Στο «1984», ο Τζορτζ Όργουελ χάρισε στους αναγνώστες του μερικές χορταστικές ματιές στα απολυταρχικά καθεστώτα, με αυτή την εικόνα του ολοκληρωτικού κρατικού ελέγχου να στοιχειώνει έκτοτε τη λογοτεχνία.
Αυτό έκανε εξάλλου και ο Τζακ Λόντον στο δικό του δυστοπικό αριστούργημα «Σιδερένιο Τακούνι» χρόνια πρωτύτερα, δίνοντας στην ανθρωπότητα έναν από τους λαμπρότερους πολιτικούς εφιάλτες του 20ού αιώνα.
Όσο όμως ο 20ός αιώνας εξελίχθηκε σε ορόσημο βίας και τρομοκρατίας, τόσο περισσότερο έχαναν σε δυναμική τα λογοτεχνικά κείμενα, μιας και πλέον τάγματα θανάτου, παρακρατικές οργανώσεις και παραστρατιωτικές ομάδες ήταν ο κρατικός απολυταρχισμός με σάρκα και οστά.
Ενσαρκώνοντας τη διαχρονική μπότα της τυραννίας στο πρόσωπο της ανθρωπότητας…
Η Ομάδα Εσωτερικής Ασφαλείας του ΙΡΑ
Πριν παρεισφρήσουν τόσοι και τόσοι βρετανοί πράκτορες, η Ομάδα Εσωτερικής Ασφαλείας του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙΡΑ) ήταν μια τρομακτικότατη οργάνωση με σκοπό να διασφαλίσει τη μακροημέρευση του ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η ΟΕΑ παθιάστηκε με το ξετρύπωμα των βρετανών κατασκόπων και έφτασε πολύ μακριά για να κρατήσει την οργάνωση καθαρή από κακόβουλα στοιχεία.
Ιδρύθηκε το 1972, όταν ο Τζέρι Άνταμς (ηγέτης σήμερα του πολιτικού σχηματισμού Σιν Φέιν) αποφάσισε να οργανώσει τους διάσπαρτους θύλακες του ιρλανδικού αντάρτικου σε ένα ενιαίο μόρφωμα. Δυστυχώς βέβαια για τον ίδιο και τους ομοϊδεάτες του, όπως αποδείχτηκε αργότερα τουλάχιστον οι μισοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του ΙΡΑ και της ΟΕΑ συνεργάστηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τις βρετανικές αρχές.
Οι ιστορίες πολλών γνωστών μαχητών του ΙΡΑ που διατηρούσαν στενές επαφές με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες έκαναν την ΟΕΑ να μοιάζει με παρακρατική αγγλική οργάνωση, καθώς την ώρα που δολοφονούσαν στόχους του ΙΡΑ παρείχαν άπλετη πληροφόρηση στον αγγλικό στρατό της Βόρειας Ιρλανδίας. Η περιπέτεια του Αλφρέντο «Φρέντι» Σκαπατίτσι που σκότωσε καμιά πενηνταριά ανθρώπους αλλά πληρωνόταν 80.000 λίρες τον χρόνο από τη βρετανική κυβέρνηση δεν μπορεί να περάσει στα «ψιλά»…
Η Σιδηρά Φρουρά του Φαρούκ
Από το 1936-1951, ο βασιλιάς Φαρούκ Α’ της Αιγύπτου αγκιστρώθηκε στον θρόνο του μέσω ενός ιδιωτικού τάγματος θανάτου που αποκαλούσε «Σιδηρά Φρουρά». Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου μάλιστα, όσο η Αίγυπτος ήταν θέατρο μαχών μεταξύ Συμμάχων και Ιταλο-Γερμανών, η Σιδηρά Φρουρά κινητοποιήθηκε να συνδράμει τις δυνάμεις του Άξονα.
Όταν τον Οκτώβριο του 1952, μετά την πτώση του Φαρούκ, 12 μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, έμαθε με αποτροπιασμό ο αιγυπτιακός λαός πως η Σιδηρά Φρουρά όχι μόνο δολοφονούσε τους πολιτικούς αντιπάλους του βασιλιά, αλλά και είχε στον έλεγχό της ένα τεράστιο κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών.
Παρά τις αλλότριες δραστηριότητές της βεβαίως, ο κύριος μοχλός της δράσης της ήταν η αποδυνάμωση των πολιτικών σχηματισμών που αντιστρατεύονταν τη βασιλεία. Και βέβαια διέθετε την αμέριστη συμπαράσταση μιας άλλης παρασκηνιακής κλίκας, της Ομάδας Ελεύθερων Αξιωματικών του Νάσερ. Ο ίδιος ο Αντουάρ Σαντάτ εξάλλου, κατοπινός πρόεδρος της χώρας, ήταν μέλος της Σιδηράς Φρουράς καταφεύγοντας στις τάξεις της μετά τον Αραβο-Ισραηλινό Πόλεμο του 1948.
Πριν συμβάλει τα μέγιστα στο πραξικόπημα του 1952 που θα έριχνε τελικά τον Φαρούκ, η Σιδηρά Φρουρά μεθόδευε στον Β’ Παγκόσμιο την εκδίωξη των Βρετανών από την Αίγυπτο, συνεργαζόμενη στενά με τον Άξονα…
Το Τάγμα 3-16 της Ονδούρας
Όταν πρωτοϊδρύθηκε, το Τάγμα 3-16 ήταν μια οργάνωση που χρηματοδοτήθηκε και εκπαιδεύτηκε τόσο από τη CIA όσο και το FBI. Ο σκοπός της ήταν η κατασκοπεία για λογαριασμό των Αμερικανών και η εμπλοκή της στον παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο που μάστιζε την κεντροαμερικάνικη χώρα. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 όμως, η παραστρατιωτική οργάνωση είχε μεταμορφωθεί σε κανονικό τάγμα θανάτου, βάζοντας στο στόχαστρο τους σαντινίστας αντάρτες.
Οι βετεράνοι στρατιωτικοί που τη στελέχωναν σκότωσαν περισσότερους από 200 σαντινίστας. Η ομάδα στελεχώθηκε και εκπαιδεύτηκε σε αμερικανικό έδαφος και έλαβε κατόπιν περαιτέρω βοήθεια από τους κόντρας της CIA, κυρίως αργεντίνους συνεργούς. Με τις καραβιές των χρημάτων που έστελνε η αμερικανική κυβέρνηση, το Τάγμα 3-16 έκανε στοχευμένες απαγωγές και διέθετε πολλά κρησφύγετα που είχαν μετατραπεί σε κέντρα κράτησης και θαλάμους βασανιστηρίων.
Η δράση των παρακρατικών της Ονδούρας δεν θα γινόταν μάλιστα γνωστή παρά στη δεκαετία του 1990, όταν η εισαγγελία της χώρας κατέληξε ότι τουλάχιστον 100 αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων είχαν πάρει μέρος στις έκνομες δράσεις του Τάγματος. Στις οποίες περιλαμβάνονταν φυσικά οι μεγαλύτερες θηριωδίες του εμφυλίου, αλλά και το γέμισμα 26 μυστικών νεκροταφείων με τα εκατοντάδες θύματα του Τάγματος 3-16…
Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία της Κένυας
Ο ισλαμικός εξτρεμισμός αποτελεί μεγάλο πονοκέφαλο για την κενυατική εθνική ασφάλεια. Η χώρα συνορεύει εξάλλου με τη Σομαλία, εκεί που η τοπική φονταμενταλιστική οργάνωση αλ-Σαμπάμπ μετρά χιλιάδες μαχητές. Η Κένυα έχει ζήσει καλά στο πετσί της την τρομοκρατία τα τελευταία χρόνια, όπως τον Απρίλιο του 2015, όταν 147 φοιτητές δολοφονήθηκαν από τα χέρια των εκτελεστών της αλ-Σαμπάμπ.
Δύο χρόνια νωρίτερα, τέσσερις ένοπλοι του σομαλικού εξτρεμισμού είχαν ανοίξει πυρ σε εμπορικό κέντρο του Ναϊρόμπι δολοφονώντας άλλους 67 ανθρώπους. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που η Κένυα αναζήτησε «εναλλακτικούς» τρόπους να παλέψει την τρομοκρατία, μετατρέποντας την Αντιτρομοκρατική της σε σωστό τάγμα θανάτου.
Σύμφωνα με όσα έχουν αποκαλύψει πρώην μέλη της αλλά και με βάση τη δημοσιογραφική έρευνα, η Αντιτρομοκρατική έπαιρνε ρητές εντολές από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Κένυας να σκοτώνει επιτόπου οποιονδήποτε θεωρούσε ύποπτο τρομοκρατίας και δεν είχε κανένα πρόβλημα να εκτελεί τις εντολές.
Αναφορές θέλουν τους κενυατές αστυνομικούς να εκπαιδεύονται προσωπικά από τη βρετανική MI5 και την ισραηλινή Μοσάντ και να εξοντώνουν κατόπιν ανθρώπους χωρίς ιδιαίτερη έρευνα και πολλά πολλά. Οι αποκαλύψεις για την αντισυνταγματική δράση της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας έριξαν βαριά σκιά στις θριαμβολογίες της κυβέρνησης για αποφασιστική μάχη με την τρομοκρατία της αλ-Σαμπάμ στο κενυατικό έδαφος…
Η Δίωξη Ναρκωτικών της Ταϊλάνδης
Ήταν Φεβρουάριος του 2003 όταν ο ταϊλανδός πρωθυπουργός Τακσίν Σιναουάρτα κήρυξε τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών στη χώρα του, στοχεύοντας τα κυκλώματα διακίνησης αλλά και τις ένοπλες συμμορίες που παρέχουν προστασία. Εκείνη τη χρονική στιγμή η Ταϊλάνδη γνώριζε μια ασυνήθιστη άνοδο στη χρήση ναρκωτικών και δεν αποτελεί ενδεχομένως έκπληξη η αδιάλλακτη στάση της κυβέρνησης να τελειώνει με τη μάστιγα των ναρκωτικών.
Πριν περάσει ωστόσο πολύς καιρός, μη κυβερνητικοί οργανισμοί και παρατηρητήρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατακεραύνωναν τη Δίωξη αλλά και την κυβέρνηση για παράνομες επιθέσεις σε ταϊλανδούς πολίτες. Όπως έμαθε ο κόσμος από τις συγκεντρωτικές εκθέσεις των ανεξάρτητων οργανισμών, στους τρεις πρώτους μήνες της σταυροφορίας περισσότερες από 2.800 παράνομες εκτελέσεις έλαβαν χώρα.
Ακόμα χειρότερα, τα διεθνή παρατηρητήρια ξαναχτύπησαν τέσσερα χρόνια αργότερα αποκαλύπτοντας ότι τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς τους φόνους του πολέμου κατά των ναρκωτικών δεν είχαν καμία σχέση με την υπόθεση.
Η Διεθνής Αμνηστία μπήκε στον χορό λίγο αργότερα μιλώντας για την πολιτική «σκότωσε πρώτα, ερεύνησε μετά» της ταϊλανδικής Δίωξης Ναρκωτικών. Οι δικές της έρευνες μιλούσαν για 600 αντισυνταγματικούς θανάτους πολιτών σε μια περίοδο τριών εβδομάδων.
Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών του Σιναουάρτα έληξε απρόοπτα με το πραξικόπημα του 2006 και το νέο καθεστώς ήθελε να τον περάσει από δίκη για τη δολοφονική δράση της κυβέρνησής του. Όλα ξεχάστηκαν βέβαια μέχρι το 2008, όταν μια νέα έκρηξη στη χρήση ναρκωτικών πυροδότησε έναν καινούριο πόλεμο κατά της διακίνησης…