Στο Pro News Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Οἱ μικτοὶ γάμοι καὶ ὁ Φινεές.

Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου
Δρ. Φυσικοῦ, πτ. ΕΚΠΑ Κ.Θεολογίας


Τὸ ἱστορικὸ βιβλικὸ κείμενο ποὺ παραθέτουμε στὴν συνέχεια μετὰ τῶν δικῶν μας προσεγγίσεων σὲ αὐτὸ (στὸ τέλος παρατίθεται καὶ μεταφρασμένο) ἀναφέρεται στὴν σαρκικὴ μίξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ ἀλλόπιστους (εἰδωλολάτρες) κατὰ τὸν καιρὸ τῆς Παλαιὰς Διαθήκης καὶ φανερώνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, τὸ ὁποῖο ἐκφράστηκε γιὰ τὸ ἴδιο θέμα στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης μέσω τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας (συγκεκριμένα τοῦ 72ου Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ τοῦ 14ου Κανόνα τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοῦ 10ου Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικεία Τοπικῆς Συνόδου, σὲ συμφωνία μὲ τὸ πνεῦμα ὅλων τῶν ἱερῶν κανόνων, ποὺ ἀναφέρονται στὶς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς σχισματικοὺς, αἱρετικοὺς καὶ ἀλλόθρησκους).

«Καὶ κατέλυσεν Ἰσραὴλ ἐν Σαττείν· καὶ ἐβεβηλώθη ὁ λαὸς ἐκπορνεῦσαι εἰς τὰς θυγατέρας Μωάβ. καὶ ἐκάλεσαν αὐτοὺς εἰς τὰς θυσίας τῶν εἰδώλων αὐτῶν, καὶ ἔφαγεν ὁ λαὸς τῶν θυσιῶν αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ἐτελέσθη Ἰσραὴλ τῷ Βεελφεγώρ· καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος τῷ Ἰσραήλ.», Αρ. 25, 1-3.

Στοὺς πρώτους στίχους τῆς διήγησης ἀναφέρεται ἡ σαρκικὴ μίξη τῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ τὶς εἰδωλολάτρισσες Μωαβίτισσες, ποὺ ἀπὸ μόνη της θεωρήθηκε ὡς μόλυνση γι̉ αὐτοὺς («ἐβεβηλώθη ὁ λαὸς») καὶ εἴχε ὡς συνακόλουθη ἐπιβλαβὴ κατάληξη εἰς βάρος τους καὶ ὅτι οἱ ἀλλόπιστες γυναίκες τοὺς παράσυραν («καὶ ἐκάλεσαν αὐτοὺς») στὴν υἱοθέτηση τῶν δικῶν τους θρησκευτικῶν ἐθίμων καὶ συνηθειῶν («καὶ ἐκάλεσαν αὐτοὺς εἰς τὰς θυσίας τῶν εἰδώλων αὐτῶν, καὶ ἔφαγεν ὁ λαὸς τῶν θυσιῶν αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν.»). Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν παρακάτω ἐντολῆ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν προφήτη του Μωυσὴ:

«καὶ εἶπε Κύριος τῷ Μωυσῇ· λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοὺς Κυρίῳ κατέναντι τοῦ ἡλίου, καὶ ἀποστραφήσεται ὀργὴ θυμοῦ Κυρίου ἀπὸ Ἰσραήλ. καὶ εἶπε Μωυσῆς ταῖς φυλαῖς Ἰσραήλ· ἀποκτείνατε ἕκαστος τὸν οἰκεῖον αὐτοῦ τὸν τετελεσμένον τῷ Βεελφεγώρ.», Αρ. 25, 4-5.


Ἀναφἐρει τὸ κείμενο ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς μίξης Ἰσραηλιτῶν καὶ Μωαβιτισσῶν καὶ ἡ ἐπακόλουθη λατρεῖα τῶν εἰδώλων ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες παρόργισε τόν Θεὸ, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπὸ τὸν Μωυσὴ νὰ τιμωρήσει τοὺς παραστρατημένους ἀπὸ τὸν λαὸ στὴν εἰδωλολατρία μὲ θανάτωση.

«Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐλθὼν προσήγαγε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ πρὸς τὴν Μαδιανῖτιν ἐναντίον Μωυσῆ καὶ ἐναντίον πάσης συναγωγῆς υἱῶν Ἰσραήλ, αὐτοὶ δὲ ἔκλαιον παρὰ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. καὶ ἰδὼν Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ υἱοῦ Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως ἐξανέστη ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς καὶ λαβὼν σειρομάστην ἐν τῇ χειρὶ, εἰσῆλθεν ὀπίσω τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Ἰσραηλίτου εἰς τὴν κάμινον καὶ ἀπεκέντησεν ἀμφοτέρους, τόν τε ἄνθρωπον τὸν Ἰσραηλίτην καὶ τὴν γυναῖκα διὰ τῆς μήτρας αὐτῆς· καὶ ἐπαύσατο ἡ πληγὴ ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ. καὶ ἐγένοντο οἱ τεθνηκότες ἐν τῇ πληγῇ τέσσαρες καὶ εἴκοσι χιλιάδες. «, Αρ. 25, 6-9.

Καὶ καθῶς ἔκλαιγαν οἱ Ἰσραηλίτες γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ τὴν συμφορὰ ποὺ τοὺς βρῆκε κοντὰ στὴν εἴσοδο τῆς σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ἐμφανίστηκε ἕνας Ἰσραηλίτης μὲ μιὰ ἀλλόπιστη, ποὺ ἤθελε νὰ ἀμαρτήσει ὁ ἀδελφός του μὲ αὐτὴν, καὶ ἐγέρθει ὁ Φινεὲς ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλεάζαρ καὶ κρατώντας λόγχην στὸ χέρι τὸν κυνήγησε μέχρι τὸν κοιτώνα του καὶ τὸν σκότωσε μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα αὐτή. Καὶ αὐτὴ ἡ πράξη τοῦ Φινεὲς ἦταν ἐξιλαστήρια, σωτήρια γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ, καθῶς ἔτσι ἔπαυσε ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ («καὶ ἐπαύσατο ἡ πληγὴ ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ»), ἔχοντας ἤδη θανατωθεῖ εἰκοσιτέσσερις χιλιάδες Ἰσραηλίτες.

«Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ υἱοῦ Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως κατέπαυσε τὸν θυμόν μου ἀπὸ υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν τῷ ζηλῶσαί μου τὸν ζῆλον ἐν αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐξανήλωσα τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐν τῷ ζήλῳ μου. οὕτως εἶπον· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι αὐτῷ διαθήκην εἰρήνης, καὶ ἔσται αὐτῷ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτὸν διαθήκη ἱερατείας αἰωνία, ἀνθ᾿ ὧν ἐζήλωσε τῷ Θεῷ αὐτοῦ καὶ ἐξιλάσατο περὶ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.», Αρ. 25,10-13.

Γράφει στὴ συνέχεια τὸ κείμενο ὅτι αὐτὴ ἡ πράξη τοῦ Φινεὲς ἐλογίσθει θεάρεστη ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γι̉ αὐτὸ δὲν κατέστρεψε ὁλοκληρωτικὰ τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἀντάμειψε τὸν Φινεὲς καὶ τοὺς ἀπογόνους του μὲ αἰώνια ἱεροσύνη.

«τὸ δὲ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Ἰσραηλίτου τοῦ πεπληγότος, ὃς ἐπλήγη μετὰ τῆς Μαδιανίτιδος, Ζαμβρὶ υἱὸς Σαλώ, ἄρχων οἴκου πατριᾶς τῶν Συμεών· καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ τῇ Μαδιανίτιδι τῇ πεπληγυίᾳ Χασβί, θυγάτηρ Σοὺρ ἄρχοντος ἔθνους Ὀμμώθ, οἴκου πατριᾶς ἐστι τῶν Μαδιάμ.», Αρ. 25, 14-15.

Συνεχίζει ἡ διήγηση ἀναφέροντας τὰ ὀνόματα τῶν δύο ποὺ θανατώθηκαν ἀπὸ τὸν Φινεές, καθῶς τὸ γεγονός ἔχει μεγάλη σημασία λόγω τοῦ σωτηριολογικοῦ του χαρακτήρα γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπομένως καὶ οἱ λεπτομέρειες εἶναι σημαντικές.

«Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ λέγων· ἐχθραίνετε τοῖς Μαδιηναίοις καὶ πατάξατε αὐτούς, ὅτι ἐχθραίνουσιν αὐτοὶ ὑμῖν ἐν δολιότητι, ὅσα δολιοῦσιν ὑμᾶς διὰ Φογὼρ καὶ διὰ Χασβὶ θυγατέρα ἄρχοντος Μαδιὰμ ἀδελφὴν αὐτῶν τὴν πεπληγυῖαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς πληγῆς διὰ Φογώρ.» , Αρ. 25,16-18.

Τελειώνει τὸ κείμενο μὲ τὸν Κύριο νὰ προστάζει τὸν λαὸ Του διὰ τοῦ Μωυσὴ νὰ εἶναι ἐχθροὶ μὲ τοὺς Μαδιανίτες καὶ νὰ τοὺς πολεμούν, ὥστε νὰ ἀποφύγουν βέβαια ἔτσι νὰ ξανακαταλήξουν στὴν ζημιὰ στὴν πίστη τους καὶ τὶς ἐπακόλουθες φοβερές συνέπειες, ὅπως ἡ τιμωρία ποὺ προηγήθηκε. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν προστασία τῆς πίστεως τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία τῶν Μαδιανιτῶν ἱκανοποιήθηκε πλήρως μὲ τὴν ὁλοσχερὴ ἐξόντωσή τους λίγο παρακάτω στὸ βιβλικὸ κείμενο: «καὶ παρετάξαντο ἐπὶ Μαδιάν, καθὰ ἐνετείλατο Κύριος Μωυσῇ, καὶ ἀπέκτειναν πᾶν ἀρσενικόν·», Αρ. 31,7.

Ἀλλὰ ἐπειδὴ «καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῖκας Μαδιὰν καὶ τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν», Αρ. 31,9, δηλαδὴ πῆραν ὡς αἰχμαλώτους τὶς γυναίκες τῶν Μαδιανιτῶν καὶ τὰ παιδιά τους, ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Μωυσὴς ὀργίστηκε «καὶ ὠργίσθη Μωυσῆς ἐπὶ τοῖς ἐπισκόποις τῆς δυνάμεως, χιλιάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις τοῖς ἐρχομένοις ἐκ τῆς παρατάξεως τοῦ πολέμου», Αρ. 31,14, καὶ τοὺς εἶπε νὰ σκοτώσουν ὅλους γενικὰ τοὺς ἀρρένες, ἀνεξαρτήτως δηλαδὴ ἡλικίας, ὅπως καὶ κάθε γυναίκα ποὺ ἔχει «γνωρίσει», ἔχει ἔλθει σὲ συνάφεια μὲ ἄνδρα: «καὶ εἶπεν αὐτοῖς Μωυσῆς· ἱνατί ἐζωγρήσατε πᾶν θῆλυ; αὗται γὰρ ἦσαν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ κατὰ τὸ ῥῆμα Βαλαὰμ τοῦ ἀποστῆσαι καὶ ὑπεριδεῖν τὸ ῥῆμα Κυρίου ἕνεκεν Φογώρ, καὶ ἐγένετο ἡ πληγὴ ἐν τῇ συναγωγῇ Κυρίου. καὶ νῦν ἀποκτείνατε πᾶν ἀρσενικὸν ἐν πάσῃ τῇ ἀπαρτίᾳ, πᾶσαν γυναῖκα, ἥτις ἔγνω κοίτην ἄρσενος, ἀποκτείνατε·», Αρ. 31,15-17.

Δηλαδὴ δὲν ἐπέτρεψε νὰ μείνει κανένας ζωντανὸς ἀπὸ τοὺς Μαδιανίτες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παρθένους γυναίκες. Συνεχίζει ἔτσι, λέγοντας ἀκριβῶς αὐτό: «καὶ πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν τῶν γυναικῶν, ἥτις οὐκ οἶδε κοίτην ἄρσενος, ζωγρήσατε αὐτάς.», Αρ. 31,18. Καὶ αὐτὸ γιατὶ οἱ παρθένες γυναίκες μὴ ἔχοντας «γνωρίσει», δηλαδὴ ἔλθει σὲ συνάφεια μὲ Μαδιανίτη, καὶ χωρίς πλέον νὰ ὑπάρχει κανένας ζωντανὸς μεγάλος ἤ μικρὸς Μαδιανίτης, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἔχουν οὔτε καὶ τὴν μητέρα αὐτῶν, ἀφοῦ ἡ κάθε μητέρα ἦταν μία ἀπὸ αὐτὲς ποὺ εἶχαν «γνωρίσει» εἰδωλολάτρη καὶ ἄρα δὲν ἐξαιροῦνταν οὔτε αὐτὲς, δὲν θὰ ἤταν ἀπὸ μόνες τους σὲ θέση νὰ παρασύρουν κάποιον Ἰσραηλίτη σὲ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα τῶν Μαδιανιτῶν, ἀλλὰ εὔκολα θὰ ἀκολουθούσαν τὰ θρησκευτικὰ ἔθιμα τοῦ πρώτου ἄνδρα ποὺ θὰ «γνώριζαν», δηλαδὴ τὰ ἔθιμα κάποιου Ἰσραηλίτη, ποὺ ἦταν ἔθιμα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης βέβαια γιὰ τὴν παράνομη ἔγγαμη συμβίωση Ὀρθοδόξου μὲ μὴ Ὀρθοδόξη (ἤ Ὀρθοδόξης μὲ μὴ Ὀρθόδοξο), ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται κατὰ τὸν 72 κανόνα τῆς Πενθέκτης («Μὴ ἐξέστω ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικὴ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι·»), ἀντὶ τῆς τιμωρίας μὲ ἀφαίρεση τῆς βιολογικῆς ζωῆς ποὺ μπορούσε νὰ ἐφαρμοστεῖ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁρίζεται ἡ ἀκύρωση καὶ διάλυση τοῦ γάμου, ἐκτὸς βέβαια ἄν ὁ μὴ Ὀρθόδοξος (ἤ μὴ Ὀρθόδοξη) μετανοιώσει καὶ βαπτιστεῖ, διαφορετικὰ ὁ κανόνας ὁρίζει τὸν ἀφορισμὸ τῶν παραβαινόντων αὐτόν («ἀλλ’ εἰ καὶ φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἡγεῖσθαι τὸν γάμον, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· οὐ γὰρ χρή τὰ ἄμικτα μιγνῦναι, οὐδὲ τῷ προβάτῳ λύκον συμπλέκεσθαι, καὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον· εἰ δὲ παραβῇ τις τὰ παρ’ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω.»). Γιατὶ ἕνας τέτοιος γάμος μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει λόγο ζημιὰς στὴν πίστη τοῦ Ὀρθοδόξου (καὶ βέβαια ἡ πίστη εἶναι ὅτι πιὸ σημαντικὸ καὶ πολύτιμο, ἡ μεγαλύτερη ἀξία), ἐνῶ σίγουρα δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει στὴν πνευματικὴ του ὁλοκλήρωση, ὅπως μπορεῖ νὰ κάνει καὶ στοχεύει σὲ αὐτὸ ὁ γάμος μὲ ἕναν σύντροφο ἐπίσης Ὀρθόδοξο.

Βέβαια ἄν ὁ γάμος ἔγινε μεταξὺ δύο Ὀρθοδόξων καὶ στὴ συνέχεια ὁ ἕνας δὲν πρόκοψε καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν πίστη, σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ κανόνας, σὲ συμφωνία μὲ τὴν σχετικὴ παρακαταθήκη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁρίζει νὰ παραμείνει τὸ ζευγάρι μαζὶ, ἐφόσον τὸ θέλει αὐτὸ ὁ μὴ παραμένων στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, καθῶς αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι πρὸς ἁγιασμό καὶ σωτηρία αὐτοῦ («Εἰ δέ τινες, ἔτι ἐν τῇ ἀπιστίᾳ τυγχάνοντες, καὶ οὕτω τῇ τῶν ὀρθοδόξων ἐγκαταλεγέντες ποίμνῃ, ἀλλήλοις γάμῳ νομίμῳ ἠρμόσθησαν, εἶτα ὁ μέν, τὸ καλὸν ἐκλεξάμενος, τῷ φωτὶ τῆς ἀληθείας προσέδραμεν· ὁ δέ, ὑπὸ τοῦ τῆς πλάνης κατεσχέθη δεσμοῦ· μὴ πρὸς τάς θείας ἀκτῖνας ἀτενίσαι ἑλόμενος (εὐδοκεῖ δὲ τῷ πιστῷ ἡ ἄπιστος συνοικεῖν, ἤ τὸ ἔμπαλιν, ὁ ἄπιστος τῇ πιστῇ), μὴ χωριζέσθωσαν, κατὰ τὸν θεῖον Ἀπόστολον· ἡγίασται γὰρ ὁ ἄπιστος ἀνὴρ ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται ἡ ἄπιστος γυνὴ ἐν τῷ ἀνδρί.»).

Ὁ 72 κανόνας τῆς Πενθέκτης, καθῶς ἀναφέρεται στὴν διαφύλαξη τῆς πίστεως ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν σωτηρία, εἶναι ὑποχρεωτικοῦ χαρακτήρα καὶ δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ οἰκονομία. Γι̉ αὐτὸ ἄν ζητεῖται οἰκονομία σὲ αὐτὸ τὸ σωτηριολογικὸ ζήτημα διαφύλαξης τῆς πίστεως (πράγμα ποῦ ἔγινε στὴν Σύνοδο στὴν Κρήτη μὲ τὴν αιτιολόγηση ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν μικτῶν γάμων στοὺς ὁποίους προχωροῦν οἱ ἄνθρωποι στὶς μέρες μας εἶναι μεγάλος καὶ αὐτὸ ἐπιβάλλει τὴν τὴν ἐφαρμογὴ οἰκονομίας ἐδῶ. Στὴν πραγματικότητα βέβαια, αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ μόνο ποὺ ἀπασχολεῖ τοὺς παράγοντές της, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὸ ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἔμμεση ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων, ποὺ τὸ κατέστησε δυνατὸ μέσω τῶν ἀόριστα ὁρισμένων ἀρχῶν τῶν προοπτικῶν τῶν χριστιανικῶν διαλόγων, καὶ κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ εἰσάγει στὴν βαπτισματικὴ θεολογία), τότε εὐθέως γίνεται ἄρνηση τῆς πράξης τοῦ Φινεές (ποὺ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ πράξη του ἀντιστοιχεῖ στὴν ἀκύρωση καὶ διάλυση τοῦ γάμου, διαφορετικὰ στὸν ἀφορισμὸ τῶν παραβαινόντων, ἄν ὁ μὴ Ὀρθόδοξος-η δὲν μετανοιώσει καὶ βαπτιστεῖ). Προβάλλεται τότε οὐσιαστικὰ ἡ ἔνσταση: Δικαιολογεῖται νὰ πάθουν αὐτὸ, ἐπειδὴ ἁπλὰ θέλησαν νὰ συνάψουν γάμο; Δὲν εἶχαν δικαίωμα νὰ ζήσουν μαζὶ; Καὶ ὅμως τότε ὁ Θεὸς ἀναγνώρισε τὴν πράξη αὐτὴ καὶ δικαίωσε καὶ ἀντάμειψε τὸν Φινεὲς, ἐνῶ ἄφησε τὰ ὀνόματα τῶν δύο τιμωρηθέντων στὴν ἱστορία ὡς αἰώνια παραδείγματα πρὸς ἀποφυγὴ. Μήπως ἐμεῖς εἴμαστε πάνω ἀπὸ τὸν Θεὸ, ὥστε νὰ γνωρίζουμε καλύτερα ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐπιτρέπεται ἐδῶ νὰ ὑπάρχει οἰκονομία καὶ ὅτι δὲν χρειάζεται πλήρη ἀπαγόρευση; Ἄν εἶναι ἔτσι, ἐπειδὴ καὶ οἱ περισσότεροι νέοι τῆς ἐποχῆς μας συνάπτουν προγαμιαίες σχέσεις ἤ ἐπειδὴ πολλοὶ φτάνουν στὸ βαρύτατο ἁμάρτημα τῆς ἔκτρωσης, ἄς κάνουμε οἰκονομία καὶ ἄς ἀποδεχθοῦμε καὶ αὐτὰ. Δὲν μποροῦν ὅμως οἱ ἄνθρωποι, ἐάν θέλουν νὰ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀπαιτοῦν νὰ προσαρμόζουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες στὰ μέτρα τους γιὰ νὰ εἰσάγονται σὲ αὐτή μὲ τὸ πνεύμα τοῦ κόσμου ποὺ ἔχουν, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἀντίστροφα, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὀφείλουν νὰ ἀλλάζουν τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους, ὥστε νὰ τὸν προσαρμόσουν στὴν νέα προοπτικὴ ποὺ τοὺς παρέχει ἡ Ἐκκλησία, καὶ νὰ γίνουν φορεῖς τῆς χάρης της. Γι΄ αὐτὸ τὸ σκοπό ἔχουν γραφτεῖ οἱ ἱεροὶ κανόνες θεοφώτιστα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ὄχι ὡς κάτι ἐποχιακὸ καὶ πρόσκαιρο, ἀλλὰ διαχρονικὸ καὶ μόνιμο, ὅπου ἡ ὁδὸς γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸν τὸ σκοπὸ καὶ νὰ ἀποτελοῦμε γνήσια τέκνα της εἶναι νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν κόσμο πνευματικὰ καὶ νὰ ἀποταχθοῦμε τὸ κοσμικὸ πνεῦμα του. Γι΄ αὐτὸ ἄς θυμόμαστε τὰ Κυριακὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ βροντοφωνάζουν νὰ μᾶς ἀφυπνίσουν, ὥστε νὰ ζητοῦμε σταθερὰ τὰ τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ αὐτοὺς τοὺς χαλεποὺς καὶ πονηροὺς καιροὺς σήμερα: «Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ υἱοῦ Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως κατέπαυσε τὸν θυμόν μου ἀπὸ υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν τῷ ζηλῶσαί μου τὸν ζῆλον ἐν αὐτοῖς».

Μετάφραση τῶν Βιβλικῶν Χωρίων.

«Ὁ ἰσραηλιτικός λαός στρατοπέδευσε στήν περιοχή Σαττείν. Ἐκεῖ ὅμως μολύνθηκε, διότι κυλίστηκε στήν πορνεία μέ τίς θυγατέρες τῶν Μωαβιτῶν. «, Αρ. 25,1.

«Οἱ Μωαβίτες προσεκάλεσαν τούς Ἰσραηλίτες στίς θυσίες τῶν εἰδώλων τους. Καί οἱ Ἰσραηλίτες προσήλθαν καί ἔφαγαν ἀπό τίς θυσίες τίς εἰδωλολατρικές καί προσκύνησαν τά εἴδωλα τῶν Μωαβιτῶν. «, Αρ. 25,2.

«Ἔτσι δέ ὁ Ἰσραηλιτικός λαός ἔλαβε μέρος στίς εἰδωλολατρικές τελετές το Βεελφεγώρ. Ὁ Κύριος ὀργίστηκε καί ἐθύμωσε ἐναντίον τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιά τήν παρανομία αὐτήν. «, Αρ. 25,3.

«Εἶπε δέ πρός τόν Μωυσή· “πάρε ὅλους τούς παραστρατήσαντας αρχηγούς τοῦ λαοῦ καί ἐν πλήρη ἡμέρα τιμώρησέ τους παραδειγματικῶς ἐνώπιον ὅλων καί ἔτσι θά παύσει ἡ ὀργή μου ἀπό τόν ἰσραηλιτικό λαό”.», Αρ. 25,4.

«Εἰς τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ ὑπακούων ὁ Μωυσής εἶπε πρός τούς Ἰσραηλίτες· “ὁ καθένας σας νά φονεύσει τόν συγγενή του, ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στίς εἰδωλαλατρικές τελετές τοῦ Βεελφεγώρ”. Καί οἱ Ἰσραηλίτες ὑπήκουσαν. «, Αρ. 25,5.

«Ἀλλά αἴφνης ἕνας Ἰσραηλίτης ἐλθῶν ὁδήγησε τόν ἀδελφόν του πρός μία γυναίκα Μαδιανίτιν, γιά νά ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Μωυσέως καί ἐνώπιον ὅλου τοῦ πλήθους τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅταν αὐτοί συντετριμμένοι γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ ἔκλαιγαν πλησίον στήν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. «, Αρ. 25,6.

«Ὁ Φινεές, υἱός τοῦ Ἐλεάζαρ, υἱοῦ τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρών, ὅταν εἶδε τήν ἀναισχυντίαν αὐτήν, ἠγέρθηκε ἐκ μέσου τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, πήρε στό χέρι του λόγχην ἀκιδωτήν, «, Αρ. 25,7.

» εἰσήλθεν στήν σκηνήν πίσω ἀπό τόν Ἰσραηλίτην αὐτόν στόν κοιτώνα του, διεπέρασε μέ τήν λόγχην καί τούς δύο, τόν Ἰσραηλίτην καί τήν γυναίκα διά τῆς μήτρας της. Ἀμέσως δέ ἔπαυσεν ἡ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τιμωρία τῶν Ἰσραηλιτῶν.», Αρ. 25,8.

«Ὁ ἀριθμός ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι φονεύθηκαν κατά τήν πληγήν αὐτήν, ἔφθασε τίς εἴκοσι τέσσαρις χιλιάδες.», Αρ. 25,9.

«Μίλησε ὁ Κυριος πρός τόν Μωυσή καί εἶπε·», Αρ. 25,10.

“Ὁ Φινεές, ὁ υἱός τοῦ Ἐλεάζαρ, υἱοῦ τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρών, κατέπαυσε τόν θυμόν μου ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι μέ ζῆλον ἱερό καί ἀγανάκτησιν ἱερά φόνευσε τούς ἐνόχους καί ἔτσι δέν κατέστρεψα τούς Ἰσραηλίτες ἐπάνω στήν ἱεράν ἀγανάκτησίν μου. «, Αρ. 25,11.

«Γιά τήν θεάρεστον αὐτήν διαγωγήν του, εἶπα· ἰδού ἐγῶ ὁ Θεός συνάπτω μέ αὐτόν ἕνα συμβόλαιον ἰδιαιτέρας εἰρήνης. «, Αρ. 25,12.

«Ὑπόσχομαι νά δώσω σέ αὐτόν καί στούς ἀπογόνους του, ἔπειτα ἀπό αὐτόν, παντοτεινή τήν ἱερωσύνη, ἔνεκα τοῦ γεγονότος, ὅτι ἔδειξε ζῆλον ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ Θεοῦ του καί ἐξιλέωσε ἀπέναντί μου τούς Ἰσραηλίτες ἀπό τίς ἁμαρτίες τους.”, Αρ. 25,13.

«Τό δέ ὄνομα τοῦ Ἰσραηλίτου, ὁ ὁποῖος θανατώθηκε μαζί μέ τήν Μαδιανίτιδα ἤταν Ζαμβρί, παιδί του Σαλώ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄρχων ἀπό τήν φυλή του Συμεών. «, Αρ. 25,14.

«Τό δέ ὄνομα τῆς φονευθείσης γυναικός, τῆς Μαδιανίτιδος, ἦταν Χασβί. Αὐτή ἦταν θυγατέρα τοῦ Σούρ, τοῦ ἄρχοντος στό ἔθνος Ὀμμώθ, τό ὁποῖον ἦταν φυλή τῶν Μαδιανιτῶν. «, Αρ. 25,15.

«Μίλησεν ὁ Κύριος πρός τόν Μωυσή καί εἶπε· “μίλησε πρός τούς Ἰσραηλίτες καί εἶπε σέ αὐτούς. «, Αρ. 25,16.

«Νά θεωρεῖτε πάντοτε ἐχθρούς τούς Μαδιανίτες. Κτυπήσατέ τους», Αρ. 25,17.

«διότι εἶναι δόλιοι ἐχθροί σας, ὅπως φάνηκε ἐκ τῆς δολιότητος πού ἔδειξαν ἐναντίον σας στὴ Φογώρ καί διά τῆς Χασβί, τῆς θυγατρός τοῦ ἄρχοντος τῶν Μαδιανιτῶν, τῆς ἀδελφῆς τους, ἡ ὁποία φονεύθηκε κατά τήν ἡμέραν πού τιμωρούνταν οἱ Ἰσραηλίτες γιά τό ἀνοσιούργημα, τό ὁποῖον διέπραξαν στήν πόλιν Φογώρ. «, Αρ. 25,18.

«Ἐξήλθον αὐτοί καί πολέμησαν ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν, ὅπως εἶχε διατάξει ὁ Κύριος τόν Μωυσή, κατενίκησαν αὐτούς καί ἐξόντωσαν κάθε ἀρσενικόν αὐτῶν.», Αρ. 31,7.

«Πῆραν δέ ὡς αἰχμαλώτους τίς γυναίκες τῶν Μαδιανιτῶν, τά παιδιά τους «, Αρ. 31,9.

«Ὁ Μωυσής, ὅταν εἶδε καί γυναίκες Μαδιανίτας αἰχμαλώτους, ὀργίστηκε ἐναντίον τῶν χιλιάρχων καί τῶν ἑκατοντάρχων, οἱ ὁποῖοι ἐπανέρχονταν ἀπό τήν πολεμικήν αὐτήν ἐπιχείρηση, «, Αρ. 31,14.

«καί εἶπεν σέ αὐτούς· “διατί συνελάβατε αἰχμαλώτους καί τίς φέρατε ζωντανές ἐδῶ; «, Αρ. 31,15.

«Δέν ἔπρεπε αὐτές νά ζήσουν, διότι αὐτές ἦταν ἡ αἰτία, σύμφωνα μέ τήν συμβουλήν τοῦ Βαλαάμ, νά ἀποστατήσουν οἱ Ἰσραηλίτες ἀπό τόν Θεό, νά καταφρονήσουν τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, νά λατρεύσουν τό εἴδωλον Φογώρ, καί ἔτσι νά ἀποσταλεῖ ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου μεγάλη τιμωρία στόν ἰσραηλιτικό λαό. «, Αρ. 31,16.

«Τώρα λοιπόν φονεύσατε ὅλους γενικῶς τοὺς ἀρρένες καί κάθε γυναίκα, ἡ ὁποῖα ἔχει ἔλθει σέ συνάφειαν μέ ἄνδρα. «, Αρ. 31,17.

«Ὅλες δέ τίς ἄλλες γυναίκες, τίς παρθένους, αἱ ὁποῖαι δεν ἤλθον σέ συνάφειαν με ἄνδρα τινά, κρατήσατέ τις αιχμαλώτους. «, Αρ. 31,18.

Tags
Back to top button