Η εμπλοκή της Λιβύης στο Τσαντ ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ο Λίβυος ηγέτης Μουαμάρ Καντάφι άρχισε να στηρίζει τους αντάρτες του Μετώπου για την Εθνική Απελευθέρωση του Τσαντ (FROLINAT).
Το 1975 η Λιβύη αρχικά κατέλαβε και στη συνέχεια προσάρτησε τη Λωρίδα Αούζου, μια περιοχή 70.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων του βόρειου Τσαντ, δίπλα στα νότια σύνορα της Λιβύης.
Η κίνηση του Καντάφι ήταν υποκινούμενη από προσωπικές και εδαφικές φιλοδοξίες, φυλετικές και εθνοτικές συγγένειες μεταξύ του λαού του βόρειου Τσαντ και εκείνων της νότιας Λιβύης και, κυρίως, την παρουσία στην περιοχή των κοιτασμάτων ουρανίου.
Η παρέμβαση της Λιβύης οδήγησε σε de facto έλεγχο του βόρειου τμήματος της χώρας και κατόπιν σε 3 φάσεις εχθροπραξιών – το 1980-81, το 1983 και το τέλος το 1986 – όταν ξεκίνησαν οι εισβολές στα νότια του Τσαντ.
Κατά την εισβολή του 1980, οι Λίβυοι διέσχισαν με επιτυχία εκατοντάδες χιλιόμετρα με τεθωρακισμένα οχήματα και πραγματοποιούσαν αεροπορικές επιχειρήσεις υπό σκληρές κλιματολογικές συνθήκες. Απόκτησαν επίσης πολύτιμη εμπειρία στη διοίκηση και υποστήριξη σύγχρονων στρατιωτικών δυνάμεων σε μεγάλες αποστάσεις από τη βάση τους.
Ήταν την περίοδο εκείνη όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου εκμεταλλευόμενος τις καλές σχέσεις που είχε η Ελλάδα τόσο με τη Λιβύη όσο και με την Γαλλία, ανέλαβε την διπλωματική πρωτοβουλία για τον τερματισμό της σύγκρουσης στο Τσαντ.
Έτσι στις 15 Νοεμβρίου του 1984 στην Ελούντα ο Α.Παπανδρέου έφερε στο ίδιο τραπέζι τον Λίβυο συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι και τον πρόεδρο της γαλλικής δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν.
Η χειραψία Μιτεράν-Καντάφι στην Ελούντα υπό το βλέμμα του Α.Παπανδρέου. Εμφανέστατο είναι το υπεροπτικό και παγωμένο ύφος του Καντάφι, τότε στα... “prime” του, απέναντι στον Γάλλο πρόεδρο, ο οποίος τον κοιτά σχεδόν με ανοικτό το στόμα.
Ο Μιτεράν βέβαια αργότερα εξομολογήθηκε, ότι μετάνιωσε που πήγε σε αυτή την συνάντηση, καθώς γνώριζε εκ των προτέρων το μάταιο της υπόθεσης εξαιτίας της αδιάλλακτης στάσης που θα τηρούσε ο Καντάφι στην σύγκρουση αυτή.
Αν και στο τέλος της συνάντησης συμφωνήθηκε κάποιου είδους εκεχειρία, στην συνέχεια δεν στάθηκε δυνατό αυτή να μακροημερεύσει.
Κάτι που οδήγησε στον λεγόμενο πόλεμο των Toyota , όνομα που δόθηκε ανεπίσημα στην τελευταία φάση της σύγκρουσης Τσαντ-Λιβύης που έλαβε χώρα το 1987 στο Βόρειο Τσαντ και στα σύνορα με τη Λιβύη.
Πήρε το όνομά του από τα φορτηγά Toyota που χρησιμοποιήθηκαν, κυρίως το Toyota Hilux και το Toyota Land Cruiser, για να παρέχουν κινητικότητα στα στρατεύματα του Τσαντ, καθώς πολεμούσαν εναντίον των Λιβυκών.
Αν και ποτέ δεν το παραδέχτηκε επισήμως, η Γαλλία ήταν η χώρα που προμήθευσε το Τσαντ με περίπου 400 οχήματα Toyota. Ο πόλεμος του 1987 είχε ως αποτέλεσμα τη συντριπτική ήττα της Λιβύης, η οποία, σύμφωνα με αμερικανικές πηγές, έχασε το ένα δέκατο του στρατού της, με 7.500 νεκρούς άνδρες και απώλεια στρατιωτικού εξοπλισμού αξίας 1.5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το σημείο καμπής της σύγκρουσης ήταν η μάχη της Fada. Στις 2 Ιανουαρίου 1987, ο Hassan Djamous, αρχηγός του στρατού του Τσαντ, ανέπτυξε 3.000 από τους άντρες του στη μάχη.
Στην εμπλοκή που ακολούθησε με 1.200 στρατιώτες της Λιβύης και 400 μέλη της πολιτοφυλακής του Δημοκρατικού Επαναστατικού Συμβουλίου, ο στρατός του Τσαντ, χρησιμοποιώντας Toyota εξοπλισμένα με εκτοξευτές MILAN, διέλυσε κυριολεκτικά τους Λίβυους, καταστρέφοντας 92 άρματα μάχης T-55 και 33 ΤΟΜΑ BMP-1.
Οι απώλειες του Τσαντ, από την άλλη πλευρά, ήταν ελάχιστες: 18 στρατιώτες και 3 φορτηγά Toyota.
Στις 3 και 4 Ιανουαρίου διαπιστώθηκε ότι η Αεροπορία της Λιβύης προσπάθησε να εξοντώσει τους στρατιώτες του Τσαντ και τα φορτηγά τους, αλλά όλες οι προσπάθειες βομβαρδισμού απέτυχαν χάρη στην εξαιρετική κινητικότητα των Toyota, αλλά και της απαγόρευσης πτήσεων που επιβλήθηκε από τη Γαλλία, η οποία φυσικά στήριζε ποικιλοτρόπως το Τσαντ.
Ένα μήνα μετά από αυτή τη μάχη συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός. Ως αποτέλεσμα του πολέμου, το Διεθνές Δικαστήριο κήρυξε τη λήξη της λιβυκής απαίτησης στη Λωρίδα Aouzou και την απέδωσε στο Τσαντ.