«Πνιγμένος και φιμωμένος βρέθηκε τμηματάρχης του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα στο σπίτι του» θα γράψει εφημερίδα Μακεδονία στις 19 Ιανουαρίου του 1977. Ένα έγκλημα που απασχόλησε την κοινή γνώμη τόσο για τον τρόπο δολοφονίας του θύματος, όσο και εξαιτίας των ερωτικών προτιμήσεων, με εφημερίδες της εποχής να παρουσιάζουν την δολοφονία με τίτλους ντροπής.
Το σπίτι ήταν άνω κάτω. Σπασμένα γυαλιά, πράγματα πεταμένα στο πάτωμα και… κηλίδες αίματος. “Χρήστο είσαι μέσα;”. Καμία απόκριση. Έπρεπε να ψάξει τα δωμάτια. Οι σταγόνες αίματος οδηγούσαν στο μπάνιο. Ο αδελφός του 55χρονου Χρήστου είχε φτάσει στο διαμέρισμα για να τον αναζητήσει. Είχε εξαφανιστεί δύο ημέρες και ανησυχούσε. Μόλις έφτασε στο μπάνιο “πάγωσε”. Ο Χρήστος ήταν νεκρός μέσα στην μπανιέρα, δεμένος με ένα καλώδιο χειροπόδαρα και έχοντας στο στόμα του μια πετσέτα. Το ημερολόγιο έγραφε 18 Ιανουαρίου 1977. Τι μπορεί να έχει μεσολαβήσει στις δύο ημέρες που είχε να τον δει;
Η αστυνομία θα φτάσει αμέσως για να διαπιστώσει ότι η πόρτα του διαμερίσματος δεν είχε παραβιαστεί, γεγονός που άφηνε ανοιχτή την πιθανότητα οι δράστες να ήταν γνωστοί του θύματος. Το βέβαιο ήταν πως έλειπαν αρκετά πράγματα από το σπίτι, όπως το κασετόφωνο, το ρολόι του, αλλά και 17.000 δραχμές που είχε “κρυμμένες” στο σπίτι το θύμα. Όμως οι δράστες δεν ήταν προσεκτικοί, αφού στο διαμέρισμα βρέθηκαν αρκετά ορφανά δαχτυλικά αποτυπώματα. Αλλά πόσοι μπορεί να ήταν;
Ένας γείτονας θα πει στους αστυνομικούς πως άκουσε το θύμα πριν λίγες ημέρες να καβγαδίζει με κάποιον και να φωνάζει: “Μη Τάσο!”. Η ιατροδικαστική έκθεση έδειξε πως ο 55χρονος είχε ξυλοκοπηθεί άγρια, έφερε συντριπτικά κατάγματα στο κεφάλι, το στόμα του είχε σφηνωμένο ένα αχλάδι και ήταν δεμένο με μια πετσέτα. Ο θάνατος του επήλθε, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, από πνιγμό από το αχλάδι αλλά και εξαιτίας των τραυμάτων στο κεφάλι του.
Η έρευνα στο σπίτι του 55χρονου θα αποκαλύψει δεκάδες φωτογραφίες νεαρών ανδρών στα συρτάρια του. Αυτό θα στρέψει την έρευνα στο κέντρο της Αθήνας και σε συγκεριμένα σημεία όπου έβρισκαν συντροφιά τότε οι ομοφυλόφιλοι. Στο μεταξύ, το κασετόφωνο θα βρεθεί σε ένα ενεχυροδανειστήριο στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το είχε παραδώσει ένας νεαρός, που είχε αφήσει το “στίγμα” λίγες ώρες πριν την δολοφονία, μαζί με άλλον έναν άνδρα στην πλατεία Ομονοίας. Λίγες ημέρες αργότερα, θα ταυτοποιηθούν και τα αποτυπώματά του στον τόπο του εγκλήματος.
Οι αρχές αναζητούσαν πλέον τον 22χρονο Τάσο. Έδωσαν την φωτογραφία του στα μέσα ενημέρωσης με την πληροφορία ότι είχε και συνεργό. Όλοι αναζητούσαν τους “δολοφόνους με το αχλάδι”. Έπειτα από 33 ημέρες ο 22χρονος υποχρεώθηκε να παραδοθεί και στη συνέχεια έδωσε τα στοιχεία του 23χρονου συνεργού του, Κώστα, ο οποίος αμέσως μετά συνελήφθη. Και οι δύο θα παραδεχθούν ότι είχαν σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες έναντι αμοιβής, ενώ θα ομολογήσουν στον ανακριτή ότι είχαν σχεδιάσει την δολοφονία με σκοπό την ληστεία του θύματος.
Έτσι, την Κυριακή 16 Ιανουαρίου επισκέφθηκαν τον 55χρονο στο σπίτι του. Ο Τάσος κάθισε μαζί του να παίξει τάβλι. Ο Κώστας πήρε θέση πίσω από τον 55χρονο. Το σχέδιο είχε μπει σε εφαρμογή. Όταν ο 55χρονος έριξε εξάρες, τις πλήρωσε με ένα χτύπημα στο κεφάλι από τον Κώστα, που κρατούσε ένα μπουκάλι στο χέρι του. Όμως το θύμα δεν έχασε τις αισθήσεις του, όπως περίμεναν, αλλά αναποδογύρισε το τραπέζι ρίχνοντας κάτω όλα τα πράγματα. Ακολούθησε σκληρή πάλη, που δικαιολογούσε και όλα τα σημάδια που βρήκε ο ιατροδικαστής στο σώμα του αργότερα. Όμως το θύμα φωνάζει δυνατά.
Τότε ο Τάσος θα βάλει το ραδιόφωνο σε υψηλή ένταση και με ένα καλώδιο και την βοήθεια του Κώστας θα δέσουν τον 55χρονο πισθάγκωνα. Εκείνος συνέχιζε να φωνάζει. Φοβήθηκαν ότι θα τους ανακαλύψουν. Τότε, ο Τάσος τρέχει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο και πιάνει ένα αχλάδι και του το βάζει στο στόμα, ενώ ταυτόχρονα του δένει και μια πετσέτα γύρω από το στόμα για να μην μπορέσει να πέσει το αχλάδι. Δεν λογάριασαν αν θα συμβεί κάτι στο θύμα και όταν πια δεν είχε τις αισθήσεις του, τον μετέφεραν στην μπανιέρα για να ψάξουν με ησυχία. “Εκείνο που έχε σημασία είναι ότι τον πήγαμε στον άλλο κόσμο και με το αχλάδι που το έβαλε στο στομα ο Τάσος” θα πει στον ανακριτή ο Κώστας κατά την απολογία του.
«Οι αδελφές δε μιλάνε, φοβούνται»
Τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς, όταν οι δύο νεαροί βρέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, άλλαξαν τακτική λέγοντας ότι είχαν μόνη πρόθεση να τον ληστέψουν. “Το απόγευμα του Σαββάτου πήγαμε στην Ομόνοια, μήπως βρούμε εισιτήριο που θα έπαιζε ο Παναθηναϊκός και θέλαμε να πάμε. Εκεί ήταν και μερικοί που πούλαγαν εισιτήρια στη “μαύρη αγορά” και μέσα στον κόσμο ήταν και ο 55χρονος, που έπιασε κουβέντα με τον Κώστα. Μετά με φώναξαν και μένα. Ο 55χρονος μας πήγε σε μια ταβέρνα και μας κέρασε μπακαλιαράκια και κρασί και μας κάλεσε να πάμε στο σπίτι του να ακούσουμε μουσική” θα περιγράψει ο Τάσος στην απολογία του στο δικαστήριο.
Οι δύο νεαροί ακολούθησαν το θύμα στο σπίτι του, όπου σύμφωνα με όσα είπε ο Τάσος, έφαγαν και κοιμήθηκαν. Την άλλη μέρα, το θύμα τους έστειλε να πάρουν αυγά και γιαούρτια και τότε ήταν που συνέλαβαν την ιδέα της ληστείας. “Ο Κώστας μου είπε να τον χτυπήσουμε και να του πάρουμε τα λεφτά. Εγώ του είπα να μην τον χτυπήσουμε αλλά να τον φοβίσουμε. Και όταν εκείνος μου είπε πως θα μας μαρτυρήσει του απάντησα: «οι αδελφές δεν μιλάνε. Φοβούνται». Στη συνέχεια έριξε την ευθύνη στον συγκατηγορούμενό του, λέγοντας πως εκείνος “αρπάχτηκε” απλώς πάνω στο τάβλι με το θύμα και ο Κώστας του έριξε με το μπουκάλι, ενώ θα αρνηθεί οτιδήποτε είχε να κάνει σχέση με το αχλάδι, λέγοντας πως αυτά τα φόρτωσε η αστυνομία στις καταθέσεις τους.
Ο 23χρονος Κώστας θα δώσει άλλη εκδοχή για εκείνο το πρωινό της Κυριακής, υποστηρίζοντας ότι χτύπησε το θύμα με το μπουκάλι, έπειτα από εντολή του Τάσου: “Όταν τον χτύπησα έπεσε κάτω αλλά δεν έπαθε τίποτα σηκώθηκε και ρώτησε “τι είναι αυτά;”. Εγώ προσπάθησα να του κλείσω το στόμα με το χέρι μου για να μην φωνάζει αλλά αυτός με δάγκωσε. Έχω ακόμη το σημάδι… Ο Τάσος τον πέταξε κάτω και του χτυπούσε το κεφάλι στο πάτωμα. Ύστερα του έδεσε τα πόδια και τα χέρια και του έβαλε ένα μήλο ή ένα αχλάδι, δεν θυμάμαι, στο στόμα”.
Ο εισαγγελέας θα ζητήσει την ενοχή τους, χωρίς ελαφρυντικά, με μόνη επιείκεια να μην καταδικαστούν σε θάνατο. Το δικαστήριο θα καταδικάσει τους δύο νεαρούς σε 25 και 23 χρόνια φυλάκισης, τον καθένα, αναγνωρίζοντάς τους ελαφρυντικά.