Πολλοί βασιλείς και πολλές βασίλισσες της Γαλλίας ασχολούνταν συστηματικά με τη μαγεία και λάμβαναν μέρος σε διάφορες μαγικές τελετές.
Η Αικατερίνη των Μεδίκων, η διαβόητη για την σκληρότητα και για την αιμοδιψία της βασίλισσα των Γάλλων, λάτρευε τα μάγια, τα ξόρκια, τις απόκρυφες τελετές, αλλά και τους αστρολόγους, τους προφήτες και τους μάγους της.
Στην αυλή της, οι πιο πιστοί της ακόλουθοι και συνάμα, οι πιο ευνοημένοι ήταν οι πανίσχυροι μάγιστροι Nostradamus και Cosimo Ruggeri. Η Αικατερίνη δε ρύθμιζε ποτέ τις προσωπικές υποθέσεις της, αλλά ούτε και χάραζε την πολιτική της, πριν συμβουλευθεί το αφοσιωμένο επιτελείο των μάγων της.
Την εποχή της βασιλείας του ασθενικού της γιου, του Καρόλου του Θ’, η βασιλομήτωρ ανησυχούσε εντόνως για τη δική της τύχη, αλλά και για την πορεία των διαδόχων της. Φοβόταν πολύ, μήπως πεθάνει ο γιος της κι έχανε την εξουσία της, καθώς και την επιρροή της. Επομένως, οι αντίπαλοί της θα έβρισκαν τότε την ευκαιρία να την εκδιώξουν τελικά από τη Γαλλία.
Αναστατωμένη και τρομοκρατημένη, για άλλη μια φορά κατέφυγε στις σκοτεινές δυνάμεις της μαγείας, ώστε να μάθει μετά βεβαιότητας πόσο θα ζούσε ο φιλάσθενος γιος της και τι θα της επιφύλασσε το μέλλον.
Χωρίς να έχει κανέναν ενδοιασμό ή συναισθηματισμό, η σκληροτράχηλη Βασίλισσα απαίτησε από τον Cosimo Ruggeri να προβεί στη φοβερότερη μαγεία όλων των εποχών: την κεφαλομαντεία.
Ήταν περίπου στα τέλη του Μαΐου του 1574 και η υγεία του Καρόλου του Θ’ χειροτέρευε διαρκώς. Συνεννοημένη με τον γιο της, η αμετανόητη κι άκαρδη Αικατερίνη διάταξε να κλέψουν ή να αγοράσουν ένα Εβραιόπουλο, μεταξύ 6 και 8 ετών, το οποίο θα το θυσίαζαν σε μια τελετή Μαύρης Μαγείας, για να μάθουν τα μελλούμενα από το κομμένο κεφάλι του δύστυχου παιδιού.
Πράγματι, ύστερα από λίγο καιρό, μια σκοτεινή κι απαίσια νύχτα, οι έμπιστοι της Αικατερίνης μετέφεραν κρυφά στο Παλάτι του Vincennes ένα δύσμοιρο Εβραιόπουλο, που το είχαν αρπάξει από μια φτωχή οικογένεια Εβραίων του Παρισιού.
Η ανατριχιαστική μαγική ιεροτελεστία πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 28ης Μαΐου του 1574, σ’ ένα απομονωμένο δωμάτιο του Παλατιού, στο οποίο ετοίμασαν έναν βωμό, σκεπασμένο με μαύρο ύφασμα κι επάνω του έκαιγαν τέσσερις κατάμαυρες λαμπάδες. Στη μέση των λαμπάδων, βρισκόταν ένα δισκοπότηρο από μαύρο μέταλλο, γεμάτο αίμα και πάνω στο αίμα, επέπλεε μια λευκή όστια.
Πλάι στο δισκοπότηρο υπήρχε ένας ασημένιος δίσκος με μια πελώρια μαύρη όστια και μια γυάλινη φιάλη, γεμάτη μ’ ένα κόκκινο υγρό. Η Βασιλομήτωρ και ο Βασιλιάς – γιος της μπήκαν με άνεση κι αποφασιστικότητα στο δωμάτιο, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όπου τους περίμενε ο τρομερός μάγος, Cosimo Ruggeri.
Ύστερα, έσυραν εκεί με τη βία και το δυστυχισμένο παιδί, ντυμένο στα λευκά. Το κακότυχο πλάσμα έτρεμε ολόκληρο, κοιτάζοντας σαστισμένο δεξιά κι αριστερά. Η τελετή Μαύρης Μαγείας ξεκίνησε αμέσως, χωρίς καμιά χρονοτριβή.
Ο μάγος, μισόγυμνος και φριχτός στην όψη, εκτελούσε χρέη ιερουργού. Στην αρχή, έφερε τρεις στροφές αργά, γύρω από τον βωμό, επικαλούμενος τη «Μαύρη Μαντόνα», τη μητέρα των δαιμόνων και προστάτιδα των φονιάδων. Ύστερα, στάθηκε μπροστά στον βωμό και τράβηξε απότομα ένα μυτερό ξιφίδιο, του οποίου η λαβή είχε σχήμα σταυρού. Με μια αστραπιαία κίνηση, κάρφωσε το ξιφίδιο πάνω στον βωμό και κατόπιν, άρχισε να επικαλείται τον ίδιο τον Σατανά, φωνάζοντας βραχνά, βλοσυρά και άγρια.
Έξαφνα, τα κεριά του δωματίου έσβησαν κι ο μάγος έχυσε στο πάτωμα το περιεχόμενο του γυάλινου μπουκαλιού. Μονομιάς, ο χώρος γέμισε από μια αλλόκοτη φωσφορίζουσα λάμψη. Το μικρό παιδί, κατατρομαγμένο από όσα ανεξήγητα έβλεπαν τα αθώα μάτια του, έκλαιγε σιγανά, προαισθανόμενο προφανώς το φοβερό κακό, που περίμενε να το κατασπαράξει.
Η Βασίλισσα Αικατερίνη των Μεδίκων στεκόταν αγέρωχη, απαθής κι αλύγιστη. Πλάι της, ο γιος της, ο ασθενικός Βασιλιάς Κάρολος ο Θ’, καθόταν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα, παρακολουθώντας αμίλητος τα όσα συνταρακτικά εκτυλίσσονταν γύρω του, χλωμός σαν το θειάφι.
Κάποτε, έφτασε και η απευκταία στιγμή της τραγικής θυσίας. Ο μάγος, ψύχραιμος και συνεπαρμένος από το διαβολικό του έργο, έριξε κάτω το ξιφίδιό του, που έφερε λαβή σχήματος σταυρού κι άρχισε να το ποδοπατά, βλασφημώντας αναίσχυντα τον Ιησού Χριστό.
Έπειτα, ευλόγησε τις όστιες και πρόσφερε τη λευκή στο Εβραιόπουλο, το οποίο, τρέμοντας το κακόμοιρο, αναγκάστηκε να την καταπιεί. Ο μάγος σήκωσε το παιδί, που σπαρτάραγε απ’ το κλάμα και το απίθωσε τραχιά πάνω στον βωμό. Ο Cosimo Ruggeri, αδιαφορώντας για τους θρήνους του μικρού αγοριού, πήρε από κάτω το ξιφίδιο και μια γοργή κίνηση, απέκοψε τον λαιμό του.
Ίσα που πρόλαβε να ακουστεί μια οξεία κραυγή αγωνίας και τότε, ένα κύμα αίματος ρύπανε τον σατανικό βωμό. Ο κτηνώδης μάγος πέταξε με πάταγο το ακέφαλο σώμα του παιδιού στο πάτωμα και άρπαξε στα χέρια του το παιδικό κεφάλι, του οποίου τα μάτια ήταν ακόμα ανοιχτά και είχαν μια απερίγραπτη έκφραση τρόμου και φρίκης.
Απτόητος ο ψυχρός μάγος, έβαλε το κεφάλι πάνω στη μεγάλη μαύρη όστια, μέσα στον ασημένιο δίσκο κι άναψε κατόπιν τις δυο λαμπάδες του βωμού. Ράντισε με αίμα τους υψηλούς παρισταμένους και, τοποθετώντας τον δίσκο με το κομμένο κεφάλι ανάμεσα στις λαμπάδες, ικέτευσε τον δαίμονα να μιλήσει με το στόμα του σφαγιασθέντος παιδιού.
Ο Βασιλιάς και η Βασιλομήτωρ γονάτισαν αμέσως και άρχισαν να απευθύνουν ερωτήσεις στο κεφάλι, που έσταζε ακόμα αίμα ζεστό. Τότε, μια φωνή αδύναμη και μακρινή ακούστηκε, ενώ τα ματωμένα χείλη του μικρού αγοριού σάλεψαν αργά: «Δεν μπορώ! Δεν μπορώ!»
Ο Cosimo Ruggeri εξήγησε στην Αικατερίνη των Μεδίκων ότι με αυτές τις δυο λέξεις, ο Σατανάς ήθελε να πει ότι αρνιόταν πια κάθε προστασία του στον Βασιλιά και στη Βασιλομήτορα της Γαλλίας.
Μόλις άκουσε την εξήγηση που δόθηκε, ο Βασιλιάς Κάρολος άρχισε να τρέμει και σε λίγο σωριάστηκε λιπόθυμος καταγής. Όταν συνήρθε κι ενώ τον είχαν ήδη μεταφέρει στον κοιτώνα του, ούρλιαζε ασταμάτητα σαν τρελός: «Πάρτε από εδώ αυτό το κεφάλι!» Ο Βασιλιάς έκαιγε ολόκληρος από τον πυρετό και όλο παραμιλούσε: «Πάρετε από εδώ αυτό το κεφάλι! Δεν αντέχω να το βλέπω! Πάρτε το!» Τα ουρλιαχτά του αντηχούσαν σ’ όλους τους χώρους του παλατιού απ’ άκρη σ’ άκρη.
Δυο μέρες μετά, στις 30 Μαΐου του 1574, ανήμερα της Πεντηκοστής, ο Βασιλιάς Κάρολος άφησε την τελευταία του πνοή.
Η συγκλονιστική αυτή ιστορία αναφέρεται και επιβεβαιώνεται από αξιόπιστους συγγραφείς της εποχής. Καταδεικνύει, μάλιστα, με έναν βάρβαρο τρόπο το πόσο οι γητειές και οι μαγείες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των ανθρώπων του Μεσαίωνα, είτε αυτοί ήταν απλοϊκοί και αμόρφωτοι, είτε ήταν ευγενείς και ηγεμόνες.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 10/04/1932…