Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή,
όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή
για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.
Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών.
Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω.
Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε.
Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας,
αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.
Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Το 1903, ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ένας άντρας, τον οποίον κυνηγούσαν κατά πόδας οι συμφορές και τα δυστυχήματα. Κι όμως, ήταν ταυτοχρόνως ο τυχερότερος άνθρωπος του κόσμου. Το όνομά του ήταν Έντουαρντ Σάιζερ και ήταν σιδηρουργός. Κατοικούσε στην Ουάσινγκτον.
Τα ατυχήματά του και η πρωτοφανής του τύχη–το σχήμα είναι οξύμωρο μεν, αλλά αληθές–είχαν ξεκινήσει έναν χρόνο νωρίτερα. Μα, κρίνοντας από τις ενδείξεις, επρόκειτο να συνεχιστούν αμείωτα.
Ο Έντουαρντ Σάιζερ ήταν περίπου τριάντα ετών, μετρίου βάρους και αναστήματος, χωρίς κανένα απολύτως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, το οποίο να καταδεικνύει ότι κατέχει την ασυνήθιστη ιδιότητα να υφίσταται πτώσεις από μεγάλα ύψη και να επιβιώνει από αυτές.
Η απαρχή των παράδοξων ατυχημάτων ήταν η πρώτη του πτώση, που έλαβε χώρα το 1902. Ο νεαρός άντρας εργαζόταν στον όγδοο όροφο μιας οικοδομής, όταν ξαφνικά, καθώς βρισκόταν στο χείλος του γείσου, δέχτηκε κατακέφαλα ένα βαρύ σιδερένιο σφυρί, το οποίο είχε γλιστρήσει από τα χέρια ενός άλλου εργάτη. Ζαλισμένος από το σφοδρό χτύπημα, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στον εξώστη του πέμπτου ορόφου, δηλαδή από ύψος τριών ορόφων και έσπασε μόνο τη δεξιά του κνήμη.
Είχαν περάσει μόλις δύο εβδομάδες από την ημέρα που εξήλθε από το νοσοκομείο, στο οποίο νοσηλευόταν και ένα απόγευμα έπεσε και πάλι από ύψος δύο ορόφων και προσγειώθηκε μέσα σ’ έναν λάκκο, ο οποίος ήταν προορισμένος για να δεχτεί ασβέστη. Κατά την πτώση του αυτή, για να συγκρατηθεί και να μην καταλήξει μέσα στον ασβέστη, εξέτεινε εκατέρωθεν τα χέρια του, χτύπησε σε πλαϊνά εμπόδια και έσπασε και τους δύο καρπούς του, όπως και τον δεξιό του βραχίονα.
Στον νοσοκομείο, οι ιατροί τον περιέθαλψαν όσο το δυνατόν καλύτερα, για να τον δεχτούν εκ νέου ένα μήνα μετά, με τη ράχη καταμωλωπισμένη, καθώς είχε ξαναπέσει από ύψος πέντε μεγάλων ξύλινων κιβωτίων με εμπορεύματα, τα οποία ήταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο.
Τον έπλυναν, λοιπόν, και τον έδεσαν προχείρως, επειδή η πτώση του αυτή ήταν ακίνδυνη και δεν του είχε επιφέρει σημαντικές ζημιές. Μα, δύο ώρες αργότερα, ο Έντουαρντ Σάιζερ ξαναπήγε στο νοσοκομείο, αυτή τη φορά με σπασμένο τον αριστερό του αστράγαλο, διότι είχε πέσει από τον δεύτερο όροφο και είχε καταλήξει, ευτυχώς, πάνω σ’ έναν σωρό από άμμο.
Λίγο καιρό μετά, ο Έντουαρντ μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου εργαζόταν κι εκεί ως σιδηρουργός. Συνέπεσε, λοιπόν, να εργάζεται σε επιδιορθώσεις μιας μεγάλης γέφυρας, που βρισκόταν 100 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του ποταμού.
Κατά την κατασκευή της γέφυρας, είχαν σημειωθεί πολλά εργατικά ατυχήματα. Όσοι εργάτες κατέληξαν να πέσουν στον ποταμό, πνίγηκαν και πολλών τα πτώματα παρασύρθηκαν από τα νερά και δε βρέθηκαν ποτέ.
Ο Έντουαρντ Σάιζερ στεκόταν μαζί με άλλους εργάτες στο χείλος της γέφυρας, πάνω από την κεντρική αψίδα, όταν έχασε την ισορροπία του και καταβυθίστηκε μέσα στα ορμητικά νερά, πέφτοντας με τα πόδια πρώτα.
Οι υπόλοιποι εργάτες ήταν σίγουροι πως αυτή τη φορά, ο Έντουαρντ θα έχανε τη ζωή του. Μα, ξάφνου, τον είδαν να αναδύεται, ενώ εκείνη την ώρα περνούσε από εκεί το ποταμόπλοιο “Οχάϊο”. Ο δυστυχής ένιωθε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του και πίστευε πως δε θα προλάβαινε να γλιτώσει. Τελικά, μέλη του πληρώματος του ποταμόπλοιου του πέταξαν ένα σκοινί και έτσι, τον ανέσυραν στο κατάστρωμα.
Ο πιο “τυχερός” άτυχος άνθρωπος του πλανήτη κατέληξε ξανά στο νοσοκομείο. Αισθανόταν καλύτερα, αλλά δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στις σιδηρουργικές εργασίες της γέφυρας της Νέας Υόρκης, γιατί φρονούσε πως τα ατυχήματα δε θα τον εγκατέλειπαν και ανησυχούσε για τη ζωή του.
Ο παράξενος αυτός άνθρωπος είχε δηλώσει πως ήταν έτοιμος για μια νέα πτώση, ίσως φοβερότερη και πιο επικίνδυνη από όλες τις προηγούμενες της ζωής του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΧΡΟΝΟΣ”, στις 10/10/1903…