Η Alexandra David-Neel ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα, με πνεύμα ανήσυχο, που την κράτησε πολύ μακριά από τα στενά όρια του συντηρητισμού και του καθωσπρεπισμού της εποχής της.
Η Γαλλοβελγίδα αυτή συγγραφέας, που είχε γεννηθεί το μακρινό 1868, είχε ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του καιρού της και είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει τα τολμηρά όνειρά της, τότε που οι υπόλοιπες γυναίκες της γενιά της δε μπορούσαν να ξεμακρύνουν ούτε από την αυλή του σπιτιού τους, χωρίς την άδεια ή την εποπτεία ενός άντρα.
Η Alexandra David-Neel, πέρα από συγγραφέας, υπήρξε μια ατίθαση γυναίκα, ασυμβίβαστη, αλλά και δεινή εξερευνήτρια, πνευματίστρια, Βουδίστρια και αναρχική. Έγινε πασίγνωστη, όταν κατόρθωσε να επισκεφτεί τη Λάσα του Θιβέτ το 1924, την περίοδο που στην πόλη ήταν απαγορευμένη η είσοδος στους ξένους.
Η πολυγραφότατη και παραγωγικότατη Alexandra είχε συγγράψει πάνω από τριάντα βιβλία, συμπεριλαμβανομένου και του «Magic and Mystery in Tibet», που εκδόθηκε το 1929 και περιέγραφε τις εντυπώσεις της από τη μυστηριώδη αυτή χώρα. Ανάμεσα στα άλλα, διηγούνταν κι ένα αλλόκοτο περιστατικό, του οποίου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας.
Οι Βουδιστές της Ασίας πιστεύουν στη μετεμψύχωση. Ενστερνίζονται την πεποίθηση πως όσοι πεθαίνουν, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα επιστρέφουν στη ζωή μέσα σε οποιοδήποτε πλάσμα, άνθρωπο ή ζώο.
Όταν η Alexandra βρισκόταν στο Θιβέτ, είχαν περάσει εφτά ολόκληρα χρόνια από τον καιρό που είχε αποβιώσει ένας Λάμα, δηλαδή ένας ιερωμένος Βουδιστής και οι άνθρωποί του δεν είχαν δει ακόμα κανένα σημάδι, που να τους πείθει ότι ο Δαλάι Λάμα είχε επιτέλους μετεμψυχωθεί.
Μια μέρα, όμως, ένας πιστός ακόλουθος του από καιρό πεθαμένου Δαλάι Λάμα, επιστρέφοντας από κάποιο χωριό που είχε επισκεφτεί, σταμάτησε σ’ ένα πανδοχείο, για να ξαποστάσει.
Καθώς του ετοίμαζαν το τσάι του, ο ακόλουθος έβγαλε την ταμπακιέρα του, για να πάρει λίγο ταμπάκο. Ξαφνικά, ένα μικρό παιδάκι, που ήταν γιος του πανδοχέα και έπαιζε παράμερα, τον πλησίασε θαρρετά, ακούμπησε το χέρι του στην ταμπακιέρα του ξένου και του είπε: «Γιατί χρησιμοποιείς εσύ τη δική μου ταμπακιέρα; Δώσε μου την, σε παρακαλώ».
Ο ακόλουθος ξαφνιάστηκε. Πράγματι, η ταμπακιέρα δεν ήταν πάντοτε δική του, αλλά προηγουμένως ανήκε στον νεκρό αφέντη του, τον Βουδιστή ιερωμένο. Αμέσως έπεσε ευλαβικά στα γόνατά του, μόλις κατάλαβε ότι μπροστά του είχε τον μετεμψυχωμένο Λάμα.
Η Alexandra David-Neel, που έτυχε να παρευρεθεί στην πομπή της μεταφοράς του παιδιού στην οικία του Δαλάι Λάμα, ανέφερε τα εξής:
Η συνοδεία έφτασε σ’ ένα σημείο, όπου διασταυρώνονταν ένας παλιός κι ένας καινούριος δρόμος. Η πομπή ακολούθησε τον καινούριο. Τότε, το παιδί διαμαρτυρήθηκε έντονα και αναρωτήθηκε γιατί δεν πήγαιναν από τον παλιό δρόμο, που οδηγούσε ολόισια στον προορισμό τους.
Αυτό εκλήφθηκε ως η δεύτερη απόδειξη ότι ο γιος του πανδοχέα ήταν ο μετεμψυχωμένος Δαλάι Λάμα, καθώς όσο ήταν εν ζωή, ο νέος δρόμος δεν είχε ανοιχθεί ακόμη και ο μακαρίτης χρησιμοποιούσε πάντα τον παλιό.
Τέλος, συνέβη κι άλλο αξιοσημείωτο περιστατικό, που θεωρήθηκε ως τρίτη απόδειξη: Όταν η πομπή έφτασε στο σπίτι του Δαλάι Λάμα, έδωσαν στο μικρό παιδί να πιει το τσάι του σ’ ένα κρυστάλλινο κύπελλο, μα εκείνο αρνήθηκε και ζητούσε επιμόνως το παλιό του κύπελλο, που ήταν φτιαγμένο από πορσελάνη. Κανείς δε θυμόταν πια πού ήταν καταχωνιασμένο. Όμως, ο μικρός σηκώθηκε με σίγουρες κινήσεις και τους το έδειξε μόνος του.
Το μικρό αυτό αγόρι, ο γιος ενός ασήμαντου πανδοχέα, ήταν τελικά ο Thubten Gyatso, ο 13ος Δαλάι Λάμα του Θιβέτ.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 29/05/1930…