Αυτοί είναι οι Εθνικοί Ευεργέτες που ίδρυσαν τον Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ
Ο Γεώργιος Αβέρωφ (γεννημένος ως Γεώργιος Αυγέρος - Αποστολάκας, Μέτσοβο 1815 - Αλεξάνδρεια 1899) ήταν Έλληνας επιχειρηματίας, και ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες. Με τις εμπορικές του δραστηριότητες απόκτησε μία τεράστια περιουσία την οποία διέθεσε για εθνικούς και κοινωφελείς σκοπούς. Η πολυεπίπεδη ευεργετική του δράση εκδηλώνεται μέσα από δωρεές σημαντικών ποσών για φιλανθρωπίες, κοινωφελή έργα και δημιουργία εκπαιδευτικών και άλλων υποδομών, στην ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας, το Μέτσοβο, την Αθήνα αλλά και γενικότερα προς το ελληνικό κράτος. Μεταξύ αυτών, την ίδρυση Γεωργικής Σχολής στη Λάρισα, την ανέγερση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, τη δωρεά προς το Ωδείο των Αθηνών, τη δωρεά για την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού σταδίου, όπου τελέστηκαν οι πρώτοι σύγχρονοι ολυμπιακοί αγώνες, την αποπεράτωση του Πολυτεχνείου των Αθηνών και τη δωρεά για την ναυπήγηση σύγχρονου θωρηκτού με το οποίο η Ελλάδα κυριάρχησε στο Αιγαίο πέλαγος.
Από το Μέτσοβο μετέβηκε το 1837 στο Κάιρο της Αιγύπτου για να εργαστεί στο εμπορικό κατάστημα του αδελφού του Αναστασίου. Χάριν της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και της τόλμης του εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο έμπορο της Αιγύπτου και σημαντικό μέλος των Ελλήνων της Αιγύπτου.
Γιος του Μιχαήλ Αυγέρου - Αποστολάκα και της Ευδοκίας Φάφαλη γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις 15 Αυγούστου του 1815. Ήταν ο υστερότοκος γιος ανάμεσα στα επτά αδέλφια του - τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Στην αρχή ήταν βοσκόπουλο και παράλληλα μαθητής του Ελληνοσχολείου του Μετσόβου όπου και έλαβε τα στοιχειώδη γράμματα. Όπως τότε οι περισσότεροι νέοι πολυμελών οικογενειών έφευγαν για "να κάνουν την τύχη τους" έτσι και ο Γεώργιος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Αναστάσιος δούλευε ήδη σε εμπορική επιχείρηση του θείου του Ν. Στουρνάρα στο Κάιροστην Αίγυπτο. Έτσι το 1837, σε ηλικία μόλις 19 ετών, έφυγε από το Μέτσοβο όπου γεννήθηκε και εγκαταστάθηκε αρχικά κοντά στον αδελφό του. Διευθύνει το κατάστημα υφασμάτων και εμπορεύεται το βαμβάκι. Μετά το θάνατο του αδελφού του συνεχίζει τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του.
Αργότερα, το1866 εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια όπου και ασχολήθηκε με δική του πλέον εμπορική επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Στο εμπόριο αυτό κατάφερε να εξάγει στη Ρωσία τεράστιες ποσότητες, για την εποχή εκείνη χουρμάδων, και ακολουθώντας το τότε εμπόριο ανταλλαγής ειδών ζήτησε και εισήγαγε μεγάλη ποσότητα χρυσονημάτων (μπρισίμ). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπορική πράξη που του επέφερε τεράστια κέρδη και τον καθιέρωσε γενικότερα. Έτυχε τότε να παντρεύεται ένας Αιγύπτιος Πασάς και σύμφωνα με τα έθιμα οι παριστάμενοι στο γάμο έπρεπε να φορούν χρυσοκέντητες στολές. Έτσι τα εισαγόμενα αυτά "χρυσονήματα του Αβέρωφ" όπως ονομάστηκαν κυριολεκτικά έγιναν ανάρπαστα σε πολλαπλάσια τιμή, τόσο από τη Βασιλική Αυλή όσο και από τους αξιωματούχους της Χώρας.
Μ΄ εκείνο το κεφάλαιο που απέκτησε ο Αβέρωφ ξεκίνησε με συνεχή άλματα να δημιουργεί στη σειρά ευρύτατες επιχειρήσεις με εκπληκτικές επιτυχίες. Έτσι για αρκετά χρόνια θα ασκεί το αποκλειστικό εμπόριο υφασμάτων στο Σουδάν. Με τα ποταμόπλοιά του στον Νείλο κυριάρχησε στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο της Αιγύπτου. Αγοράζει μεγάλο μέρος του βαμβακιού της Αιγύπτουκαταφέρνοντας να το μεταποιήσει την κατάλληλη στιγμή όταν η ζήτηση στην Αγγλία ήταν αυξημένη, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, αφού το αμερικάνικο βαμβάκι δεν μπόρεσε να φθάσει στις ευρωπαϊκές αγορές. Όταν η χολέρα εξαπλώθηκε στηνΑίγυπτο ο Αβέρωφ δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια κι έτσι πολλαπλασίασε τον κύκλο εργασιών του. Το 1870 αναγνωρίσθηκε ως ο μεγαλύτερος έμπορος της Αιγύπτου. Από τότε άρχισε και το μεγάλο έργο της προσφοράς του.
Τον Ιούλιο του 1882 θα φύγει για τη Βιέννη-και μετά από έντονη πίεση της τότε Ελληνικής κυβέρνησης- επειδή ο αγγλικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια με σκοπό να καταστείλει την εξέγερση του Αραμπί Πασά. Απέκτησε τεράστια περιουσία και βοήθησε την ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας ιδρύοντας σχολεία και νοσοκομεία. Επειδή όμως η περιουσία του συνέχιζε να αυξάνεται με γεωμετρικό ρυθμό, προέβη σε πολλές φιλανθρωπικές και κοινωφελείς πράξεις και στην Ελλάδα. Θα αναδειχθεί πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας αφού έθεσε ως όρο την αποπληρωμή των χρεών της κοινότητας τα οποία ανέρχονταν στο ύψος των 20000 αγγλικών λιρών, και που ο ίδιος κάλυψε κατά το ήμισυ.
Μεταξύ άλλων, χορήγησε λεφτά για την επέκταση του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, την αναμόρφωση του Παναθηναϊκού σταδίου και τον ανδριάντα του Ρήγα και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στον Αβέρωφ επίσης οφείλονται η ανέγερση των φυλακών Αβέρωφ(κατεδαφίστηκαν το 1971), η σχολή Ευελπίδων, η Γεωργική σχολή της Λάρισας, το Ωδείο των Αθηνών, της Ελληνικής Φιλαρμονικής της Αλεξάνδρειας κ.α. Το μεγαλύτερο ευεργέτημα του πάντως θεωρείται η δωρεά 2.500.000 χρυσών φράγκων στο Πολεμικό Ναυτικό, χρήματα με τα οποία ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ».
Προς το τέλος της ζωής του διετέλεσε και πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας (1895-1896). Επί των ημερών του η κοινότητα γνώρισε μεγάλη ακμή, η οποία όμως οφειλόταν κατά κύριο λόγο στις μεγάλες δωρεές που έκανε ο ίδιος ο Αβέρωφ.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ πέθανε στην Αλεξάνδρεια στις 15 Ιουλίουτου 1899 και κηδεύτηκε σε πάνδημο πένθος του Ελληνισμού. Η Ελληνική Κυβέρνηση (του Γ. Θεοτόκη) στις 22 Απριλίου του1908 έστειλε το εύδρομο "ΜΙΑΟΥΛΗΣ" και μετέφερε τη σορό του στην Ελλάδα όπου με ιδιαίτερες τελετές αναπαύθηκε στο χώμα της πατρίδας του που τόσα πολλά είχε προσφέρει. Η Ελληνική Πολιτεία, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις πλούσιες προς το έθνος δωρεές και υπηρεσίες, τον ανακήρυξε Μέγα Εθνικό Ευεργέτη και ανήγειρε μαρμάρινο ανδριάντα προ των προπυλαίων του Παναθηναϊκού Σταδίου.
Η Διαθήκη του Μεγάλου Ευεργέτη, Γεωργίου Αβέρωφ συντάχθηκε ιδιόχειρα από τον ίδιον στις 18/30 Μαρτίου 1898 (στην οικία του που βρίσκονταν στο ακίνητο των Αδελφών Βολανάκη) και επικυρώθηκε από το "εν Αλεξανδρεία" Ελληνικό Προξενικό Δικαστήριο κατά τη συνεδρίασή του στις 16/28 Ιουλίου του 1899, την επομένη του θανάτου του. Ακολούθησε τηλεγράφημα του Έλληνα γενικού Πρόξενου Ι. Γρυπάρη προς ενημέρωση του Βασιλέα των Ελλήνων και αργότερα στις 9 Αυγούστου 1899, στάλθηκε ακριβές αντίγραφο της διαθήκης, που βεβαίωνε ο ίδιος ο πρόξενος και που παραδόθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση. Η Διαθήκη τυπώθηκε και δημοσιεύτηκε στον ελληνόγλωσσο αλεξανδρινό τύπο "Ταχυδρόμου" του Γ. Τηνίου (σε σχήμα 8, σελίδες 17).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΗΣ
Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1806. Γονείς του ήταν ο Δημήτριος Στουρνάρης και η Σταματική ή Στάμω ή Ταμούσιω Τοσίτσα. Ήταν ανεψιός των Μιχαήλ και Κωνσταντίνου Τοσίτσα. Γράμματα έμαθε στο χωριό του από τον τοπικό εφημέριο και διδάσκαλο παπά Ιωάννη. Συνέχισε τα μαθήματα στον Γρηγοράσκο, που είχε μάθει τα ελληνικά από τους Μπαλάνο και Ψαλίδα. Δίδαξε και ο ίδιος στο Μέτσοβο, όπου και διδάχτηκε την ιταλική γλώσσα από τον Ζοάνο. Από τα πρώτα χρόνια κιόλας διακρίθηκε για τον έρωτα προς τα γράμματα και την ευμάθειά του. Μόλις τέλειωσε τις σπουδές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του μετέβη στο Λιβόρνο της Ιταλίας όπου εργάστηκε στον εμπορικό οίκο των Τοσίτσα. Οι θείοι του που ζούσαν ως έμποροι, στο Λιβόρνο ο Κωνσταντίνος και στην Αλεξάνδρεια ο Μιχαήλ, τον έστειλαν στο Παρίσι για να σπουδάσει οικονομικοεμπορικά στην Σχολή Εμπορίου και Βιομηχανίας. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του πήγε στην Αλεξάνδρεια στον θείο του Μιχαήλ Τοσίτσα, ο οποίος γρήγορα αναγνώρισε τις ικανότητές του και του ανέθεσε την διεύθυνση του καταστήματός του.
Οι επισκέψεις του στα γεωργικά και βιομηχανικά κέντρα και σχολές της Ευρώπης συνέβαλαν στην ιδέα να χρησιμοποιήσει τον πλούτο του σε έργα κοινής ωφελείας. Επέστρεψε για λίγο στην Ελλάδα το 1829 και κατάλαβε ότι πρώτα έπρεπε να αποκτήσει δύναμη για να ευεργετήσει την πατρίδα του.
Ο Στουρνάρας όμως δεν ήθελε να περιοριστεί μόνο στοεμπόριο και ασχολήθηκε με την βιομηχανία και την γεωργία. Επισκέφτηκε την Ελλάδα δύο φορές το 1837 και το 1846 για να προγραμματίσει τις επενδύσεις του. Αγόρασε αξιόλογα κτήματα στην Φθιώτιδα και Εύβοια, τα οποία είχε κατά νου να αξιοποιήσει με εργάτες από την Ιταλία και να εφαρμόσει νέες μεθόδους καλιέργειας και παραγωγής. Οι τοπικοί γεωργοί όμως αντέδρασαν, διότι δεν ήθελαν να παρατήσουν τον πατροπαράδοτο τρόπο καλλιέργειας. Ένα από τα κυριότερα σχέδιά του ήταν η κατασκευή σιδηρόδρομου που να συνδέει την Αθήνα με τον Πειραιά.
Επίσης σχεδίαζε την σύσταση ατμοπλοίων για να συνδέσει όλα τα νησιά με τα παράλια της Ελλάδας και να διακινεί τα απαραίτητα τρόφιμα για τον πληθυσμό τους. Σχεδίαζε επίσης την διόρυξη πορθμού στην Εύβοια. Παράλληλα προέβη σε σημαντικές δωρεές σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και φιλανθρωπικά καταστήματα της Αλεξάνδρειας, των Αθηνών καθώς και για τη θεμελίωση σχολείου στο Μέτσοβο. Το 1852 ήρθε στην Ελλάδα για να ασχοληθεί με αναπτυξιακά έργα όπου και πέθανε αιφνιδίως. Απεβίωσε νωρίς (46 χρονών) τον Οκτώβριο του 1852, πριν προλάβει να υλοποιήσει τα μεγάλα σχέδιά του.
Κληροδότησε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για πολλούς κοινωφελείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Συντήρησε γενναιόδωρα τα δύο σχολεία στην Αλεξάνδρεια, τα σχολεία του Μετσόβου και την ίδρυση Πολυτεχνικής Σχολής στην Ελλάδα, ενώ ευεργέτησε σχεδόν όλα τα αγαθοεργά και κοινωφελή ιδρύματα στην Ελλάδα. Δώρισε υποτροφίες σε πολλά άπορα Ελληνόπουλα.
ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΣΙΤΣΑΣ
Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1787. Πατέρας του ήταν ο Αναστάσης, γουναράς στη Θεσσαλονίκη. Ο μικρός Μιχαήλ έμεινε ως τα δέκα του χρόνια στο Μέτσοβο και εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Μετά τον πήρε ο πατέρας του κοντά στην Θεσσαλονίκη, όπου εκεί συνέχισε το σχολείο μέχρι που έγινε δεκατεσσάρων ετών και το 1806 αναλαμβάνει μαζί με τα αδέλφια του το κατάστημα επεξεργασίας γουναρικών του πατέρα του. Ο Μιχαήλ έμαθε την τέχνη και γύρισε μαζί με τον πατέρα του στο Μέτσοβο. Εκεί ο πατέρας του του ανάθεσε το μαγαζί του.
Ο Μιχάλης ανέπτυξε εμπορικό δαιμόνιο και οι δουλειές πήγαιναν τόσο καλά, που έβαλε και τα αδέρφια του (τρία αγόρια και ένα κορίτσι) στην τέχνη. Έστειλε τα αδέλφια του στην Αίγυπτο και παράλληλα ίδρυσε υποκαταστήματα σε Αλεξάνδρεια Λιβόρνο και Μάλτα, αναθέτοντας τη διεύθυνση στα αδέρφια του Θεόδωρο, Κωνσταντίνο και Νικόλαο.
Το 1820 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια και ο Μιχαήλ Τοσίτσας. Εκεί γνωρίστηκε με τον αντιβασιλέα Μεχμέτ Αλή, ο οποίος αμέσως τον διόρισε διευθυντή όλης της κτηματικής περιουσίας του. Η εκτίμηση που τρέφει ο αντιβασιλέας για το πρόσωπό του, τον καθιστά προσωπικό του σύμβουλο και τον διορίζει επικεφαλής της πρώτης κρατικής τραπέζης, της ποταμοπλοϊκής εταιρείας του Νείλου και διαχειριστή των κτημάτων του. Ο Τοσίτσας καταπιάστηκε με τη βαμβακοκαλλιέργεια και όλο μεγάλωνε τα πλούτη του.
Παράλληλα εξελίσσεται σε έναν από τους ισχυρότερους γαιοκτήμονες της Αιγύπτου και σημαντικό μέλος των Ελλήνων της Αιγύπτου. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας υπήρξε ο πρώτος Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια και κατά γενική εκτίμηση θεωρείται ο πατέρας τού ελληνισμού της Αιγύπτου. Συνέβαλε στην ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητας και, μαζί με τα αδέλφια του, βοήθησε να αποκτήσει σημαντικές εκπαιδευτικές και εκκλησιαστικές υποδομές.
Η ευεργετική αποστολή του Μιχαήλ Τοσίτσα αρχίζει στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί ενισχύει τον αγώνα των Ελλήνων,εξαγοράζει Έλληνες αιχμαλώτους στα σκλαβοπάζαρα των Τούρκων και ιδρύει στην Αλεξάνδρεια νοσοκομείο, εκκλησία και σχολείο για τους εκεί Έλληνες.
Στην Αλεξάνδρεια κτίζει την φημισμένη «Τοσιτσαία Σχολή», που στέγαζε δημοτικό σχολείο, σχολαρχείο, παρθεναγωγείο και βιβλιοθήκη.Η ευεργετική του δράση δεν περιορίστηκε μόνο στην Αλεξάνδρεια αλλά εκδηλώθηκε εξίσου στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την ιδιαίτερη πατρίδα του το Μέτσοβο.
Στη διαθήκη του άφησε μεγάλα ποσά για την αρωγή των φτωχών καθώς και την ενίσχυση νοσοκομειακών, εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Μεταξύ αυτών επισημαίνουμε τις δωρεές σημαντικών ποσών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αρσάκειο και το Πολυτεχνείο. Μετά τον θάνατό του η σύζυγός του Ελένη συνέχισε το φιλανθρωπικό του έργο προσφέροντας σημαντικά ποσά σε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα καθώς και για το κτίσιμο και την αποπεράτωση πολυτεχνείου των Αθηνών.
Στο Μέτσοβο κάθε χρόνο, όσο ζούσε έστελνε σημαντικά χρηματικά ποσά για την ανακούφιση των φτωχών. Στην Εθνική Τράπεζα κατέθεσε πάνω από 100.000 δραχμές για να πληρώνονται από τους τόκους στο Μέτσοβο δύο δασκάλοι κάθε χρόνο.
Στη Θεσσαλονίκη κληροδότησε αρκετά χρήματα για το εκεί ελληνικό σχολείο, στο οποίο και αυτός μικρός είχε μαθητεύσει.
Στην Αθήνα ο Τοσίτσας έγινε ακόμα πιο γενναιόδωρος. Έκανε έργα οδοποιίας, και ενίσχυσε νοσοκομεία, το ΑρσάκειοΠαρθεναγωγείο και το Πανεπιστήμιο. Το Πολυτεχνείο το ενίσχυσε με 100.000 γαλλικά τάλληρα.
Ο νεώτερος αδελφός του Θεόδωρος, ο οποίος απέκτησε επίσης τεράστια περιουσία στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μετά την απελευθέρωση γύρισε στην Ελλάδα όπου δώρισε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε ιδρύματα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και απεβίωσε το 1856.