Την αγωνία του οικονομικού επιτελείου για επανασύνδεση με τη μεσαία τάξη, η οποία έκρινε εν πολλοίς το βαρύ αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, αποπνέει το οικονομικό πρόγραμμα για την επόμενη τετραετία που παρουσιάστηκε χθες στο Μέγαρο Μουσικής από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα, η αυτοκριτική του Αλέξη Τσίπρα σε αποστροφές του λόγου του, για την υπερφορολόγηση των μεσαίων εισοδημάτων, ήταν χαρακτηριστική. Από την πρώτη κιόλας ματιά στο περίγραμμα του νέου φορολογικού σχεδιασμού γίνεται εμφανές ότι οι εξαγγελίες του Ζαππείου ξαναζυγίστηκαν και κρίθηκαν λειψές, κοινώς ότι ελάχιστα περιελάμβαναν για τα μεσαία εισοδήματα, που έστω καθυστερημένα- και υπό τη σκιά της βαριάς ήττας στις 26 Μαΐου – αναγνωρίστηκε ότι όχι απλώς έβαλαν πλάτη, αλλά γονάτισαν, για να προκύψουν τα περιβόητα υπερπλεονάσματα κι εν συνεχεία τα επιδόματα/μερίσματα.
Καμία αναφορά για μείωση συντελεστή φορολογικής κλίμακας
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ενώ στο Ζάππειο δεν έγινε η παραμικρή αναφορά στη μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20%, το συγκεκριμένο μέτρο συμπεριλαμβάνεται, πλέον, στο φορολογικό σχεδιασμό, έστω με… μισή καρδιά, αφού η μείωση θα γίνει σε δύο δόσεις, προφανώς λόγω του μεγάλου δημοσιονομικού κόστους των 877 εκατ. Ευρώ. Το οξύμωρο είναι ότι εξαγγέλθηκε ένα μέτρο, το οποίο ξεψηφίστηκε την περασμένη Παρασκευή μαζί με τα υπόλοιπα φορολογικά αντίμετρα!
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ. Αν και το μέτρο συμπεριλαμβανόταν στα φορολογικά αντίμετρα για τη μείωση του αφορολογήτου, η περιβόητη τροπολογία που ψηφίστηκε την Παρασκευή το ακύρωνε, αλλά πλέον, εξαγγέλλεται ως φορο-ελάφρυνση στον οικονομικό σχεδιασμό μετά τις εκλογές, με κόστος 209 εκατ. Ευρώ.
Μείωση προκαταβολής φόρου υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ
Το πραγματικά νέο στο φορολογικό σχεδιασμό, που ξεδιπλώθηκε από τον Α. Τσίπρα και το οικονομικό επιτελείο χθες το βράδυ, είναι η μείωση της προκαταβολής φόρου για ελεύθερους επαγγελματίες κι ατομικές επιχειρήσεις στο 50% μέσα σε δύο χρόνια και για τις επιχειρήσεις στο 80% σε ορίζοντα τριετίας.
Η αύξηση στο 100% είχε ψηφιστεί κι εφαρμοστεί με το 3ο Μνημόνιο, το οποίο ενεργοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2015 και η πρόβλεψη ήταν τότε ότι ο Προϋπολογισμός θα ωφεληθεί με 293 εκατ. Ευρώ την πρώτη χρονιά (μόνο από νομικά πρόσωπα), με 221 εκατ. Ευρώ τη δεύτερη (από φυσικά και νομικά πρόσωπα), με 276 εκατ. Ευρώ (από φυσικά και νομικά πρόσωπα) την τρίτη χρονιά.
Το οξύμωρο είναι ότι ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες ο απολογισμός της κυβέρνησης χαρακτηρίζει ως θετικό μέτρο τη φορολόγηση τους με την ίδια κλίμακα των μισθωτών (χωρίς αφορολόγητο), παρ’ ότι ναι μεν ως τις 20.000 ευρώ εισοδήματος ο συντελεστής είναι 22% αντί 26% που ίσχυε πριν, αλλά από εκεί και πάνω ανεβαίνει στο 29% για εισοδήματα ως 30.000 ευρώ κι εκτινάσσεται στο 37% για εισοδήματα ως 40.000 ευρώ, ενώ με το προηγούμενο σύστημα ο συντελεστής παρέμενε στο 26% για εισοδήματα ως 50.000 ευρώ κι ανέβαινε στο 33% για το υπερβάλλον.
«Φαγώθηκε» οριστικά η έκπτωση φόρου
Η μείωση της προκαταβολής φόρου «έφαγε» από τον οικονομικό σχεδιασμό την επαναφορά της έκπτωσης φόρου για τόκους στεγαστικών δανείων, η οποία είχε εξαγγελθεί στο Ζάππειο ως επιβράβευση των συνεπών δανειοληπτών, δηλαδή όσων πάσχισαν να μην «κοκκινίσουν» τα δάνεια τους την περίοδο της κρίσης.
Απορίες προκαλούν, επίσης, οι έμμεσες αναφορές περί αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής στον απολογισμό («οφείλουμε να αποτρέψουμε την εκ νέου εκτίναξη της φοροδιαφυγής»), καθώς τα επίσημα στοιχεία δεν δικαιολογούν πανηγυρισμούς. Το 2018, από τους ελέγχους των Δ.Ο.Υ. η παραβατικότητα διαμορφώθηκε στο 25,8% έναντι 18,45 το 2017, ενώ οι στοχευμένοι έλεγχοι των ΥΕΔΔΕ έβγαλαν παραβατικότητα στα όρια του 60% και πλέον.
Το «φάουλ» του ΣΥΡΙΖΑ για την «13η σύνταξη»
Οι χθεσινές εξαγγελίες είχαν ακόμα δύο σημεία, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Κατ’ αρχάς, έστω εμμέσως, η κυβέρνηση παραδέχεται το φάουλ με την αποκαλούμενη «13η σύνταξη», που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τους ίδιους τους συνταξιούχους, που άλλα περίμεναν κι άλλα βρήκαν στο λογαριασμό τους. Τι αναφέρει ο οικονομικός σχεδιασμός, στο σημείο με τον απολογισμό πεπραγμένων; «Επαναφέραμε ένα σημαντικό τμήμα της 13ης σύνταξης που είχε ολοσχερώς καταργηθεί».
Το δεύτερο σημείο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση προκαταλαμβάνει τις εισηγήσεις των επιστημονικών φορέων, που προβλέπει ο νόμος για τη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού αλλά και τις απόψεις των κοινωνικών εταίρων, προαναγγέλλοντας αύξηση 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021, δηλαδή επαναφέροντας τον στα προ κρίσης επίπεδα.