Πόσοι Ελληνες γνωρίζουν ότι κάποτε τα ελληνικά στρατεύματα, στο όχι και τόσο μακρινό 1919 εκστράτευσαν και πολέμησαν στην Ουκρανία; Το ημερολόγιο της εκστρατείας στην Ουκρανία το 1919 γραμμένο από τον επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων, στρατηγό Νίδερ, είναι μια εξαιρετική μαρτυρία για ένα μια πτυχή της ελληνικής ιστορίας που λίγοι γνωρίζουν και φυσικά δεν διδάσκεται στα σχολεία
«Η πόλις της Οδησσού είχε πλέον τελείως εκκενωθή υπό των συμμαχικών στρατευμάτων και καταληφθή από της προηγουμένης εσπέρας υπό των Σοβιέτ της πόλεως, άτινα είχον υψώσει την ερυθράν σημαίαν, εγκατέστησαν αμέσως διαφόρους φρουράς, εκήρυξον τον στρατιωτικόν νόμον και εξέδωκαν προκηρύξεις δημοσιευθείσας εις εφημερίδας των...».
Με αυτά τα λόγια ο στρατηγός Κωνσταντίνος περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της εκστρατείας στην Ουκρανία το 1919 της οποίας ηγήθηκε.
Όπως αναφέρει στο σημείωμα του βιβλίου "Η εκστρατεία της Ουκρανίας (Ιανουάριος – Μάιος 1919)" η εκστρατεία στην Ουκρανία, η πρώτη ελληνική στρατιωτική επέμβαση εκτός των εθνικών συνόρων, αποτελεί κομβικό σημείο της περιόδου από τους Βαλκανικούς πολέμους ως τη Μικρασιατική καταστροφή (1912-1922).
Αν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις μέχρι τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου (1918) πρόσφεραν εδάφη στην ελληνική επικράτεια και στήριξαν τη Μεγάλη Ιδέα των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών, με την πεποίθηση πως η Ελλάδα θα καταλάμβανε την έκταση και τον ρόλο περιφερειακής δύναμης στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, η χειμερινή αποστολή ελληνικών δυνάμεων στην Ουκρανία εναντίον των Μπολσεβίκων κατέληξε σε αλλεπάλληλες ήττες και καθόρισε την αρχή του τέλους των φιλοδοξιών για την ελληνική επέκταση στην Ανατολή.
Παρά τη σημασία και τις συνέπειες εκείνης της ολοκληρωτικής αποτυχίας, η εκστρατεία στην Ουκρανία αποτελεί ανεξερεύνητο έδαφος στην ελληνική ιστορία των αρχών του 20ού αιώνα. Απουσιάζουν έτσι σημαντικά στοιχεία για την εκτίμηση των πολιτικών αποφάσεων, του ισχυρού (αν και συγκαλυμμένου τότε) διχασμού μεταξύ του θρόνου και του Βενιζέλου, των γεωπολιτικών ανταγωνισμών Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας, της προτίμησης εντέλει των Συμμάχων προς το νέο τουρκικό κράτος.
Το κείμενο του στρατηγού Νίδερ, μοναδικό ντοκουμέντο στην ελληνική βιβλιογραφία, προσφέρει πλήρη εικόνα εκείνης της εκστρατείας – η οποία διήρκεσε μόλις έξι μήνες – και υπογραμμίζει την προχειρότητα της προετοιμασίας της. Περιγράφει με αμεροληψία τα γεγονότα, τις σχέσεις, τις αποφάσεις, τις δράσεις των πολιτικών και στρατιωτικών πρωταγωνιστών και τις εξελίξεις μιας εκστρατείας που υπήρξε το προοίμιο της Μικρασιατικής καταστροφής, με αποτέλεσμα την πολιτική, οικονομική και κοινωνική απαξία της χώρας.
Ο συγγραφέας, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ (1865 – 1943), γιος του Βαυαρού στρατιωτικού και γιατρού Φραγκίσκου Ξαβέριου Νίδερ, δημοσίευσε, δέκα χρόνια μετά την εκστρατεία της Ουκρανίας, το ημερολόγιο, τις καθημερινές εξελίξεις των επιχειρήσεων στα μέτωπα της Οδησσού και της Κριμαίας, τα επίσημα έγγραφα εκείνης της εξόρμ
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο επιμελητής του βιβλίου Φίλιππος Δρακονταειδής - ο οποίος είχε επιμεληθεί πάλι από τις Εκδόσεις Κέδρος, το βιβλίο – «Οι μόλις τριών επιχειρήσεις, η ήττα και η άτακτη σχεδόν υποχώρηση Γάλλων και Ελλήνων από την Ουκρανία στη Βεσσαραβία (τη σημερινή Μολδαβία) και Ρουμανία, οι νίκες των Μπολσεβίκων σε όλα τα μέτωπα της απειλούμενης σε όλη την έκταση ρωσικής επικράτειας, η αναποτελεσματικότητα των Λευκών Ρώσων παρά τις συμμαχικές ενισχύσεις και χρηματοδοτήσεις, οι πρωτοβουλίες των Νεότουρκων, ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων, η πολιτική και οικονομική βαρύτητα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είναι ιστορικοί παράγοντες που συνέπεσε να ξεκινήσουν τότε ακριβώς τη διαμόρφωση στρατηγικών και πολιτικών συνδυασμών, τους οποίους το παραλήρημα της άφιξης του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία (Μάιος 1919) δεν άφηνε να διακριθούν.
Η Ελλάδα πίστευε πως οι εθνικοί πόθοι της ευτυχούσαν πια, ως ανταπόδοση των προσπαθειών και των θυσιών της δίχως διακοπή κατά την εκατονταετία από την επανάσταση του 1821, κάτι που κανείς άλλος δεν πίστευε.
Ο ρόλος που είχε παίξει η Ελλάδα από τα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων ως την άφιξη στη Σμύρνη ήταν μεγάλος για μια μικρή χώρα. Και η χώρα απέδειξε πως ήταν πράγματι μικρή: δεν έπαψε να στοιχηματίζει στα λάθη της...
... Θα έλεγε κανείς πως η Ελλάδα σύσσωμη έφτασε στην Ουκρανία με τον τρόπο που την διακρίνει: ενθουσιώδης υπερβολικά, ανοργάνωτη υπερβολικά, αστόχαστη υπερβολικά. Εκεί πολέμησε ηρωικώς υπερβολικά και ηττήθηκε σιωπηρώς υπερβολικά. Από εκεί ξεκίνησε ενθουσιώδης υπερβολικά για τη Μικρά Ασία, όπου αποδείχθηκε ότι το δις εξαμαρτείν έχει αναπόσβεστο κόστος. Και προς παρηγοριά, ας αναγνωρίσουμε πως το ελληνικό κράτος ήταν ακόμη ένα νέο κράτος, συνηθισμένο να επιβιώνει προσαρμοζόμενο στις συνθήκες που το δημιουργούσαν και οι οποίες δεν έλεγαν να εκλείψουν: κοινωνικές, εθνοτικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις και βιαιότητες, διαδοχικές πολιτικές κρίσεις και κινήματα, διαδοχές καθεστώτων βασιλικών, κοινοβουλευτικών, δικτατορικών, ενώ η εποπτεία, προστασία, παρέμβαση και παραλυσία των κατά καιρούς “ισχυρών συμμάχων”, “εξωτερικών παραγόντων” και “φίλιων δυνάμεων” δεν έπαυαν να ενισχύουν παραγοντισμούς και κοινωνικές τερατογενέσεις. Με άλλα λόγια, ένα κατ' επίφαση οργανωμένο κράτος, που συνέβη με αυξημένη ομοψυχία να θριαμβεύσει στους Βαλκανικούς πολέμους, έχασε μεμιάς τον βηματισμό του και, δέκα χρόνια αργότερα, βρέθηκε εκεί όπου δεν ήθελε και, το χειρότερο, δεν πίστευε. Το πρώτο στραβοπάτημα ήταν η εκστρατεία της Ουκρανίας».