Οι φανατικοί χριστιανοί χαρακτήρισαν το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, «ο τελευταίος πειρασμός», ως «πρόστυχο», «αντιχριστιανικό», «αμαρτωλό», «έργο του διαβόλου» και το έστειλαν στο πυρ το εξώτερον. Οι λάτρεις της τέχνης και της λογοτεχνίας το χαρακτήρισαν «σπάνιο διαμάντι».
Δημιουργήθηκε για να προκαλέσει περισσότερο ντόρο από αυτόν που έπρεπε, «πόνεσε» και πίκρανε τον συγγραφέα του ο οποίος ούτε ήθελε, ούτε επιθυμούσε δημόσια κόντρα με την Εκκλησία. «Προσπάθησα να εξαίρω όσο μπορούσα τους αγώνες της Κρήτης για την ελευθερία και συνάμα την ηρωική και μαρτυρική συμμετοχή της εκκλησίας στους αγώνες αυτούς κι όμως βρέθηκαν συνειδήσεις που κατασυκοφάντησαν το βιβλίο αυτό, ως ενάντιο της θρησκείας και της πατρίδας», είχε πει ο ίδιος.
Όλα αυτά εν έτη 1954. Η περιπέτεια του βιβλίου, ωστόσο, συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του σπουδαίου συγγραφέα. Το 1988 επικρατεί χάος και σημειώνονται βίαια επεισόδια έξω αλλά και μέσα σε όποιον κινηματογράφο προβάλει την κινηματογραφική μεταφορά του «Πειρασμού» από τον σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορτσέζε.
Τι ήταν «ο τελευταίος πειρασμός»;
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τη δεκαετία του ’50 ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ήδη καταξιωμένος συγγραφέας με παγκόσμια αναγνώριση. Το 1942 και ενώ βρισκόταν στην Αίγινα, ο Καζαντζάκης γράφει τη «βάση» του βιβλίου, με τίτλο «Τ' απομνημονεύματα του Χριστού». Την περίοδο 1950-1951 και ενώ βρίσκεται πλέον στην Αντίμπ το ολοκληρώνει και του δίνει τη μορφή που σήμερα γνωρίζουμε. Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτα στη Νορβηγία και στη Σουηδία. Στην Ελλάδα θα έρθει για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Δίφρος το 1955.
Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ένας Άνθρωπος που βασανίζεται διαρκώς αλλά ταυτόχρονα αγωνίζεται δίχως κόπωση. Στο τέλος θυσιάζεται για να κερδίσει την επιδιωκόμενη για τον ίδιο ελευθερία. Όποιο «πρόσημο» κι αν βάλει κανείς σε αυτή: πνευματική, σωματική, ιδεολογική, κοινωνική, πολιτική ή άλλη.
Μέσα από τον χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα του βιβλίου ο Καζαντζάκης αναστοχάζεται σχετικά με την ανθρώπινη φύση του Ιησού. Για την Εκκλησία ο Ιησούς ήταν Θεάνθρωπος. Ένα. Ο Καζαντζάκης «σπάει» τα δυο συνθετικά της λέξης. Ο ήρωας του «Πειρασμού» δεν χάνει τη δυική του φύση. Αντίθετα, περιγράφεται με έντονα χρώματα η ανθρώπινη αδυναμία του αλλά και η θεϊκή αποστολή του.
Η οργισμένη αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Τα λογοτεχνικά όρια, ωστόσο, είναι εντελώς δυσδιάκριτα και εκείνη την εποχή υπάρχει μια εξαιρετικά έντονη ασάφεια ως προς το «τι θέλει να πει ο… συγγραφέας». Ένα χρόνο πριν έρθει το βιβλίο στην Ελλάδα η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος φροντίζει με τρόπο έντονο και κατηγορηματικό να ξεκαθαρίσει πως δεν έχει καμία θέση στα βιβλιοπωλεία της χώρας.
«Διαστρέφει και κακοποιεί την θεόπνευστον ευαγγελικήν διήγησιν και θίγει, κατά τρόπον ανερυθριάστως ασεβή και ανίερον, το θεανδρικόν του Κυρίου πρόσωπον, και δη κατά τας ώρας του επί του Σταυρού σωτηρίου Πάθους, διά ταύτα η Ιερά Σύνοδος προς μεν τα ευσεβή της Εκκλησίας τέκνα απευθύνει την πατρικήν παραίνεσιν, ίνα φεύγωσι τα βιβλία ταύτα, ου μόνον μη συντελούντα εις οικοδομήν, αλλά της σαγήνης της τέχνης ανυπόπτως και δηλητηριάζοντα τας ψυχάς» αναφέρει η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου η οποία πιέζει ασφυκτικά την πολιτική ηγεσία του τόπου να απαγορεύσει το βιβλίο.
Η κυβέρνηση αρνείται να το απαγορεύσει. Κάποιοι ιερείς (υπό την ανοχή της Ιεράς Συνόδου) ρίχνουν ανάθεμα, που μέχρι και σήμερα δεν έχει αναιρεθεί, στον συγγραφέα ενώ κάποιοι άλλοι ζητούν τον αφορισμό του.
Την ίδια ώρα πολλά θρησκευτικά σωματεία διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους πως ο Καζαντζάκης με τα έργα του «θέλει να κάμη τους αναγνώστας του να ζουν ζωή πολύ κατωτέραν και από αυτήν των ζώων».
Η απάντηση από τον σπουδαίο κρητικό συγγραφέα δεν θα αργήσει να έρθει: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Ο αφορισμός που ποτέ δεν έγινε και ο πατριάρχης Αθηναγόρας
Μέσα σε όλο αυτό τον τυφώνα αντιδράσεων επικράτησε στη συλλογική μνήμη πως ο Νίκος Καζαντζάκης αφορίστηκε. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Για την ακρίβεια η Εκκλησία της Ελλάδος, επίσημα ουδέποτε έθεσε θέμα αφορισμού του συγγραφέα.
Η επίσημη απάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη δημοσιογράφο Ελένη Κατσουλάκη που έθεσε επίσημα το ερώτημα αν έχει αφοριστεί ο Νίκος Καζαντζάκης
Αυτό που έγινε είναι να «ερευνήσει το θέμα», δημιουργώντας μια τριμελή επιτροπή που αποτελούταν από τον τότε Μητροπολίτη Κασσανδρείας Καλλίνικο και δύο καθηγητές της θεολογικής σχολής. Η επιτροπή κατέληξε στο πόρισμα πως δεν θα ήταν σωστό να καταφύγει η Εκκλησία στον αφορισμό του συγγραφέα αλλά θα έπρεπε να ζητήσει την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου γιατί «μπορεί οι αναγνώστες να μην καταλάβαιναν τους συμβολισμούς του και να το παρεξηγήσουν».
Η αλήθεια είναι πως η επίσημη Εκκλησία βρέθηκε απελπιστικά μόνη και με την πλάτη στον τοίχο. Πολλοί πολιτικοί αντέδρασαν έντονα στην προοπτική του αφορισμού. Ο νεαρός τότε βουλευτής Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επέκρινε την «επιχειρούμενη δίωξη του πνεύματος». Ο δήμος Αθηναίων ζήτησε την αποτροπή οποιασδήποτε δίωξης των έργων του συγγραφέα ενώ οι δημοτικοί σύμβουλοι Θεσσαλονίκης χαρακτήρισαν την απαγόρευση «πλήγμα για τον πολιτισμό».
Λέγεται πως ακόμα και η Φρειδερίκη είχε παρέμβει υπέρ του Καζαντζάκη. Το… τελικό «χτύπημα» ήρθε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ο ιεράρχης δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει για τα περί αφορισμού του Καζαντζάκη ενώ όταν πολλά χρόνια μετά πήγε επίσκεψη στην Κρήτη σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου απάντησε πως: «τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την πατριαρχική βιβλιοθήκη»!
Παρά το γεγονός πως τελικά ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε όταν στις 26 Οκτώβριου του 1957 πέθανε χτυπημένος από την λευχαιμία, η Εκκλησία αρνήθηκε να τον κηδέψει με το χριστιανικό τελετουργικό.
Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος δεν έδωσε την άδεια να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ ο νεαρός τότε αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Μητροπολίτης Φλώρινας Καντιώτης δήλωνε πως προσωπικά ο ίδιος θα μεταβεί στην Κρήτη, ώστε, να εμποδίσει την νεκρώσιμη ακολουθία.
Η απειλή αυτή, ωστόσο, δεν έγινε πραγματικότητα καθώς στην Κρήτη ο Καζαντζάκης ήταν και παραμένει εξαιρετικά αγαπητός. Οι κρητικοί αγρίεψαν και απείλησαν με… βεντέτα. Η πολιτική πίεση στον Αρχιεπίσκοπο ήταν έντονη και τελικά την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή υποχώρησε και έστειλε έναν ιερέα ώστε η ταφή να γίνει κανονικά.
Ο «τελευταίος πειρασμός» του Σκορτσέζε
Το 1988 ο διάσημος και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορτσέζε μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το αριστούργημα του Καζαντζάκη. Τον ρόλο του Ιησού ενσαρκώνει ο σπουδαίος αμερικανός ηθοποιός Γουίλιαμ Νταφόε.
Η προβολή της ταινίας στους ελληνικούς κινηματογράφους, ωστόσο, ξυπνάει πάθη που πολλοί θεωρούσαν πια ξεχασμένα. Κανείς, άλλωστε, από αυτούς που αντιδρούσαν δεν είχε ξεχάσει πως ο Καζαντζάκης είχε… αφοριστεί!
Στις 13 Οκτωβρίου είχε προγραμματιστεί η επίσημη πρεμιέρα. Έξω από τους κινηματογράφους που θα πρόβαλαν την ταινία πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις και ξέσπασαν βίαια επεισόδια.
Εντός των κινηματογράφων μέλη θρησκευτικών οργανώσεων που είχαν αγοράσει κανονικά εισιτήρια, περίμεναν να ξεκινήσει η προβολή και όταν αυτό έγινε σηκώθηκαν από τη θέση τους και με μαχαίρια και ψαλίδια έσκιζαν την πάνινη οθόνη!
Πρεμιέρα δεν έχει ποτέ, ωστόσο, τις επόμενες ημέρες η ταινία έκοψε 160.000 εισιτήρια και θα έκοβε ακόμα περισσότερα αν δεν την είχε απαγορέψει το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών όπου είχαν προσφύγει ιερείς και πιστοί.
Ένας από τους μεγαλύτερους πολέμιους της ταινίας ήταν ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος ο οποίος πολλά χρόνια αργότερα όντας Αρχιεπίσκοπος κατάφερε μετά από έντονες πιέσεις να ματαιώσει και την προβολή που είχε προγραμματίσει να κάνει ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός.
Ακόμα και μέχρι σήμερα μόνο η συνδρομητική τηλεόραση έχει προβάλει την ταινία του Σκορτσεζε. Η έστω και άτυπη δικαίωση για την ταινία ήρθε, μόλις το 2008, όταν η Κυριακάτικη εφημερίδα «Το Βήμα» έδωσε δωρεάν το DVD χωρίς να προκληθεί η παραμικρή αντίδραση από θρησκευτικές οργανώσεις ή την επίσημη Εκκλησία.