Τοῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν.
Η σημερινή Ρωμαϊκή Κατήχησις γράφει: «Ο Πάπας… είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας… Έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία…».
Οι σημερινοί Διάλογοι με τον Παπισμό συνεχίζουν τους άκαρπους και δυσμενείς για την Ορθοδοξία ενωτικούς Διαλόγους των Βυζαντινών προγόνων μας από τον 11ο μέχρι τον 15ο αιώνα.
Τοῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν.
Η σημερινή Ρωμαϊκή Κατήχησις γράφει: «Ο Πάπας… είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας… Έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία…».
Οι σημερινοί Διάλογοι με τον Παπισμό συνεχίζουν τους άκαρπους και δυσμενείς για την Ορθοδοξία ενωτικούς Διαλόγους των Βυζαντινών προγόνων μας από τον 11ο μέχρι τον 15ο αιώνα.
Η τραγωδία της διαιρέσεως του χριστιανικού κόσμου και η οδυνηρή παράτασή της, ως και οι καταθλιπτικές πολιτικές εξελίξεις στο χώρο της Ανατολής, λειτούργησαν ως προϋποθέσεις μιας σειράς προσπαθειών για την αποκατάσταση της ενότητας. Η Δύση δεν είχε, άλλωστε, αντίρρηση στην ενωτική κίνηση των Ανατολικών, αφού η ένωση ήταν πάντα ευπρόσδεκτη στους Πάπες για την επέκταση της κοσμοκρατορίας τους και στην Ανατολή. Η πρωτοβουλία για τις ενωτικές αυτές προσπάθειες αναλαμβανόταν σχεδόν πάντοτε από την Ορθόδοξη Ανατολή υπό την πίεση της πορείας των πραγμάτων και γι’ αυτό η Ανατολή ήταν μόνιμα σε μειονεκτική θέση. Η συγκριτική θεώρηση των ενωτικών προσπαθειών του Βυζαντίου και των συγχρόνων διαλόγων οδηγεί στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
α) Πολιτικοί οι στόχοι των διαλόγων και ενδοκοσμικά τα κίνητρα: Οι διάλογοι και τότε και σήμερα είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία από την γένεσή τους. Στους ουνιτίζοντες, παλαιούς και νέους, η αγάπη προς την πίστη, ως δυνατότητα σωτηρίας, είναι υποτονική, αν όχι ενίοτε και δυσδιάκριτη. Κινητήρια δύναμη σ’ αυτούς είναι η πολιτική στοχοθεσία της διασώσεως του κράτους και των συνδεομένων με αυτό υλικών συμφερόντων. Αυτό όμως είναι ευδιάκριτο και στις σημερινές σχέσεις. Η διάσωση τοπικών εκκλησιαστικών συμφερόντων και οι συνδεδεμένες με αυτά εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες η και οι επιβαλλόμενες από τη Νέα παγκόσμια Τάξη κατευθύνουν τα πράγματα. Τα σχέδια της «Νέας Τάξης» επιβάλλουν και την πορεία των Διαλόγων (διαχριστιανικών και διαθρησκειακών) προς την πραγμάτωση της «πανθρησκείας». Έτσι καθίσταται και η Ορθόδοξη Εκκλησία, στις τοπικές εκφάνσεις της, συνυπεύθυνη για την εξάπλωση και εδραίωση της Παγκοσμιοποίησης, που είναι πρώτα και κύρια ιδεολογική και πολιτική, και μετά οικονομική, ως επίτευξη του πλανητικού ανθρώπου και της πλανητικής κοινωνίας, του οράματος του New Age.
Οι Διάλογοι, συνεπώς, και τότε και σήμερα, διακονούν πολιτικές σκοπιμότητες και όχι την εν Χριστώ Παναλήθεια. Η ένωση γίνεται μέσο και όχι σκοπός. Το πρόβλημα όμως, και τότε και σήμερα, είναι διφυές: α) Η αφελής στήριξη της ελπίδας στον παπισμό και β) η για τον λόγο αυτό όχι μόνο σύμπραξη, αλλά και ταύτιση με την παπική πλάνη, όπως αποδεικνύει η χρησιμοποιούμενη για την Παλαιά Ρώμη εκκλησιαστική γλώσσα εκ μέρους της Ορθοδοξίας, που συνιστά, όπως επανειλημμένα έχει υποστηριχθεί, απόρριψη de facto της πατερικής εκκλησιολογίας. Η έντεχνα προβαλλόμενη πίστη και θεολογία απλώς συγκαλύπτουν τις αληθινές προθέσεις. Η ακολουθήσασα όμως την φλωρεντιανή σύνοδο δουλεία απέδειξε,ότι η διάσωση της ορθής πίστεως, ως αποστολικής και πατερικής Ορθοδοξίας, διασώζει και την συνέχεια της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως των πολιτικών εξελίξεων.
Από το 1920 οι διαχριστιανικές σχέσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής («Κοινωνία των Εθνών», «Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών») με την παραχθείσα από το πολυσυζητημένο Διάγγελμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου νέα τακτική. Η πολιτική και διπλωματική εμπλοκή των σημερινών διαλόγων μας με τη Νέα Εποχή και τα πλανητικά σχέδιά της είναι εμφανής. Πόσο δε μάλλον, που το κράτος του Βατικανού συμπορεύεται με την παγκόσμια Υπερδύναμη και γι’ αυτό ο Πάπας χαρακτηρίζεται απροκάλυπτα από τον Δυτικό Τύπο «πλανητάρχης Νο 2». Η Ορθοδοξία σύρεται από την αρχή του 20ου αιώνα στην στήριξη των στόχων της διεθνούς (παγκόσμιας) πολιτικής μέσω των διαλόγων και της «Οικουμενικής Κινήσεως».
Οι «βυζαντινοί» αυτοκράτορες προσέφεραν κατά κανόνα την υποταγή στον Πάπα. Αυτό γίνεται και σήμερα. Τι άλλο είναι η αναγνώριση της εκκλησιαστικότητας του Παπισμού και της Ουνίας στο Balamand (1993) και η συνέχεια του διαλόγου της Ορθοδοξίας με την Λατινική «Εκκλησία»;
β) Οι Διάλογοι υπηρετούν τα συμφέροντα του Παπισμού: Οι Πάπες χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν τους διαλόγους για την ισχυροποίηση του κύρους και της εξουσίας τους, με την σύμπραξη της ορθόδοξης εκκλησιαστικής Ηγεσίας. Επαναλαμβάνεται και σήμερα το μέγα σφάλμα των «βυζαντινών» προγόνων μας, η απόρριψη δηλαδή της προσκλήσεως της αντιπαπικής συνόδου της Βασιλείας (1431-38), που ανταποκρινόταν στην ορθόδοξη στήριξη του συνοδικού θεσμού. Οι αρνούμενοι τον παπικό θεσμό στην Δύση ήσαν πιστοί, ως προς αυτό, στο φρόνημα της Εκκλησίας του Χριστού, ενσαρκούμενο και εκφραζόμενο από τους αγίους Πατέρες. Αλλά και σήμερα ουνιτίζοντες Ορθόδοξοι στηρίζουν τον Παπισμό, ανεχόμενοι να χαρακτηρίζει ο Πάπας (ο προηγούμενος Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ ) «ελλειμματική» την Εκκλησία μας, διότι δεν δέχεται το παπικό πρωτείο και το συναφές φυσικά με αυτό αλάθητο. Στηρίζοντας δε τον Παπισμό, αθετούν τους Αγίους και την περί Παπισμού ομολογία τους. Σώζουμε τον Παπισμό ως κοσμικό κράτος και χάνουμε την Ορθοδοξία!
γ) Οι πιστοί στην πατερική παράδοση πάντα δικαιώνονται: Σ’ αντίθεση με τους αυτοκράτορες και τους αποτελούντες την ουνιτίζουσα αυλή τους, η μερίδα των πατερικών Ορθοδόξων είχε πάντα συνείδηση της ριζικής διαφοροποιήσεως και πτώσεως του Δυτικού Χριστιανισμού, όταν μάλιστα από τον ΙΓ αἰώνα άρχισαν ουσιαστικότερες συζητήσεις. Γι’ αυτό και αγωνίζονταν για την διάσωση και στήριξη της δογματικο-κανονικής τάξεως της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο λόγος, που ζητούσαν βάση των συζητήσεων να είναι οι επτά οικουμενικές σύνοδοι, ως αρραγές θεμέλιο της ενότητος.
Είναι εξ άλλου γεγονός ότι οι Ανατολικοί, σ’ αντίθεση με τις σημερινές πρακτικές, δεν συμμετείχαν στους διαλόγους θεωρώντας την αλήθεια της πίστεως ως ζητούμενο, αλλ’ ως απόλυτα και αστασίαστα δεδομένο. Το φρόνημα των Αγίων Πατέρων, η κοινή πατερική παράδοση της πρώτης χιλιετίας, ήταν για τους πατερικούς η αμετακίνητη βάση. Αποφευγόταν κάθε τι, που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την μοναδικότητα («Μία») της Εκκλησίας. Το διατυμπανιζόμενο σήμερα «διάλογος επί ίσοις όροις» θέτει απ’ αρχής εν αμφιβόλω την αλήθεια της πατερικής παραδόσεως και καταξιώνει ως εκκλησιαστικότητα αποδεδειγμένες αιρέσεις. Η συμπεριφορά των πατερικά Ορθοδόξων φαίνεται καθαρότερα στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ο διάλογος των πατερικά Ορθοδόξων δεν ήταν κάποιος θεολογικός συμψηφισμός, αλλά απέβλεπε στην συνάντηση των δύο πλευρών στην εν Χριστώ αλήθεια. Είναι σαφής στο σημείο αυτό η θέση του αγίου Μάρκου Ευγενικού: «ουκ εγχωρεί συγκατάβασις εις τα περί της πίστεως». Ο θεολογικός διάλογος έχει χαρακτήρα ιεραποστολής. Είναι κλήση στην Αλήθεια. Μία ενότητα εν τη ποικιλία, όσον αφορά στην Πίστη, ήταν αδιανόητη, ενώ σήμερα προβάλλεται ως η μόνη δυνατότητα ενότητας, λόγω της παπικής αδιαλλαξίας. Οι ουνιτίζοντες Ορθόδοξοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι οι όποιοι συμβιβασμοί θα οδηγήσουν σε αληθή και αρραγή ενότητα.
δ) Το «παπικό πρωτείο», κύρια και μόνιμη έκφραση της παπικής αλλοτριώσεως: Αυτή ήταν η συνείδηση των «βυζαντινών» Ορθοδόξων, που προσέκρουαν μόνιμα στην παπική εμμονή στο πρωτείο Jurisdictionis και την έντονη προβολή του. Είναι δε γεγονός, ότι τα περί Πάπα δόγματα (πρωτείο, αλάθητο, Vicarius Christi κ.λπ.) ήταν και είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επιτυχή έκβαση ενός διαλόγου με την Λατινική «Εκκλησία». Το πρωτείο, εξ άλλου, κατά την παπική εκδοχή του, είναι η πηγή όλων των άλλων καινοτομιών της. Η ανύψωση δε του Πάπα υπέρ τις Συνόδους μένει μέχρι σήμερα αμετακίνητη. Αρκεί να μελετήσει κάποιος τα αναφερόμενα στον Πάπα στην ισχύουσα σήμερα επίσημη Ρωμαϊκή Κατήχηση.
Η μεγαλύτερη δε αυταπάτη είναι η επιδίωξη επανερμηνείας του πρωτείου, το οποίο, όπως και αν χαρακτηρισθεί, παραμένει πρωτείο, αντιεκκλησιαστικό και πατερικά απαράδεκτο, ως φορτισμένο με την πολιτική-κοσμική σημασία του. Η πρόταση, Παπικών και Οικουμενιστών, να γίνει δεκτό το παπικό πρωτείο ως «πρωτείον διακονίας», αποδεικνύεται απατηλό πυροτέχνημα. Διότι η μεγαλύτερη έκφραση ειλικρινείας, διακονίας και φιλαληθείας θα ήταν η επίσημη άρνηση εκ μέρους του Παπισμού όλων των παπικών καινοτομιών, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται τα ειδικά περί Πάπα δόγματα.
Την αδιαλλαξία του Παπισμού δείχνει η σημερινή Ρωμαϊκή Κατήχηση: «Ο Πάπας, επίσκοπος Ρώμης και διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους όσο και το πλήθος των πιστών… Πραγματικά ο επίσκοπος Ρώμης με το αξίωμά του ως αντιπρόσωπος του Χριστού και ως ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί». Και στην συνέχεια: «Ο σύλλογος η το σώμα των Επισκόπων δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης, ως αρχηγό του. Ο σύλλογος των επισκόπων ασκεί την εξουσία πάνω σε όλη την Εκκλησία με επίσημο τρόπο στην Οικουμενική Σύνοδο». Προστίθεται όμως το αναιρετικό της Οικουμενικής Συνόδου: «Δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος, αν δεν επικυρωθεί, η τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή, από τον διάδοχο του Πέτρου». Είναι γεγονός. Η Λατινική Εκκλησία, χάριν της υποταγής της Ορθοδοξίας, θα ήταν πρόθυμη να υποχωρήσει σε θεολογικά ζητήματα, όπως λ.χ. το Filioque, ποτέ όμως στα περί πάπα δόγματα (πρωτείο και αλάθητο). Και όμως κατά τους ουνιτίζοντες Ορθοδόξους ο Παπισμός είναι η Εκκλησία!
Υπάρχει όμως και το δαιμονικότερο: είναι η προσπάθεια των ουνιτιζόντων Ορθοδόξων να στηρίζουν την απάτη της παπικής πλευράς, με την αναγνώριση εκ μέρους των του Παπισμού, όπως είναι σήμερα, ως αυθεντικής εκκλησίας. Αυτό σημαίνει, ότι ο διάλογος με την Λατινική «Εκκλησία» στηρίζεται και σήμερα σε σαθρή βάση και γι’ αυτό οι όποιες αποφάσεις των τοπικών Ορθοδόξων Ιεραρχιών ελέγχονται για την ορθοδοξία τους, αφού αντιμάχονται το φρόνημα των Αγίων.
ε) Οι μη πατερικοί ενωτικοί λειτουργούν ως «πέμπτη φάλαγξ» στο σώμα της Ορθοδοξίας: Την αχαρακτήριστη αφέλεια των αυτοκρατόρων και γενικότερα των ηγετών του Γένους, που, μυωπάζοντες μπροστά στην πραγματικότητα, στήριζαν τις ελπίδες τους στο Πάπα, ενίσχυαν και εν πολλοίς καθοδηγούσαν πρόσωπα τυχοδιωκτικά, κατά κανόνα, οι λεγόμενοι φιλενωτικοί, προτάσσοντες το ίδιον όφελος των δικαίων της Εκκλησίας. Κοντά στον Ιωάννη Ε Παλαιολόγο ήταν η (παπική) μητέρα του Άννα της Σαβοΐας και κύριος σύμβουλός του ο λατινόφρων Δημήτριος Κυδώνης. Τον Ανδρόνικο Γ συμβούλευε και στήριζε ο ουνίτης Βαρλαάμ ο Καλαβρός. Και αυτοί δεν είναι οι μόνοι, αλλ’ οι επισημότεροι.Τέτοια πρόσωπα διαμόρφωναν την πολιτική του Κράτους και τις επιλογές της εκκλησιαστικής ηγεσίας, καθορίζοντας την πορεία του Γένους στις κρισιμότερες ιστορικές στιγμές του. Ο Βαρλαάμ είναι εκείνος, που προειδοποίησε «τον διάλογο της αγάπης» για την άμβλυνση των διαφορών και των αντιστάσεων των Ορθοδόξων, συνιστώντας στον Πάπα την διατήρηση φιλικών σχέσεων με την Ανατολή μέχρι την αποκατάσταση της ενότητας στην πίστη. Εξ άλλου, ο Νικαίας Βησσαρίων και ο Ρωσίας Ισίδωρος, πεπεισμένοι ενωτικοί και φιλοπαπικοί, ενίσχυαν την άποψη του αυτοκράτορα, ότι ήσαν άσκοπες οι ατελεύτητες θεολογικές συζητήσεις, χάριν της επισπεύσεως της συμφωνίας. Η ίδια αδικαιολόγητη σπουδή διακρίνει και τις σημερινές ενωτικές προσπάθειες.
Το ερώτημα όμως είναι, γιατί πολεμούνται σήμερα, με τόση σφοδρότητα και πάθος, οι συνεχιστές της στάσεως του Αγίου Μάρκου, ο οποίος μάλιστα δεν έζησε την δογματοποίηση και του παπικού Αλαθήτου (1870), που καθιστά τα εμπόδια των δικών μας ενωτικών προσπαθειών ανυπέρβλητα.
Χαρακτηριστική περίπτωση διαχρονικού θεολογικού δωσιλόγου είναι ο «πατριάρχης» Ιωάννης Βέκκος, πρωταγωνιστική μορφή της ενωτικής συνόδου του 1274. Ο Βέκκος ενσαρκώνει ιστορικά τον ασπόνδυλο καιροσκόπο όλων των ενωτικών διαλόγων, που έχει επιφανείς συνεχιστές και στην εποχή μας. Φαινομενικά ορθόδοξος στην αρχή και μάλιστα αμύντωρ της παραδόσεως, ταπεινός συνοδοιπόρος αργότερα και διαστροφέας της. Ο Βέκκος προσφέρει σημαντική βοήθεια και σε μια άλλη ψυχογραφική κατεύθυνση. Επειδή καιροσκοπικός ενωτισμός συγκαλύπτει άχρι καιρού το αληθινό φρόνημα, είναι ανάγκη να μη παρασυρόμεθα στην κατάταξη των Θεολόγων μας από κάποια κείμενα της πρώιμης παραγωγής τους, έστω και αν είναι ορθόδοξα και πατερικά. Κατά τον ρήτορα Δημοσθένη, άλλωστε, «προς το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται»! Είναι επόμενο, συνεπώς, οι εξοχότεροι ενωτικοί να τιμώνται από τον Πάπα. Οι δεχόμενοι τιμητικές διακρίσεις σήμερα συνεχίζουν το παράδειγμα του Βησσαρίωνος και του Ισιδώρου, των καρδιναλίων. Μόνιμο παραμένει, συνεπώς, το πρόβλημα της διασπάσεως της ενότητος των Ορθοδόξων.
στ) Ο Παπισμός αποδεικνύεται πάντα ανυποχώρητος και αμετανόητος: Και αυτό λόγω της κοσμικής-κρατικής υποστάσεώς του. Ο Παπισμός, ως κράτος, δεν ήταν, ούτε είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως Εκκλησία και μάλιστα υπέρ της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, όπως φαντάζονται οι αφελείς (;) εκ των Οικουμενιστών.
ζ) Το ψευδοεπιχείρημα: Ο σημερινός Διάλογος με την Παπική «Εκκλησία» στηρίζεται σε ένα ψευδοεπιχείρημα, που αναπαράγεται συνεχώς από την ενωτική παράταξη. Και αυτό είναι, ότι δήθεν ο Παπισμός δεν έχει καταδικασθεί συνοδικά, δηλ. από Οικουμενική Σύνοδο. Με βάση δε αυτή την παραπλανητική διακήρυξη προχώρησαν, χωρίς φυσικά καμμία πανορθόδοξη απόφαση, στην αναγνώριση de facto της εκκλησιαστικότητας του Παπισμού και της συμπεριφοράς απέναντι σ’ αυτόν και τον Πάπα, ως εκκλησιαστικών μεγεθών και «τον έτερον πνεύμονα» του εκκλησιαστικού σώματος, έστω και αν είναι «φυματικός», μη υγιής δηλαδή εις την πίστη και πράξη του. Όλες οι αναφορές στον Πάπα, τόσο στον θεολογικό διάλογο, όσο και στις σχέσεις με αυτόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που επηρεάζει και τις άλλες ελληνόφωνες Εκκλησίες, ο Πάπας εκλαμβάνεται ως ορθόδοξος επίσκοπος, μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, κανονικό και υπεροχικό, ως να ευρισκόμεθα στην προ του σχίσματος εποχή, στην περίοδο των αρχαίων Οικουμενικών Συνόδων.
Μελετώντας όμως την εκκλησιαστική ιστορία και λαμβάνοντας υπόψη τη μακρά διαδικασία των μετά το σχίσμα ενωτικών προσπαθειών, καταλήγουμε στο κριτικό ερώτημα: Μπορούμε σήμερα να δεχθούμε την συνέχεια της αρχαίας Πενταρχίας, με «πρώτον τη τάξει» τον επίσκοπο της Πρεσβυτέρας Ρώμης; Ασφαλώς όχι. Η Παλαιά Ρώμη μετά το σχίσμα είναι το Πατριαρχείο, που αποσχίσθηκε και, συνεπώς, εξέπεσε του θεσμού της Πενταρχίας. Κάθε εφαρμογή, συνεπώς, των αφορώντων στην Πενταρχία των Πατριαρχικών Θρόνων στις σημερινές σχέσεις είναι όχι μόνον εσφαλμένη, αλλά και προβάλλει την πλήρως αθεολόγητη, αντιεκκλησιαστική και αυθαίρετη μεθόδευση του θεολογικού διαλόγου.
Σ’ όλη τη διάρκεια της δουλείας διακεκριμένοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της ρωμαίικης Ανατολής θεωρούσαν αναγκαίο να απαντήσουν στο ερώτημα «τι εστι Πάπας», για να συμπεράνουν τον αιρετικό χαρακτήρα της Παλαιάς Ρώμης και του Παπισμού, κάτι που έχει αποτυπωθεί και στα σχετικά δογματικοσυμβολικά συνοδικά κείμενα αυτής της περιόδου.
Συγκεκριμένα όμως οι υπό μεγάλων θεολόγων μας χαρακτηριζόμενες ως οικουμενικές σύνοδοι, του 879 επί Μεγάλου Φωτίου και οι ησυχαστικές σύνοδοι του 14ου αι. με κορύφωση εκείνη του 1351 (Η καί Θ ἀντίστοιχα) έχουν καταδικάσει παπικές πλάνες/αιρέσεις. Είναι δε σημαντικό, ότι της ονομαστικής καταδίκης ενός πατριαρχικού θρόνου είναι πολύ βαρύτερη η καταδίκη (de facto) των κακοδοξιών, τις οποίες ο θρόνος αυτός «γυμνή τη κεφαλή» αποδέχεται και εξακολουθεί να κηρύττει.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, όπως και σε άλλα φυσικά, απογοήτευσε το ορθόδοξο πλήρωμα η πρόσφατη «Σύνοδος της Κρήτης» (Ιούνιος 2016). «Δεν υπάρχει ούτε ένας Άγιος της Εκκλησίας μας που να μη καταδικάζει τον παπισμό. Δεν υπάρχει ούτε ένας πατέρας και σύγχρονος αγιασμένος Γέροντας … που να μη καταδικάζει τις παπικές πλάνες. Είναι ομόφωνη, ομόθυμη και διαχρονική η απόρριψη και η καταδίκη των δoξασιών του παπισμού. Όλες αυτές οι Συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας μας και των Αγίων Πατέρων μας διαχρονικά παραβίασε και κατεπάτησε βάναυσα η «Σύνοδος» της Κρήτης. (Βλ. Η Σύνοδος της Κρήτης: Αγία και Μεγάλη Σύνοδος; Έκδοση Συνάξεως Ορθοδόξων Ρωμηών «Φώτης Κόντογλου», Σεπτέμβριος 2016, σ. 33).
Γι’ αυτό όλοι οι, με τη Χάρη του Τριαδικού Θεού μας, βαδίζοντες στα ίχνη των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων μας όλων των αιώνων, επιμένουμε στην αρχή, που έθεσε η «’Απαντησις της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τω 1895 προς τον Πάπα Λέοντα ΙΓ : «Η φυσικωτέρα οδός προς την ένωσίν εστιν η επάνοδος της Δυτικής Εκκλησίας εις το αρχαίον δογματικόν και διοικητικόν καθεστώς». Κάθε ενωτική προσπάθεια, που δεν κινείται στα όρια της αιωνιότητος, αλλ’ αποβλέπει σε «πρόσκαιρον αμαρτίας απόλαυσιν» (Εβρ. 11,25), είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως οι ενωτικές προσπάθειες των «βυζαντινών» αυτοκρατόρων.
Ορθόδοξος Τύπος,31/03/2017