνοδεία ελαφρά οπλισμένων. Από αυτούς, πέντε χιλιάδες περίοικοι πολέμησαν ως ψιλοί, ενώ σε κάθε όμοιο πολεμιστή από τους πέντε χιλιάδες οπλίτες αντιστοιχούσαν επτά είλωτες.
Πέρα από τις τρεις μεγάλες κοινωνικές τάξεις στην αρχαία Σπάρτη, κυρίως η ανάγκη αύξησης του πληθυσμού οδήγησε στην δημιουργία και άλλων τάξεων.
ΜΟΘΑΞ – ΝΕΟΔΑΜΩΔΗΣ
Μόθακας ονομαζόταν το παιδί μιας ειλώτισσας και ενός ομοίου. Τα παιδιά αυτά μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα μόνο αν ακολουθούσαν την Σπαρτιατική αγωγή. Αυτό μπορούσε να γίνει αν ο μόθακας γινόταν σύντροφος ενός συγκεκριμένου Σπαρτιατόπουλου και ακολουθούσε μαζί του την αγωγή.
Έτσι λοιπόν αφού ο μόθακας παρακολουθούσε την αγωγή, μπορούσε μετά να γίνει πολίτης της Σπάρτης και να αποκτήσει κλήρο και δικαιώματα. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν κάποιος που δεν γεννήθηκε γνήσιος Σπαρτιάτης μπορούσε να γίνει όμοιος πολεμιστής. Σε αυτή την περίπτωση και μετά την ολοκλήρωση της Σπαρτιατικής αγωγής, ο μόθακας ονομαζόταν «νεοδαμώδης», και ήταν πλέον όμοιος Σπαρτιάτης πολεμιστής. Μια άλλη περίπτωση για να γίνει κάποιος «νεοδαμώδης», ήταν και η περίπτωση πολιτογράφησης ειλώτων, οι οποίοι έδειχναν μεγάλη γενναιότητα στην μάχη. Το μέτρο αυτό θεσπίστηκε, επειδή η Σπάρτη λόγω των συχνών πολεμικών συρράξεων, αλλά και των ιδιόμορφων συνθηκών που επικρατούσαν, υπέφερε από λειψανδρία. Έτσι θεσπίζοντας την τάξη των νεοδαμωδών, η Σπάρτη επιχειρούσε ουσιαστικά, να μεγαλώσει τεχνητά τον πληθυσμό της, χωρίς όμως να αλλοιώσει τα φυλετικά του χαρακτηριστικά, αφού και στις δύο περιπτώσεις οι καινούργιοι «όμοιοι» πολεμιστές που προέκυπταν, δεν προέρχονταν από αλλόφυλες βαρβαρικές φυλές, αλλά ήταν γηγενείς Έλληνες από την τάξη των ειλώτων.
Οι απελεύθεροι αυτοί είλωτες, αλλά και οι μόθακες, εντασσόμενοι στην τάξη των νεοδαμωδών, απολάμβαναν όλα τα προνόμια των ομοίων Σπαρτιατών πολεμιστών, αλλά και τις υποχρεώσεις τους προς την πολιτεία. Αποκτούσαν κλήρο, και συνήθως έπαιρναν τα κτήματα των ομοίων σπαρτιατών πολεμιστών που δεν είχαν κληρονόμο, και ζούσαν εκεί. Σε περιπτώσεις που απελευθερώνονταν αρκετοί νεοδαμώδεις, τους δίνονταν κτήματα στην μεθόριο της Λακεδαίμονος, όπου πολλές φορές τα καλλιεργούσαν και μόνοι τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι νεοδαμώδεις εντάσσονταν στην συνοριακή φρουρά της Σπάρτης. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι νεοδαμώδεις αποτελούσαν ένα σημαντικό κομμάτι του Σπαρτιατικού στρατού, αφού ανεξάρτητα με την περιοχή την οποία κατοικούσαν, εκτελούσαν υπηρεσία οπλίτη, παίρνοντας μέρος στην στρατιωτική εκγύμναση, όπως όριζαν οι νόμοι του Λυκούργου για τους όμοιους Σπαρτιάτες πολεμιστές. Ονομαστοί μόθακες στην μεγάλη ιστορία της Σπάρτης ήταν ο Λύσανδρος, ο Καλλικρατίδας, ο Γύλλιπος κ.ά.
Τρόφιμος ονομαζόταν το θετό τέκνο. Οι τρόφιμοι ήταν αγόρια ελληνικής καταγωγής , οι οποίοι ακολουθούσαν την Σπαρτιατική αγωγή, μαζί με τα Σπαρτιατόπουλα, αρκεί να ήταν σωματικά υγιείς. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι τρόφιμοι ήταν παιδιά που είχαν γεννηθεί στην Σπάρτη από ξένους γονείς. Από τρόφιμους και νόθους απαρτιζόταν και ο στρατός του Αγησίπολη, οι οποίοι όπως αναφέρεται, ήταν εύρωστοι και ρωμαλέοι στην εμφάνιση, ψημένοι στις μάχες και πεπειραμένοι στην ζωή της τιμής.
Οι όμοιοι Σπαρτιάτες που έχαναν την ιδιότητα του πολίτη ονομάζονταν υπομείοντες. Αυτό συνέβαινε συνήθως στην περίπτωση που κάποιος αδυνατούσε να πληρώσει τις εισφορές του στα συσσίτια. Το φαινόμενο αυτό έγινε ιδιαίτερα έντονο μετά τον εκχρηματισμό της σπαρτιατικής οικονομίας, την δημιουργία χρεών από πολλούς πολίτες, και την συγκέντρωση του πλούτου σε λίγους. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, μαζί με την λειψανδρία που λόγω των πολλών πολεμικών συρράξεων μάστιζε την Σπάρτη, έφεραν την χαλάρωση της κοινωνικής συνοχής της σπαρτιατικής κοινωνίας, της οποίας βασικός πυλώνας ήταν η τάξη των ομοίων.
Μελετώντας κανείς την πολιτεία της Σπάρτης και εξετάζοντας την κοινωνική αλλά και την οικονομική της δομή, θα καταλάβει εύκολα γιατί οι αρχαίοι Σπαρτιάτες είχαν αναπτύξει σε τόσο υψηλό βαθμό το αίσθημα της φιλοπατρίας, βάζοντας πάντα το συμφέρον της πατρίδας πάνω από το προσωπικό τους. Στην πράξη η ίδια η πολιτεία ήταν αυτή που γαλουχούσε τους πολίτες της με αυτά τα πρότυπα, παραδειγματίζοντας τους με την σωστή λειτουργία της.
Στην Σπαρτιατική πολιτεία τα απαραίτητα προϊόντα εξασφαλίζονταν μέσα από την οικιακή οικονομία. Το κράτος ήταν υπεύθυνο για την κοινωνική μέριμνα, αλλά και την ισότητα των πολιτών απέναντι στον νόμο. Έτσι το αίσθημα αυτό της ισότητας οδηγούσε στην πιστή τήρηση των νόμων, οι οποίοι για τους Σπαρτιάτες αποτελούσαν τρόπο ζωής. Ο πλούτος ήταν ανύπαρκτος και το χρυσάφι καθώς και τα άλλα πολύτιμα μέταλλα δεν είχαν καμία αξία στην Σπάρτη. Πλούτος και κόσμημα για τον Σπαρτιάτη πολίτη ήταν το όμορφο και εύρωστο σώμα, και όχι τα φανταχτερά κοσμήματα.
Επιχειρώντας να αναλύσουμε την κατάσταση που επικρατούσε στην αρχαία Ελλάδα σε σχέση με την στρατιωτική δομή των πόλεων κρατών θα οδηγηθούμε σε μερικά συμπεράσματα. Σε όλες τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις – κράτη το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού αποτελείτο από «ερασιτέχνες» πολεμιστές, οι οποίοι έπιαναν ουσιαστικά τα όπλα μόνο σε περίπτωση ανάγκης της πατρίδας τους, ενώ την ειρηνική περίοδο απασχολούνταν με κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα, μέσα από το οποίο είχαν την δυνατότητα να πλουτίσουν. Αντίθετα στην Σπάρτη, οι νόμοι του Λυκούργου -που για πολλούς αποτελεί μυθικό η και ανύπαρκτο πρόσωπο- απαγόρευαν στους όμοιους πολεμιστές οποιαδήποτε σωματική και βιοποριστική εργασία, επιτρέποντάς τους μόνο να εργάζονται σε ότι θεωρούσαν ότι εξασφάλιζε την ελευθερία και την ενδυνάμωση της πόλης τους. Και η εργασία αυτή δεν ήταν άλλη από την συνεχή στρατιωτική εκπαίδευση, και την αρετή.
Μια άριστη άσκηση για τους Σπαρτιάτες ήταν και το κυνήγι, το οποίο πίστευαν ότι αποτελεί μια πολύ καλή σωματική άσκηση, δεδομένου ότι οι συνθήκες του μοιάζουν πάρα πολύ με τις στρατιωτικές. Μπορούσαν να δικαιολογήσουν μάλιστα και την απουσία κάποιου, ο οποίος έλειπε για κυνήγι, από το φυδίτιο, με την υποχρέωση όμως αυτός να στείλει ένα μέρος του θηράματος για τους συντρόφους του Μέσα στην ευρύτερη μέριμνα της σπαρτιατικής πολιτείας ήταν και ο καθορισμός των δημοσίων αξιωμάτων. Στα δημόσια αξιώματα λοιπόν εκλέγονταν Σπαρτιάτες οι οποίοι έφθαναν στην ανδρική ηλικία, και ανάλογα με την πρόοδο τους, την σωματική τους διάπλαση, αλλά και τη γενναιότητα τους, προωθούνταν στα κατάλληλα αξιώματα. Παρατηρούμε λοιπόν ότι η πολιτεία ενδιαφερόταν για τους πολίτες της, σε όλη την διάρκεια της ζωής τους, σε αντίθεση με άλλες ελληνικές πόλεις, στις οποίες οι πολίτες μετά την εφηβεία έφευγαν πλέον από την μέριμνα της πολιτείας, ενώ αυτή μπορούσε να τους επιστρατεύσει όποτε ήθελε.
ΦΙΔΙΤΙΑ – ΣΥΣΚΗΝΙΑ
Εκτός από τον χωρισμό του Σπαρτιατικού στρατού σε στρατιωτικά τμήματα, υπήρχε και ο χωρισμός των Ομοίων πολιτών σε δεκαπενταμελείς ομάδες που ονομάζονταν συσκηνίες. Οι ομάδες αυτές τις οποίες συγκροτούσαν Σπαρτιάτες από την ηλικία του είρηνα και μετά, έμεναν σε ξεχωριστά οικήματα, και τα μέλη της κάθε ομάδας κοιμόντουσαν μαζί στο ίδιο οίκημα, μέχρι να συμπληρώσουν το τριακοστό έτος της ηλικίας τους. Συμπληρώνοντας λοιπόν το τριακοστό έτος της ηλικίας τους είχαν το δικαίωμα να κοιμούνται το βράδυ στις οικείες τους, μαζί με τις οικογένειές τους, όμως την ημέρα βρίσκονταν μαζί με τους όμοιους συντρόφους τους που άνηκαν στην ίδια συσκηνία, και γυμνάζονταν η ακολουθούσαν κανονικά το πρόγραμμα της πολιτείας.
Ο θεσμός της συσκηνίας θεσπίστηκε περισσότερο για να ανεβάσει την μαχητικότητα των Σπαρτιατών πολεμιστών, αλλά και για να συσφίξει τις μεταξύ τους σχέσεις, αφού με τον δεσμό αυτό οι σύσκηνοι δένονταν με πολύ στενούς δεσμούς φιλίας μεταξύ τους. Αυτό βέβαια είχε φοβερό αντίκτυπο κατά την διάρκεια της μάχης, στην οποία ο κάθε πολεμιστής μαχόταν δίπλα στον σύντροφό του από την ίδια συσκηνία, οπότε και η μαχητικότητα του ανέβαινε κατά πολύ, αλλά και οι στρατιωτικοί σχηματισμοί του σπαρτιατικού στρατού παρουσίαζαν τεράστια ευελιξία και πειθαρχία. Επίσης ο σπαρτιατικός στρατός με αυτόν τον τρόπο παρουσίαζε πολύ μεγάλη ομοψυχία και συνοχή, αφού κάθε σύσκηνος στην ουσία προσπαθούσε από την μια να αποδείξει την γενναιότητα του στην υπόλοιπη συσκηνία, και από την άλλη ο καθένας ξεχωριστά να προσπαθεί με κάθε τρόπο να σώσει τους υπόλοιπους συντρόφους του, σε μια δύσκολη εξέλιξη της μάχης.
Η εξασφάλιση των αγαθών που χρειαζόταν η κάθε συσκηνία για να λειτουργήσει, εξασφαλιζόταν από την συνεισφορά των μελών της, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν στην πολιτεία ίση ποσότητα από τα αγαθά που χρειάζονταν (σύκα, αλεύρι, τυρί, κρασί κτλ). Η κύρια τροφή των Σπαρτιατών ήταν ο μέλανας ζωμός. Ο ζωμός αυτός αποτελείτο από χοιρινό η μοσχαρίσιο κρέας, το οποίο ήταν βρασμένο και με το αίμα του, στο οποίο πρόσθεταν αλάτι και ξύδι. Τα κοινά αυτά δείπνα των συσκήνων ονομάζονταν φιδίτια η συσσίτια αλλά και ανδρεία. Στα φιδίτια παρευρίσκονταν όλοι οι σύσκηνοι, και δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να έχει φάει πριν. Ακόμα και οι βασιλείς έπαιρναν μέρος στα φιδίτια, παίρνοντας μάλιστα και διπλή μερίδα την οποία μπορούσαν να διαθέσουν όπου ήθελαν.
Στην συσκηνία γίνονταν συζητήσεις για τα προβλήματα που αφορούσαν την πόλη, αλλά και γενικού περιεχομένου συζητήσεις. Απαγορευόταν όμως ρητά κάποιος να μεταφέρει προς τα έξω τις συζητήσεις που γίνονταν εκεί. Μάλιστα η παράδοση αναφέρει ότι ο γεροντότερος δείχνοντας την είσοδο του οικήματος της συσκηνίας να λέει στους νεότερους: «δια τούτον φήσιν ουδείς εξέρχεται λόγος»
Στα παιδιά επιτρεπόταν η είσοδος στα φιδίτια, μαθαίνοντας τα έτσι να κρατούν μυστικά τα όσα ακούγονταν εκεί μέσα, μυώντας τα έτσι στο να κρατούν μυστικά προς τα έξω και τα θέματα που αφορούν την πόλη. Επίσης η είσοδος των νέων στα φιδίτια από μικρή ηλικία είχε να κάνει και με την σωστή συμπλήρωση της πολιτικής τους αγωγής, η οποία θα τους βοηθούσε να γίνουν σωστοί και νομοταγείς πολίτες, όταν θα έφταναν στο στάδιο της ενηλικίωσης. Επίσης στα φιδίτια αναφερόταν και κάθε καλή πράξη η οποία έγινε στην πόλη, δίνοντας έτσι ένα κίνητρο στους Σπαρτιάτες να προτιμούν περισσότερο τον δρόμο της αρετής.
Την ποσότητα του φαγητού που αναλογούσε σε κάθε σύσκηνο κατά την διάρκεια των φιδιτίων, επέβλεπαν οι μεγαλύτεροι, ώστε οι Σπαρτιάτες τρώγοντας στην ουσία την κανονική ποσότητα φαγητού, να διατηρούν το σώμα τους γυμνασμένο, ώστε αυτό να φαίνεται πάντα όμορφο. Οι πρεσβύτεροι όμοιοι πολεμιστές ήταν επίσης υπεύθυνοι να ελέγχουν την εκγύμναση των μελών της συσκηνίας, πριν αυτοί καθίσουν στο τραπέζι. Μόνο μετά το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους οι όμοιοι Σπαρτιάτες μπορούσαν να καθίσουν στα φιδίτια χωρίς προηγουμένως να γυμναστούν. Η διατροφή τους λέγεται ότι κανονίστηκε από τον Λυκούργο έτσι ώστε και να μην στερούνται τροφής, αλλά και να μην ξεφεύγουν από το μέτρο καταναλώνοντας υπερβολικές ποσότητες. Το ίδιο συνέβαινε και με την κατανάλωση κρασιού, η οποία δεν υπερέβαινε το κανονικό αφού πολλοί από τους σύσκηνους, μετά το πέρας του δείπνου, έπρεπε να επιστρέψουν στις οικείες τους, πάντα χωρίς την βοήθεια φανού η δάδας, δεδομένου ότι στην Σπάρτη απαγορευόταν ο φωτισμός κατά την διάρκεια της νύχτας σε αυτούς που κυκλοφορούσαν στην πόλη.
Έτσι, σε όλους τους όμοιους Σπαρτιάτες δεν επιτρεπόταν το δείπνο στο σπίτι, παρά μόνο όταν ο πολίτης αυτός είχε μαγειρέψει ένα ζώο μετά από θυσία, η αυτό το ζώο ήταν θήραμα κυνηγίου, οπότε όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ήταν υποχρεωμένος να στείλει μέρος του σφάγιου στο συσσίτιο των συντρόφων του.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς ο Λυκούργος εφάρμοσε τον θεσμό των φιδιτίων και των συσκηνιών, προσπαθώντας να δημιουργήσει άρρηκτες σχέσεις, ανάμεσα στους πολίτες όλων των ηλικιών, χαλιναγωγώντας έτσι τους νεότερους, οι οποίοι κάτω από τα βλέμματα των πρεσβύτερων, γίνονταν πιο προσεκτικοί, αποκτούσαν μεγαλύτερο αυτοσεβασμό, αλλά και σεβασμό προς όλους τους συμπολεμιστές τους, ανεξαρτήτου ηλικίας. Στις δεκαπενταμελής αυτές ομάδες, κάθε καινούργιο μέλος γινόταν δεκτό μόνο με ομόφωνη μυστική ψηφοφορία, των υπολοίπων μελών, και αποκλειόταν ακόμα και με μια αρνητική ψήφο.
Μοναδικό μειονέκτημα του θεσμού της συσκηνίας θεωρείται η απομάκρυνση του Σπαρτιάτη συζύγου από την οικεία του μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών, δεδομένου ότι οι νόμοι της Σπαρτιατικής πολιτείας προέβλεπαν ότι ένας Σπαρτιάτης πρέπει να παντρεύεται μέχρι το ανώτερο μέχρι αυτή την ηλικία
p.p1 {margin: 0.0px 0.0px 0.0px 0.0px; font: 12.0px 'Helvetica Neue'; color: #454545}
ΠΗΓΗ: theancientwebgreece.wordpress.com