«Φως» στη διαδρομή του ελληνικού χρυσού, που είχε στην κατοχή της η Τράπεζα της Ελλάδος και υποχρεώθηκε να φυγαδεύσει στο εξωτερικό, για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έρχεται να ρίξει το βιβλίο του Ανδρέα Κακριδή «Κυριάκος Βαρβαρέσος: Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία», έκδοσης του Κέντρου Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της ΤτΕ. Λίγες ημέρες πριν από την επίσημη παρουσίασή του, όπου θα μιλήσει ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής προδημοσιεύει αποσπάσματα, στα οποία περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο 314 κιβώτια χρυσού μεταφέρθηκαν από το θησαυροφυλάκιο της ΤτΕ στο Ηράκλειο και εν συνεχεία στο εξωτερικό.
«Οι πληροφορίες για την επερχόμενη γερμανική επίθεση πλήθαιναν μέρα με τη μέρα. Στις 10 Μαΐου 1941, ο Βαρβαρέσος έδωσε εντολή στους Λεβή και Λαζαρίδη να μεταβούν στο Ηράκλειο και να περιμένουν οδηγίες. Τρεις ημέρες αργότερα, τα 314 κιβώτια με το χρυσό μεταφέρθηκαν από το υπόγειο του Υποκαταστήματος Ηρακλείου στο κατάστρωμα της βρετανικής κορβέτας HMS Salvia. Δεν είχε καλά καλά τελειώσει η φόρτωση στο λιμάνι και σήμανε συναγερμός· η πρώτη ιταλική επίθεση από αέρος απέτυχε – “Ιταλοί γαρ”, σημείωνε χαιρέκακα ο Λεβής!», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Κεφάλαιο 5 του βιβλίου και προστίθεται: «Η Τρίτη, 13 Μαΐου 1941, αποδείχθηκε τυχερή μέρα για την Τράπεζα. Στις οκτώ το βράδυ το Salvia βγήκε από το λιμάνι του Ηρακλείου για να ενωθεί με τη νηοπομπή που το περίμενε. Ακολούθησε νέα επίθεση και πολύωρη αεροναυμαχία, στη διάρκεια της οποίας οι Γερμανοί έχασαν αρκετά αεροσκάφη. Το Salvia άντεξε. Μόλις νύχτωσε για τα καλά, ταξίδεψε για το λιμάνι της Σούδας, ενώ η υπόλοιπη νηοπομπή κινήθηκε προς διαφορετική κατεύθυνση για να παραπλανήσει τον εχθρό».
Το απόγευμα της επόμενης ημέρας, το Salvia προσέγγισε το βρετανικό καταδρομικό HMS Dido, στο οποίο μετεπιβιβάστηκαν οι Λεβής και Λαζαρίδης, μαζί με τα έγγραφα της ΤτΕ. Ταυτόχρονα ξεκίνησε η μεταφόρτωση του χρυσού, την οποία διέκοψε εκ νέου ο ήχος του συναγερμού. Ετσι ξεκίνησε νέα αεροπορική επίθεση, με σαφή πλέον στόχο τη βύθιση του πλοίου που μετέφερε το χρυσό – ευτυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Στη βιασύνη τους όμως να λάβουν θέσεις μάχης, οι ναύτες πέταξαν τρία κιβώτια, με αποτέλεσμα αυτά να σπάσουν και να σκορπίσουν το περιεχόμενό τους στο κατάστρωμα του πλοίου. Μόλις πέρασε ο κίνδυνος, οι χρυσές λίρες συγκεντρώθηκαν και μετρήθηκαν. Βρέθηκαν όλες, αλλά μία την κράτησε το πλήρωμα του Dido για γούρι. Το ίδιο ίσως θα έπρεπε να έχει κάνει και το Salvia, που τορπιλίστηκε και βυθίστηκε αύτανδρο, λίγους μήνες αργότερα».
Ανεξαρτήτως ναυτικών προλήψεων, το Dido κατάφερε -παρά τους ανηλεείς γερμανικούς βομβαρδισμούς, που σταμάτησαν μόνο όταν εισήλθε στα χωρικά ύδατα της Αιγύπτου- να φθάσει στην Αλεξάνδρεια τα ξημερώματα της Παρασκευής. Το ίδιο διάστημα, ο ελληνικός ραδιοφωνικός σταθμός της κατεχόμενης πλέον Αθήνας μετέδιδε πως «ο Εβραίος υπάλληλος της Τραπέζης της Ελλάδος, Μίνως Λεβής, κλέψας τον χρυσόν του ελληνικού λαού, εδραπέτευσεν εις το εξωτερικόν». Επρόκειτο δίχως άλλο για μία από τις πιο ευρηματικές, πλην ανέντιμες, εμπνεύσεις της προπαγάνδας στην Αθήνα».
«Μπλόκο» εξαγωγών
Οσον αφορά στα τεχνάσματα, που χρησιμοποίησε η ελληνική πλευρά, κατόπιν μυστικής συμφωνίας με τη Μεγάλη Βρετανία, για τον περιορισμό των εξαγωγών στρατηγικών πρώτων υλών στη Γερμανία το 1940, ο συγγραφέας σημειώνει στο Κεφάλαιο 4: «Τους μήνες που ακολούθησαν, η ελληνική πλευρά εφηύρε διάφορα τεχνάσματα για να περιορίσει τις εξαγωγές στη Γερμανία, κυρίως όσες αφορούσαν στρατηγικά εφόδια. Πότε ο Βαρβαρέσος ανέστελλε τις προκαταβολές στους εξαγωγείς, εκφράζοντας ανησυχία για το υπόλοιπο του clearing· πότε η κυβέρνηση έθετε την παράδοση των στρατιωτικών παραγγελιών ως προϋπόθεση για τη συνέχιση των εξαγωγών· πότε και οι δύο ζητούσαν την περικοπή των συναλλαγών, λόγω δυσκολιών στις μεταφορές.
Κάποιες από τις δυσκολίες ήταν τεχνητές: έχοντας συμφωνήσει να παραλαμβάνει κάρβουνο και να επιστρέφει τα βαγόνια με μεταλλεύματα, η κυβέρνηση επικαλέστηκε την έλλειψη οργάνωσης και προσωπικού των ελληνικών σιδηροδρόμων για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι εκατοντάδες γερμανικά βαγόνια παρέμεναν φορτωμένα στις αποβάθρες. Στην πραγματικότητα, τα γερμανικά προϊόντα παρέμεναν καθηλωμένα καθ’ υπόδειξη των ελληνικών αρχών.
Το Βερολίνο ήταν καχύποπτο. Πριν ακόμα πέσουν στα χέρια τους εμπιστευτικά έγγραφα που αποκάλυπταν το περιεχόμενο της ελληνοβρετανικής συμφωνίας, οι Γερμανοί υποψιάζονταν ότι οι καθυστερήσεις ήταν σκόπιμες. Στις αρχές Απριλίου, o Erbach ενημέρωσε τον Μεταξά ότι το Βερολίνο σκεφτόταν να “παγώσει” τις αγορές καπνού σε αντίποινα για τα εμπόδια που συναντούσε η μεταφορά χρωμίτη στη Γερμανία. Ο Μεταξάς διέψευσε την ύπαρξη οποιασδήποτε πρόθεσης και παρακάλεσε τον Γερμανό πρέσβη να μεσολαβήσει για να συνεχιστούν κανονικά οι παραγγελίες καπνού.
Δύο μήνες αργότερα ήρθε η σειρά του Βαρβαρέσου να αντιμετωπίσει τη γερμανική καχυποψία. Στο περιθώριο των ετήσιων εμπορικών συνομιλιών, ο επικεφαλής της γερμανικής επιτροπής, Hans Moraht, ζήτησε να μιλήσει ιδιαιτέρως με τον Ελληνα ομόλογό του. Στη διάρκεια της μεταξύ τους συνάντησης, ο Moraht έδειξε στον Βαρβαρέσο αντίγραφο βρετανικού εγγράφου, που αναφερόταν στη συμφωνία της 26ης Ιανουαρίου, ζητώντας του να ανοίξει τα χαρτιά του:
“Ο Βαρβαρέσος, που προσπαθούσε συνεχώς να αλλάξει θέμα και ήταν φανερό πως αισθανόταν εξαιρετικά άβολα, είπε τελικά, όταν του έθεσα το ερώτημα [ευθέως], ότι δεν μπορούσε να απαντήσει προτού ρωτήσει την κυβέρνησή του, η οποία ενδεχομένως να μην έκρινε σκόπιμη μια τέτοια συζήτηση. Εγώ του εξήγησα πως […] η απροθυμία του να συζητήσει το θέμα χωρίς να συμβουλευθεί την κυβέρνησή του, μαρτυρούσε την ύπαρξη ζητήματος πολιτικής εμπιστοσύνης, που θα μπορούσε να επισκιάσει κάτι περισσότερο από τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών”».
Η δημιουργία ΔΝΤ καιΠαγκόσμιας Τράπεζας
Στον Κυριάκο Βαρβαρέσο οφείλεται, σύμφωνα με τον Ανδρέα Κακριδή, η συμμετοχή της Ελλάδας στο συνέδριο του Bretton-Woods, όπου συμφωνήθηκε η δημιουργία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οπως επισημαίνεται στο Κεφάλαιο 8: «Την άνοιξη του 1944, οι Αμερικανοί ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να συγκαλέσουν ένα συνέδριο για τον προσεχή Ιούλιο, με τη συμμετοχή 44 χωρών· λίγο νωρίτερα, μια ολιγομελής επιτροπή θα συνεδρίαζε στο Atlantic City για να ετοιμάσει το κείμενο που θα αποτελούσε τη βάση των διαπραγματεύσεων. Διαβάζοντας τις εφημερίδες, ο [επικεφαλής της βρετανικής αντιπροσωπείας, John Maynard] Keynes αναρωτιόταν τι ακριβώς θα έκανε ένα τόσο μεγάλο συνέδριο για τόσες εβδομάδες: “Δεν βλέπω πώς το κεντρικό κλουβί με τις μαϊμούδες θα μείνει απασχολημένο τόσον καιρό. Πιο πιθανό φαίνεται έως το τέλος του συνεδρίου να έχει επικρατήσει οξεία αλκοολική δηλητηρίαση”.
Εφόσον η ουσιαστική δουλειά θα γινόταν στην προπαρασκευαστική επιτροπή, η προσοχή στράφηκε στις χώρες που θα καλούνταν στο Atlantic City. Τα αμερικανικά σχέδια εξαιρούσαν την Ελλάδα, περιλάμβαναν όμως την Κούβα, της οποίας οι εκπρόσωποι “δεν θα μιλούσαν και ο βασικός ρόλος τους θα ήταν να φέρουν πούρα”. Ο Keynes θεωρούσε εξοργιστικό να καλούνται χώρες που δεν είχαν ιδέα από διεθνή τραπεζική και πρότεινε: “[…] να απορρίψουμε οπωσδήποτε την Κούβα· να επιμείνουμε στην Ολλανδία και το Βέλγιο· και να προτείνουμε η Ελλάδα να αντικαταστήσει την Τσεχοσλοβακία εξαιτίας της ειδικής συνεισφοράς που μπορεί να έχει ο Βαρβαρέσος. Αν, όμως, ο Βαρβαρέσος δεν μπορεί να παρευρεθεί, η Ελλάδα δικαιολογείται να μείνει απέξω”».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΕΛΕΣΙΩΤΗ
eleftherostypos.gr