Θεσσαλονίκη είναι γνωστή για τις μπουγάτσες της και τα τσουρέκια της. Η Κρήτη για την ρακή της, το Άργος για τα μανταρίνια του, η Ζαχάρω για τις ντομάτες της και η Καλαμάτα για τα… φυτά της.
Κάθε περιοχή της Ελλάδας έχει να περηφανεύεται για το σήμα-κατατεθέν της, για το προϊόν που μόνο εκεί παράγεται με τόση ποιότητα. Κάτι αντίστοιχο φυσικά, ισχύει και για την Αργολίδα: τα «καμάκια» είναι πρωτοπόρα στον τομέα της.
Φυσικά, δεν μιλάμε κυριολεκτικά για καμάκια αλλά μεταφορικά: μιλάμε για άντρες που έχουν κάνει δεύτερη φύση τους να φλερτάρουν γυναίκες.
Και εδώ που τα λέμε αυτή η διευκρίνηση ίσως να μην ήταν καν αναγκαία αφού, η λέξη «καμάκι» έχει καταλήξει έτσι κι αλλιώς να είναι συνώνυμη για τους περισσότερους από εμάς με αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε «πέφτουλα».
Η ρίζα αυτού του μεταφορικού σχήματος βρίσκεται στην Αργολίδα: μιλάμε για τέτοιου επιπέδου καμάκια που στην πραγματικότητα είναι αυτοί που κατασκεύασαν τη λέξη!
Ο θρύλος λέει πως στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τότε που το «σπορ» του καμακιού βρισκόταν στις απαρχές του, τα πρώτα καμάκια της Αργολίδας βρέθηκαν και επιχείρησαν να βρουν ένα καλό παρατσούκλι που θα συνοδεύει μονίμως την βασική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου τους.
«Καμάκια! Παραπέμπει στο ψάρεμα και στο κάρφωμα», είπε κάποιος από αυτούς έχοντας μια ξαφνική έκλαμψη και η ιστορία γράφτηκε. Το ομώνυμο βιβλίο του Βασιλικού («Τα Καμάκια») έκανε πανελλαδικά γνωστή τη λέξη.
Σύντομα, κάθε ένας τύπος που γυρνούσε στα νησιά της χώρας και επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί την εντοπιότητά του για να ρίξει τουρίστριες λεγόταν καμάκι.
Η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Ρόδος, όλα τα τουριστικά μέρη της Ελλάδας έβλεπαν κάθε καλοκαίρι το εποχιακό «επάγγελμα» του καμακιού να ανθεί και δεκάδες άντρες να βγαίνουν στα στέκια των τουριστών, να πλασάρονται ως ειδήμονες του μέρους ως ντόπιοι, να προσφέρονται ως επίδοξοι ξεναγοί και τελικά, το ένα να φέρνει το άλλο.
Φυσικά, οι τουρίστριες ήταν ενήμερες για αυτή την άτυπη διαδικασία. Καλοκαίρι με το καλοκαίρι άλλωστε εδραιωνόταν όλο και πιο πολύ και κάθε χρόνο οι γυναικοπαρέες έσκαγαν όλο και πιο ενισχυμένες με νέα μέλη.
Ανάμεσα στα μεγάλα καμάκια βέβαια, υπήρχαν και ορισμένοι που δυσφημούσαν τον βαρύ και γεμάτο ευθύνες χαρακτηρισμό.
Καμάκια που έτρωγαν τη μια χυλόπιτα πίσω από την άλλη, που αναγκαζόντουσαν να την πέφτουν σε πιο άσχημες τουρίστριες μπας και… ερωτοτροπήσουν αλλά και πάλι δεν κατάφερναν τίποτα. Αυτοί χαρακτηριζόντουσαν υποτιμητικά «χωριουδάκια», ήταν δευτεροκλασάτα καμάκια, αστείες περιπτώσεις.
Πριν μερικά χρόνια, βγήκε ένα ντοκιμαντέρ για τον συγκεκριμένο «κλάδο».
Ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Οι Κολοσσοί του Έρωτα» που αναλύει εκείνη την εποχή, εκείνη την ένδοξη περίοδο των καμακιών. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ εμφανίζονται τα πέντε πιο μεγαλύτερα καμάκια όλων των εποχών.
Πρόκειται για τον 44χρονο Τάκη, ο οποίος παντρεύτηκε Νορβηγίδα τουρίστρια. Τον 42χρονο Γιώργο, που παντρεύτηκε μια Δανέζα χορεύτρια στριπτίζ. Τον 51χρονο Γιάννη Κλούβα, παντρεμένο με Φινλανδέζα πλέον, που υπήρξε ιδιοκτήτης της θρυλικής ντισκοτέκ «Highway».
Τον Νίκο Μιστριώτη που υπήρξε μεγάλος χορευτής στην εν λόγω ντισκοτέκ και κάπως έτσι έριξε αμέτρητες τουρίστριες. Και πάνω από όλα τον 55χρονο Μπρούνο που μέχρι και σήμερα συνεχίζει και κυνηγάει τουρίστριες ασταμάτητα!
Πρόσωπα που έδρασαν και μεσουράνησαν σε μια άλλη εποχή, πολύ πιο διαφορετική από τη σημερινή που η ανάπτυξη του διαδικτύου έχει κάνει πιο εύκολη τη προσέγγιση αυτού του τύπου.
Σήμερα, όλοι αυτοί μάλλον θα γελούσαν με τον ερασιτεχνισμό της φάσης πλέον.
ΠΗΓΗ: