Ο Κώστας Γιαννόπουλος ήταν δικηγόρος και πρώην διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας. Στις 6 Μαΐου του 1943, έφυγε από το γραφείο του, στην οδό Φιλελλήνων, στο κέντρο της Αθήνας, κατά τις 8.
Κατέβαινε από το αριστερό πεζοδρόμιο της οδού Φιλελλήνων προς την πλατεία Συντάγματος, με σκοπό να βρει μέσο, για να επιστρέψει στο σπίτι του στο Παγκράτι, στην οδό Πρατίνου 22.
Τη στιγμή που περνούσε μπροστά από το φαρμακείο του Μαρινόπουλου, είδε έναν ψηλό και σωματώδη Γερμανό στρατιώτη, που βάδιζε στη μέση του δρόμου σφυρίζοντας. Κάποια στιγμή ο Γερμανός, κάνοντας γρήγορα πλάγια βήματα προς το πεζοδρόμιο, στάθηκε μπροστά του και του έφραξε αναίτια τον δρόμο.
Ο Γιαννόπουλος τον κοίταξε στα μάτια, προσπαθώντας να μαντέψει τις προθέσεις του Γερμανού κατακτητή. Πριν προλάβει, όμως, να παρατηρήσει προσεκτικά τη φυσιογνωμία του, ο Γερμανός τού έριξε μια πολύ δυνατή γροθιά στο αδειανό στομάχι του, σαν μαχαιριά, προκαλώντας του πλήρη αιμάτωση του στομάχου και θλάση του ενός πλευρού. Ο δικηγόρος αισθάνθηκε την αναπνοή του να σταματάει και σωριάστηκε λιπόθυμος στο πεζοδρόμιο.
Από τη στιγμή εκείνη, όλη του η αισθητικότητα προβλήθηκε έξω από το σώμα του και ουσιαστικά, παρακολουθούσε από πολύ κοντά το άψυχο σώμα του. Μπορούσε να δει πως τα μάτια του ήταν κλειστά, το πρόσωπό του κατάχλωμο, το κεφάλι του γερμένο στο στήθος, ξαπλωμένος ανάσκελα κοντά στο τοιχίο του πεζοδρομίου, κάτω από τη τζαμαρία του φαρμακείου.
Επίσης, έβλεπε τον Γερμανό, που τον είχε χτυπήσει έτσι κατάφορα και αδικαιολόγητα, να φεύγει με γρήγορο βήμα μαζί με τον συνάδελφό του, χασκογελώντας και σφυρίζοντας θριαμβευτικά για το σπουδαίο του «κατόρθωμα».
Με την εξωτερικευμένη αυτή αισθητικότητα, αντιλήφθηκε έναν Ιταλό στρατιώτη, ο οποίος πέρασε πρώτος από το σημείο του συμβάντος και κοντοστάθηκε, βγάζοντας το ρολόι του, για να ελέγξει τους παλμούς και να εξακριβώσει τον θάνατο του Γιαννόπουλου.
Λίγο αργότερα, ένα ζευγάρι πέρασε από την περιοχή και ο άντρας, αφού διαπίστωσε την κρισιμότητα της κατάστασης του χτυπημένου, έτρεξε προς το Σύνταγμα να βρει τηλέφωνο, ώστε να ειδοποιήσει τις Πρώτες Βοήθειες, που τελικά έφτασαν σε λίγα λεπτά.
Όλα αυτά, ο Κώστας Γιαννόπουλος τα έβλεπε ολοκάθαρα, με κάθε λεπτομέρεια, ενώ βρισκόταν μισοπεθαμένος πάνω στο πεζοδρόμιο. Είδε ότι τον έβαλαν βιαστικά στο φορείο και ότι τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εκεί, τον ξάπλωσαν ανάσκελα σ’ ένα κρεβάτι, που ήταν στη μέση ενός δωματίου. Αμέσως δυο γιατροί τού γύμνωσαν το σώμα και τον εξέτασαν ενδελεχώς. Ο ένας γιατρός τού έκανε ένεση στο στήθος, ενώ ο άλλος τού έκανε ένεση στο πόδι.
Οι δύο γιατροί έλεγαν ο ένας στον άλλον πως μόνο ένας στους χίλιους θα μπορούσε να επιβιώσει από τέτοια βαριά τραύματα. Βλέποντας το ετοιμοθάνατο σώμα του από μικρή απόσταση και ακούγοντας τις απελπιστικές συζητήσεις των γιατρών, το εξωτερικευμένο αιθερικό σώμα του Γιαννόπουλου βίωνε αφόρητη αγωνία και θλίψη.
Συγχρόνως, σκεπτόταν με τρόμο ότι δε θα ξαναέβλεπε τις δυο κορούλες του, την ετοιμόγεννη γυναίκα του και τη μητέρα του. Πέρασαν έτσι τρεις ολόκληρες ώρες. Ξαφνικά, ένιωσε μια τεράστια ελκτική δύναμη να τον καθηλώνει με ορμή προς το αναίσθητο σώμα, πράγμα που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι. Όταν επανέκτησε πλήρως τις αισθήσεις του και συνήλθε από το πολύωρο χειρουργείο, ήρθε η στιγμή να επιστρέψει σπίτι του και στην αγκαλιά των οικείων του, που αγωνιούσαν, καθώς δε γνώριζαν τι του είχε συμβεί, ειδικά εν καιρώ Γερμανικής Κατοχής.
Η υπόθεση του Κώστα Γιαννόπουλου θεωρήθηκε από τους ειδικούς, που ασχολήθηκαν με την περίπτωσή του, ως μια γνήσια υπόθεση αστρικής προβολής, όπου ο άνθρωπος αποχωρίζεται το υλικό του σώμα και παρατηρεί την εκτυλισσόμενη κατάσταση με τα «μάτια» του μυαλού του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην «ΕΜΠΡΟΣ», στις 13/03/1953…