Στην Βρετανία υπήρχε ένα πρακτικό έθιμο που σήμερα μας φαίνεται απλά αδιανόητο. Οι άντρες έδεναν ένα σκοινί στις γυναίκες τους και έβαζαν πλώρη για την αγορά. Δεν ήθελαν να αγοράσουν κάτι, αλλά να πουλήσουν.
Όταν έφταναν στην αγορά ανακοίνωναν πως την πουλούσαν και ξεκινούσε η δημοπρασία. Αυτός που έκανε την μεγαλύτερη προσφορά την έπαιρνε και έφευγε. Γιατί όλο αυτό ήταν πρακτικό για τους συζύγους; Γιατί τότε στην Βρετανία το διαζύγιο ήταν εξαιρετικά ακριβό. Κι αυτός ήταν ο τρόπος που οι άνδρες των εργατικών τάξεων έπαιρναν διαζύγιο εκείνη την εποχή. Οι ιστορικοί διαφωνούν ως προς την προέλευσή του αλλά και για το πόσο διαδεδομένο ήταν, αλλά συμφωνούν πως υπήρξε μια πρακτική που ακολουθούσαν οι ασθενέστεροι οικονομικά Βρετανοί για να πάρουν «διαζύγιο».
Γύρω στο 1750, τα διαζύγια ήταν μια εξαίρεση για την αγγλική κοινωνία. Δεν απαγορεύονταν ακριβώς αλλά ήταν σχεδόν απαγορευτικά. Η διαδικασία ήταν τόσο ακριβή και τόσο χρονοβόρα, που η παραπάνω πρακτική έκανε την εμφάνισή της. Κάλλιστα είτε ο άνδρας, είτε η γυναίκα, μπορούσε να εγκαταλείψει το έτερον ήμισυ αλλά μια γυναίκα που θα δημιουργούσε μια άλλη σχέση, κινδύνευε πάντα από τον σύζυγό που θα μπορούσε να τιμωρήσει την ίδια και τον εpαστή της. Νομικά, θα μπορούσε να ζητήσει από τον εpαστή της ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό, κάτι που η γυναίκα δεν μπορούσε ένα κάνει.
Έτσι, στο μυαλό αρκετών ανδρών φαινόταν λογικό να βγάλουν την σύζυγο τους στο σφυρί. Έδεναν ένα σκοινί ή μια κορδέλα γύρω από το λαιμό της και την οδηγούσαν στην αγορά. Η διαδικασία θύμιζε δημοπρασία. Όταν ένας άλλος άνδρας την αγόραζε, τότε ο γάμος θεωρούνταν άκυρος και ο αγοραστής ήταν πλέον οικονομικά υπεύθυνος για την γυναίκα.
Βέβαια συνήθως, οι δημοπρασίες ήταν συμβολικές. Υπήρχε μόνο ένας επίδοξος αγοραστής που ήταν ο εpαστής της γυναίκας. Αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις που δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο και ξεκινούσε ένας «πόλεμος» προσφορών. Ο άνδρας δεν ήταν υποχρεωμένος να ρωτήσει την γυναίκα του για την απόφαση του να την βγάλει στο σφυρί και παρόλο που η γυναίκα έβλεπε εντελώς άγνωστους άνδρες να παλεύουν για να την αγοράσουν, όφειλε να δεχτεί το αποτέλεσμα.
Το μόνο που μπορούσε να πάρει η γυναίκα από τον γάμο της, ήταν όσα ήταν δικά της πριν το γάμο. Ακόμα και το σπίτι που έμενε με τον σύζυγό της. Ωστόσο, όταν υπήρχε απιστία δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις δημόσιου εξευτελισμού.
Αν και η συγκεκριμένη διαδικασία συνέβαινε για να λύσει τον γάμο, κάτι τέτοιο δεν ήταν στην πραγματικότητα η αλήθεια. Έτσι η αστυνομία άρχισε κάποια στιγμή να σταματά την διαδικασία. Οι αγοραπωλησίες συζύγων σταμάτησαν οριστικά το 1857, όταν το διαζύγιο έγινε πολύ πιο εύκολη υπόθεση.