
Η τεράστια απόκλιση μεταξύ του κόστους αγοράς και της τελικής τιμής διάθεσης λόγο των φόρων έχει δημιουργήσει προσοδοφόρο έδαφος για κυκλώματα που εκμεταλλεύονται τόσο την αδυναμία των καταναλωτών αλλά και τις αδυναμίες του ελεγκτικού μηχανισμού.
Ένα από τα πιο εκτεταμένα δίκτυα λαθρεμπορίας και εξαπάτησης οδηγών που έχει αποκαλυφθεί τα τελευταία χρόνια, αφορούσε 250 πρατήρια καυσίμων σε όλη τη χώρα.
Οι πρατηριούχοι, σε συνεργασία με εταιρείες εγκατάστασης αντλιών, χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένο λογισμικό που τους επέτρεπε να κλέβουν καύσιμο από τα ρεζερβουάρ των οχημάτων, χωρίς οι οδηγοί να το αντιλαμβάνονται. Το σύστημα εκροών-εισροών αλλοιωνόταν, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να πληρώνουν κανονικά, αλλά να λαμβάνουν έως και 30% λιγότερο καύσιμο.
Το παράνομο αυτό δίκτυο δεν είχε μόνο στόχο τους ανυποψίαστους οδηγούς, αλλά και τη διακίνηση τεράστιων ποσοτήτων λαθραίου καυσίμου.
Οι δύο εταιρείες που παρείχαν το λογισμικό είχαν την έδρα τους στον Ασπρόπυργο και το Ωραιόκαστρο και είχαν αναπτύξει μια άκρως προηγμένη μέθοδο εξαπάτησης. Με τη βοήθεια προγραμματιστών, δημιούργησαν ένα λογισμικό που όχι μόνο έκρυβε την κλοπή καυσίμου, αλλά επέτρεπε στους λαθρέμπορους να διακινούν παράνομα καύσιμα, πιθανώς και νοθευμένα, τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά.
«Αν μας ζητήσουν απόδειξη την κάτσαμε» - Οι συνομιλίες που αποκάλυψαν το κύκλωμα λαθρεμπορίας καυσίμων
Το δίκτυο αυτό ήταν εξαιρετικά προσοδοφόρο. Οι εταιρείες που προμήθευαν το λογισμικό εισέπρατταν μηνιαίως 100.000 ευρώ από κάθε πρατηριούχο που συμμετείχε στο κύκλωμα, ενώ όποιος δεν πλήρωνε, έβλεπε την αντλία του να απενεργοποιείται. Η συνολική ζημία για τους καταναλωτές εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια ευρώ μέσα σε έξι μόλις μήνες.
Ένα μεγάλο μέρος των καυσίμων που προέκυπταν από αυτή την απάτη κατέληγε στο εξωτερικό, με τις ποσότητες να διακινούνται είτε νοθευμένες είτε σε τιμές πολύ υψηλότερες της αγοράς. Παράλληλα, οι πρατηριούχοι που συμμετείχαν στο κύκλωμα χρησιμοποιούσαν τις ίδιες πρακτικές για να καλύψουν ελλείμματα στις δεξαμενές τους, διαιωνίζοντας έτσι την απάτη.
Οι αρχές προχώρησαν στη σύλληψη 61 ατόμων, μεταξύ των οποίων συγγενείς ατόμων που είχαν εμπλακεί σε υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος. Επικεφαλής του πρώτου κυκλώματος φέρεται να ήταν ένας 58χρονος ιδιοκτήτης εταιρείας στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε εντάξει στην οργάνωση και συγγενικά του πρόσωπα. Το δεύτερο κύκλωμα, με 39 μέλη, είχε ως αρχηγό έναν 68χρονο επιχειρηματία από τον Ασπρόπυργο.
Το λογισμικό που χρησιμοποιούσαν ήταν τόσο προηγμένο που μπορούσε να απενεργοποιηθεί εξ αποστάσεως, ακόμη και μέσω κινητού τηλεφώνου, προκειμένου να αποφεύγεται η ανίχνευσή του σε περιπτώσεις ελέγχου. Ο δημιουργός του λογισμικού, ένας 40χρονος ομογενής από το Καζακστάν, είχε χτίσει μια αυτοκρατορία από τα κέρδη του κυκλώματος, διακινώντας εκατομμύρια ευρώ σε συνεργαζόμενα πρατήρια.
Οι εμπλεκόμενοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, διακεκριμένη απάτη και αλλοίωση συστήματος καυσίμων, καθώς το κύκλωμα λειτουργούσε μεθοδικά, καλύπτοντας τα ίχνη του και αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει για ακόμη μία φορά το πόσο ευάλωτη είναι η ελληνική αγορά καυσίμων, αλλά και το πώς η υψηλή φορολογία και οι ακραίες τιμές δημιουργούν τις συνθήκες για την άνθηση του λαθρεμπορίου, που πλέον δεν γνωρίζει σύνορα…