Στα μόλις τρία χρόνια που ανέλαβε το τιμόνι της χώρας, από το 1976-1979, ο «κόκκινος» Πολ Ποτ θα προλάβαινε να αφήσει 2 εκατομμύρια συνανθρώπους του νεκρούς, γράφοντας μια από τις μελανότερες ιστορίες διακυβέρνησης στα παγκόσμια χρονικά.
Ο άνθρωπος που τόσο ηθελημένα όσο και ως αποτέλεσμα των εκτεταμένων μεταρρυθμίσεών του θα εξόντωνε το 20% του πληθυσμού της Καμπότζης με λίγους δικτάτορες θα μπορούσε να συγκριθεί σε όρους θηριωδίας και φρίκης.
Οι μαζικές εκτελέσεις όσων δεν χωρούσαν στην κοινωνία που ευαγγελίστηκε και οι ακόμα γενικότερες κομμουνιστικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στην οικονομία και τους τρόπους παραγωγής έμελλε να φέρουν μια σειρά δεινών που μόνο με γενοκτονία μπορούν να παρομοιαστούν.
Από τη βίαιη κολεκτιβοποίηση, την ακόμα βιαιότερη μετεγκατάσταση των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων στην ύπαιθρο (που θα άφηνε τις πόλεις φαντάσματα), το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, το ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας μέχρι και τους μαζικούς βασανισμούς και τις εκτελέσεις αντιφρονούντων, μειονοτικών ομάδων και όλων των μορφωμένων πολιτών (τουλάχιστον 20.000 μαζικοί τάφοι), τα μέτρα που πήρε ο Πολ Ποτ στην Καμπότζη έχουν γίνει συνώνυμο της παρανοϊκής εξουσίας...
Πρώτα χρόνια
Ο Πολ Ποτ γεννιέται ως Σαλόθ Σαρ στις 19 Μαΐου 1928 στην επαρχία της Καμπότζης, ως το όγδοο από τα εννιά παιδιά του ισχυρού τοπικού γαιοκτήμονα Πεν Σαλόθ. Ο πατέρας του διατηρούσε στενούς πολιτικούς δεσμούς με τη βασιλική αυλή της πρωτεύουσας Πνομ Πενχ, γεγονός που θα έκανε πλήθος αξιωματούχων της χώρας, ακόμα και τον βασιλιά της Καμπότζης Sisowath Monivong, να επισκέπτονται συχνά την αγροικία του Σαρ.
Ο Πολ Ποτ θα αρνιόταν όταν μεγάλωνε το γεγονός ότι ήταν ο Σαλόθ Σαρ, πιθανότατα για να προστατεύσει την οικογένειά του. Υιοθετεί λοιπόν τη νέα του ταυτότητα «Πολ Ποτ» το 1963, όνομα που κράτησε ακόμα και όταν στέφθηκε πρωθυπουργός της Καμπότζης, με τον κόσμο να μην είναι πλέον σίγουρος αν ήταν όντως ο Σαρ.
Ως μαθητής, ο Πολ Ποτ δεν ήταν καλός. Μορφώθηκε στο πλευρό βουδιστών μοναχών και κατόπιν σε καθολικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Πνομ Πενχ (1935), για να συνεχίσει μετά σε τεχνική σχολή γειτονικής πόλης, μαθαίνοντας την τέχνη του ξυλουργού. Αργότερα, το 1949, θα λάβει κρατική υποτροφία για σπουδές στην ηλεκτρονική και τη ραδιοφωνία στο Παρίσι, με τον νεαρό Πολ Ποτ να περνά ωστόσο τον χρόνο του στη Γαλλία όχι μέσα στις πανεπιστημιακές αίθουσες αλλά στο προαύλιο του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Είναι στη Γαλλία λοιπόν που γαλουχείται στις αρχές του κομμουνισμού, οραματιζόμενος πλέον μια «κόκκινη» επανάσταση στην πατρίδα του, όπου η γη και τα μέσα παραγωγής θα περνούσαν στον έλεγχο του λαού. Το 1950 τον βρίσκει στο Ζάγκρεμπ της τότε Γιουγκοσλαβίας, συμμετέχοντας σε εθελοντικό αριστερό εργατικό σωματείο που κατασκεύαζε δρόμους, ενώ το 1951 επιστρέφει στη Γαλλία και γίνεται μέλος παράνομου κομμουνιστικού θύλακα («Μαρξιστικός Κύκλος»), που παλεύει για την ανεξαρτησία του Βιετνάμ...
Επιστροφή και κομμουνιστική δράση
Αφού απέτυχε συνεχόμενες φορές στις πανεπιστημιακές του υποχρεώσεις, ο Πολ Ποτ επιστρέφει τον Ιανουάριο του 1953 στην Καμπότζη και γίνεται αμέσως μέλος στο βιετναμέζικης επιρροής κομμουνιστικό Ενωμένο Μέτωπο Ελευθερίας των Χμερ, που αντιτασσόταν στον γαλλικό ζυγό της Καμπότζης.
Όταν λοιπόν η Καμπότζη αποκτά την πολυπόθητη ανεξαρτησία της από τη Γαλλία το 1954, ο Πολ Ποτ σχετίζεται με το Επαναστατικό Κόμμα των Χμερ (KPRP), το πρώτο κομμουνιστικό μόρφωμα της χώρας. Η διαβόητη έχθρα του για τους διανοούμενους (τους οποίους όριζε ως αυτούς που «σκέφτονται, σπουδάζουν και καταλαβαίνουν») και το πολιτικό κατεστημένο φουντώνει αυτή την εποχή, κάτω κυρίως από την επίδραση του πρώην προέδρου του Μετώπου Tou Samouth, ο οποίος λαχταρούσε να κάνει το KPRP μια μαζική οργάνωση ανθρώπων που θα αντιταχθούν στην κυβέρνηση του πρίγκιπα Norodom Sihanouk. Ξεσπούν τότε επεισόδια μεταξύ των μελών του KPRP και των συνδέσμων του κόμματος στο Βιετνάμ, με τους Βιετναμέζους να θέλουν την ηγεσία της καμποτζιανής αντίστασης υπό τον έλεγχό τους.
Τον Σεπτέμβριο του 1960, ο Πολ Ποτ και μια χούφτα θαυμαστών του συναντιούνται κρυφά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Πνομ Πενχ και ιδρύουν το «κόκκινο» Εργατικό Κόμμα της Καμπουτσέα (WPK), με τον Samouth να αναλαμβάνει γενικός γραμματέας. Μέχρι το 1963, ο Πολ Ποτ είχε αντικαταστήσει τον «δάσκαλό» του στο τιμόνι του κόμματος, με τον Samouth να εξαφανίζεται κατόπιν μυστηριωδώς. Ο Πολ Ποτ και τα μέλη του WPK θα εξαφανίζονταν μετά από τη δημόσια ζωή, στήνοντας την έδρα των δραστηριοτήτων τους σε μια απομονωμένη δασώδη περιοχή της Καμπότζης. Από τις αρχές του 1964, ο Ποτ στήνει τα πρώτα στρατόπεδα για την οργάνωση αντάρτικου αγώνα, ενώ στα τέλη της χρονιάς η διοικούσα επιτροπή του κόμματος εκδίδει ανακοινωθέν που καλεί τον λαό σε ένοπλο αγώνα για να ανατραπεί το καθεστώς του πρίγκιπα...
Ηγέτης των κομμουνιστών και μάχες
Στη διάρκεια των χρόνων αυτών, ο Ποτ θα ενδυνάμωνε τη θέση του στην ηγεσία του WPK, εξασθενώντας παράλληλα τα βιετναμέζικα στοιχεία στο γενικότερο κίνημα κατά της πριγκιπικής κυβέρνησης, επιζητώντας αποκλειστικότητα στην καμποτζιανή αντίσταση. Ωστόσο, απέφυγε αριστοτεχνικά μια ευθεία σύγκρουση με τους βιετναμέζους κομμουνιστές, η δύναμη των οποίων ήταν αυξημένη στην επικράτεια της Καμπότζης.
Ταυτόχρονα, ταξιδεύει στο Πεκίνο για να αποκτήσει γνώσεις στην κομμουνιστική διακυβέρνηση. Επιστρέφοντας στη χώρα του το 1966, αλλάζει το όνομα του WPK σε Κομμουνιστικό Κόμμα της Καμπουτσέα (CPK) και ξεκινά την ενεργό δράση. Εν τω μεταξύ, οι Ερυθροί Χμερ έχουν αρχίσει να κερδίζουν την εύνοια του λαού, με πλήθος αντιφρονούντων αλλά και απλού κόσμου να εγκαταλείπει τις πόλεις και την καταπίεση του πρίγκιπα για μια νέα ζωή στην ύπαιθρο.
Από τις αρχές του '66, ξεσπά σύγκρουση αγροτών και καθεστώτος για την τιμή του ρυζιού, με τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων και τη μη λύση του προβλήματος να παραδίδουν επί της ουσίας αμαχητί την επαρχία της Καμπότζης στους κομμουνιστές του Πολ Ποτ. Κι έτσι στις αρχές του 1967 ο Ποτ αποφασίζει να αναμετρηθεί με το καθεστώς: οργανώνει μαζικές διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης του Sihanouk, γεγονός που θα κάνει τον αδίστακτο πρίγκιπα να διατάξει την εκτέλεση δεκάδων μελών του κομμουνιστικού κόμματος, στους οποίους αναφέρεται πλέον ως Ερυθρούς Χμερ (Khmer Rouge).
Ταυτόχρονα, την ώρα που ο κυβερνητικός στρατός διατηρεί ακόμα τον έλεγχο, οι Ερυθροί Χμερ αρχίζουν να διώχνουν τις διμοιρίες από τα χωριά και τις κοινότητες: μέχρι το καλοκαίρι του 1968, οι κομμουνιστές έχουν αυξήσει τη δύναμη, το λαϊκό έρεισμα και το οπλοστάσιό τους, την ώρα που ο Πολ Ποτ είναι ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης...
Συγκρούσεις και πραξικόπημα
Τον Δεκέμβριο του 1969-Ιανουάριο του 1970, ο Πολ Ποτ αποφάσισε να ανατρέψει το καθεστώς Sihanouk. Ο δυνατός κυβερνητικός στρατός νίκησε ωστόσο τους κομμουνιστές στις οδομαχίες και εγκαθίδρυσε τον δικό του εκπρόσωπο στη θέση του πρίγκιπα τον Μάρτιο του 1970: το στρατιωτικό πραξικόπημα στέφεται από επιτυχία και ο Λον Νολ αναλαμβάνει πρόεδρος της Καμπότζης, ενώ τον Οκτώβριο ο Πολ Ποτ κηρύσσει επισήμως την «κόκκινη» επανάσταση.
Το 1971, ο Πολ Ποτ επανεκλέγεται γενικός γραμματέας του CPK και διοικητής του Επαναστατικού Στρατού του, ο οποίος στις αρχές του 1972 αριθμεί πλέον κάπου 35.000 μέλη και άλλους 100.000 ένοπλους υποστηρικτές. Σε μια πολιτική συγκυρία ευνοϊκή για τους κομμουνιστικούς σκοπούς, το Βιετνάμ αποσύρει τμήμα των στρατιωτικών του δυνάμεων από την Καμπότζη στις αρχές του 1973, με τον Επαναστατικό Στρατό του Ποτ να αναλαμβάνει τον έλεγχο των περιοχών. Οι μάχες μεταξύ του καθεστώτος Λον Νολ και των δυνάμεων του Πολ Ποτ δεν θα αργούσαν να γενικευτούν.
Οι Ερυθροί Χμερ ήταν ωστόσο παντοδύναμοι στην επαρχία: μέχρι τα μέσα του 1973, ο Πολ Ποτ έλεγχε τα 2/3 περίπου της έκτασης της χώρας και τουλάχιστον τον μισό πληθυσμό της Καμπότζης. Το Βιετνάμ κατάλαβε ότι δεν μπορεί να τον αντιμετωπίζει πλέον επιπόλαια και άρχισε να τον παίρνει στα σοβαρά. Στα τέλη του 1973, οι Ερυθροί Χμερ θα ξεκινήσουν την πολιορκία της πρωτεύουσας, εισάγοντας παράλληλα εκτεταμένες κομμουνιστικές μεταρρυθμίσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα που κατείχαν: εκκένωση του πληθυσμού και μετεγκατάστασή του στην ύπαιθρο για την τόνωση της αγροτικής παραγωγής και άλλες πεπατημένες της κομμουνιστικής διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα, ο Πολ Ποτ εγκαινιάζει την «εκκαθάριση» πολιτικών αντιφρονούντων και αντιπάλων του στις τάξεις του κομμουνιστικού κόμματος, συντάσσοντας ταυτόχρονα τη διαβόητη «μαύρη λίστα» με τους ανθρώπους που θα εξόντωνε μόλις καταλάμβανε την εξουσία...Άνοδος στην ηγεσία και μαζικές δολοφονίες
Στις 17 Απριλίου 1975 η Πνομ Πενχ πέφτει στα χέρια των Ερυθρών Χμερ, με τον Σαλόθ Σαρ να είναι ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός τους: μετονομάζεται σε «Πολ Ποτ» (το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε τόσο καιρό) και αναγορεύει τον εαυτό του σε «Νο 1 Σύντροφο». Τον Ιανουάριο του 1976 υιοθετεί το νέο σύνταγμα της χώρας, που αποκαλείται πλέον Λαϊκή Δημοκρατία της Καμπουτσέα, με τον ίδιο να αναλαμβάνει πρωθυπουργός της κυβέρνησής του.
Αμέσως μετά την κατάληξη της Πνομ Πενχ, ο Πολ Ποτ ήταν πλέον ανεμπόδιστος να εφαρμόσει τη ζοφερή πολιτική του: διατάζει την πλήρη εκκένωση της πρωτεύουσας, αλλά και όλων των μεγάλων αστικών κέντρων. Προπαγανδίζει στον πληθυσμό ότι η εκκένωση γινόταν για να γλιτώσει ο κόσμος τον επικείμενο αμερικανικό βομβαρδισμό. Κι ενώ οι Ερυθροί Χμερ συνήθιζαν να εκκενώνουν τις πόλεις που κατείχαν εδώ και καιρό, η μαζική εκκένωση της πρωτεύουσας δεν είχε προηγούμενο στην κλίμακά της.
Την ίδια εποχή κατηγοριοποιεί τους πολίτες σε τρεις βαθμίδες, με την τρίτη να περιλαμβάνει τους ανεπιθύμητους «νέους ανθρώπους», τους αστούς δηλαδή που εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πόλεις για το ύπαιθρο: αυτούς βάλθηκε να τους ξεκάνει. Μειώνει τις μερίδες του φαγητού τους σε μόλις δύο μπολ ρύζι την ημέρα, την ίδια ώρα που σε ραδιοφωνικό του μήνυμα ο Πολ Ποτ ισχυρίζεται ότι για να φτιάξει την αγροτική κομμουνιστική του ουτοπία χρειάζεται μόλις ένα με δύο εκατομμύρια ανθρώπους: όλοι οι άλλοι του είναι άχρηστοι!
Εκατοντάδες χιλιάδες λοιπόν «ανεπιθύμητοι» εξαναγκάζονται να σκάψουν τους μαζικούς τάφους τους: σέρνονται μέσα σε αλυσίδες στις ερημιές και θάβονται ζωντανοί από τους μαχητές των Ερυθρών Χμερ. Οι υπόλοιποι στέλνονται για δουλειά κάτω από εξοντωτικές συνθήκες, μιας και όπως το θέτει το πρωτοπαλίκαρο του Πολ Ποτ: «Οι σφαίρες παραείναι ακριβές για να χαραμίζονται». Χωρίς ιατρική φροντίδα και με λιγοστό φαγητό, οι άνθρωποι αυτοί είναι χαμένοι από χέρι.
Ταυτόχρονα, όποιος θεωρείται ύποπτος ή εχθρός εξοντώνεται: δεκάδες χιλιάδες διανοούμενοι, άνθρωποι των γραμμάτων, πολιτικοί αντίπαλοι και ευκατάστατοι αστοί βρίσκουν μαζικό θάνατο. Ο Πολ Ποτ χωρίζει τους ανθρώπους με βάση θρησκευτικές και εθνολογικές διαφορές, απαγορεύοντας παράλληλα τη θρησκεία και «καθαρίζοντας» την πληθυσμιακή σύνθεση της χώρας του: βουδιστές μοναχοί, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, δυτικοί, μορφωμένοι, άτομα με ειδικές ανάγκες βρίσκουν τραγικό χαμό, με τις μεγαλύτερες εθνοτικές ομάδες των κινέζων και βιετναμέζων που ζούσαν στην Καμπότζη να εξολοθρεύονται μαζικά.
Οι πρακτικές του Πολ Ποτ θα αφάνιζαν από τον χάρτη το 20% περίπου του πληθυσμού της χώρας, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο από 1-3 εκατομμύρια χαμένες ψυχές, με πιθανότερο νούμερο κάπου κοντά στα 2 εκατομμύρια (1,7-2,2). Ακόμα και οι ίδιοι οι Ερυθροί Χμερ αναγνώριζαν τους θανάτους 2 εκατομμυρίων πολιτών, τους απέδιδαν ωστόσο στην εισβολή του Βιετνάμ!
Ως αποτέλεσμα της πολιτικής του, το ψάρεμα απαγορεύτηκε, όπως και οι καλλιέργειες βασικών διατροφικών ειδών που δεν μπορούσε να ελέγξει σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, σπέρνοντας τον λιμό στον λαό. Η ιατρική και τα νοσοκομεία εγκαταλείφθηκαν ως «δυτικά», με τον ίδιο να αρνείται ακόμα και την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας για τον λαό του, φτάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου να εξάγει αγροτικά αγαθά για να φανεί ανθηρή η οικονομία του. Ως αποτέλεσμα, η χώρα θα βυθιζόταν στον όλεθρο και την καταστροφή, που θα την ακολουθούσε για πολλά χρόνια.
Η Πνομ Πενχ έγινε πόλη-φάντασμα, με τον αγροτικό πληθυσμό να πεθαίνει από πείνα στα περίχωρά της. Μέχρι στιγμής, περισσότεροι από 20.000 μαζικοί τάφοι έχουν εντοπιστεί στην Καμπότζη από την εποχή των Ερυθρών Χμερ, με τα «λιβάδια του θανάτου¬ να λειτουργούν πλέον ως μνημεία φρίκης της θηριωδίας...
Η πτώση του δικτάτορα
Παρά το γεγονός ότι η αντίθεση στον Πολ Ποτ συνέχισε να αυξάνει στους κόλπους του κόμματός του, οι επισκέψεις του σε Κίνα και Βόρεια Κορέα τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1977 ενδυνάμωσε τη θέση του ως κομμουνιστή ηγέτη, με τις μάχες βέβαια στα σύνορα με το Βιετνάμ να μαίνονται.
Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες μεταξύ Καμπότζης και Βιετνάμ θα οδηγούσαν τελικά σε ολομέτωπη επίθεση, όταν το Βιετνάμ συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να αντιπαρατεθεί με τους Ερυθρούς Χμερ. Οι εκτεταμένες αεροπορικές επιθέσεις των Βιετναμέζων στα εδάφη της Καμπότζης και οι χερσαίες επιχειρήσεις του στρατού τους (50.000 άντρες) στα μέσα του 1978 θα άφηναν τον Πολ Ποτ αδύναμο: αυτός και τα πρωτοπαλίκαρά του εγκαταλείπουν την Πνομ Πενχ τον Ιανουάριο του 1979 και οργανώνουν αντάρτικο και νέα κυβέρνηση στην ορεινή Δυτική Καμπότζη.
Τον Ιούλιο του 1979 καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο από τη νέα κυβέρνηση (που έλεγχε πια απόλυτα το Βιετνάμ) για την εξόντωση των δικών του ανθρώπων. Παρά το γεγονός ότι επισήμως είχε αποσυρθεί από πρωθυπουργός της Καμπουτσέα, συνέχισε να ασκεί επιρροή στους Ερυθρούς Χμερ, ιδιαίτερα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τον Δεκέμβριο του 1985 ωστόσο οι Βιετναμέζοι αποφάσισαν να τελειώνουν με το αντάρτικο των αντιφρονούντων πια Ερυθρών Χμερ και εξαπέλυσαν ολομέτωπη επίθεση στα εδάφη που έλεγχαν ακόμα: ο Πολ Ποτ καταφεύγει στην Ταϊλάνδη, όπου και περνά τα επόμενα 6 χρόνια.
Το 1988 μετακινείται στην Κίνα για ιατρικούς λόγους, στην οποία και παραμένει μέχρι το 1988 κάνοντας αγωγή για καρκίνο. Ο Πολ Ποτ δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη, καθώς το 1989 το Βιετνάμ αποχώρησε από την κατεχόμενη Καμπότζη και ο Ποτ επέστρεψε στη χώρα του. Οι συμφωνίες ωστόσο που υπέγραψε η νέα κυβέρνηση με τους ηγέτες των Ερυθρών Χμερ θα τους αποδυνάμωνε προοδευτικά, με τον Πολ Ποτ να παραμένει ωστόσο ο σκιώδης αρχηγός τους.
Η εκτέλεση που διέταξε ανώτατου στελέχους των Χμερ τον Ιούνιο του 1997 θα έκανε την κυβέρνηση να εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψή του: στις 19 Ιουνίου 1997, ο Ποτ συλλαμβάνεται, με τον ίδιο να παραμένει εκτός δημόσιας θέας από το 1980, δύο χρόνια μετά την ανατροπή του από την επιδρομή του Βιετνάμ στα εδάφη του.
Τον Ιούλιο επιβεβαιώνεται δικαστικά η καταδίκη του σε θάνατο και τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό, την ώρα που οι Ερυθροί Χμερ, αποδυναμωμένοι και διασπασμένοι, δεν αποτελούσαν πλέον κίνδυνο για τη νομιμότητα.
Θάνατος
Τη νύχτα της 16ης Απριλίου 1998, η σύζυγος του Πολ Ποτ ανακοίνωνε τον θάνατό του: ο δικτάτορας πέθανε στον ύπνο του, πιθανότατα από ανακοπή καρδιάς. Η σορός του αποτεφρώθηκε και διασκορπίστηκε στο γειτονικό δάσος, εγείροντας υπόνοιες για αυτοκτονία...