Τα ξημερώματα της 18ης Απριλίου του 1906, ένας φοβερός σεισμός 7.7 ρίχτερ χτύπησε το Σαν Φρανσίσκο των Η.Π.Α. Ήταν μία απ’ τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές που σημειώθηκαν ποτέ. Πέθαναν εκατοντάδες, ακόμα περισσότεροι τραυματίστηκαν και ισοπεδώθηκε όλη η πόλη.
«Ο Θεός τον έστειλε, ο Θεός!» κραύγαζαν οι άνθρωποι, καθώς έτρεχαν στους δρόμους. Οι τοίχοι των κτιρίων κατέρρεαν και η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει με σκόνη και καπνό. Μεγαλύτερο πλήγμα ήταν οι φωτιές που ξέσπασαν μετά τον σεισμό, κράτησαν 3 μέρες και έκαψαν τα πάντα στο διάβα τους.
Έκαιγαν τα σπίτια τους για τα χρήματα της ασφάλειας
Πολλές απ’ τις πυρκαγιές προκλήθηκαν από τον σεισμό, αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη αιτία. Πίσω απ’ τη φοβερή καταστροφή, κρυβόταν η ανθρώπινη πονηριά.
Τα περισσότερα κτίρια της πόλης ήταν ασφαλισμένα σε περίπτωση φωτιάς, αλλά το πλάνο δεν κάλυπτε τις καταστροφές από σεισμό. Γι’ αυτό πολλοί έβαλαν επίτηδες φωτιά στο σπίτι τους, για να πάρουν τα χρήματα της ασφάλειας. Ο κόσμος ήταν τόσο απελπισμένος, που δεν προσπάθησε καν να κρύψει τις παράνομες ενέργειές του.
Σιωπηλοί συνεργάτες έγιναν και πολλοί πυροσβέστες, οι οποίοι αντιλήφθηκαν το δράμα των πληγέντων και άφηναν τις πυρκαγιές να εξαπλωθούν.
Υπολογίζεται, ότι σχεδόν το 90% των ζημιών, προκλήθηκαν από τις φωτιές.
Ένας γρήγορος θάνατος
Όταν έπιασε φωτιά το Ξενοδοχείο Γουίνσορ, τρεις άντρες είχαν εγκλωβιστεί στην ταράτσα. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να κατέβουν. Θα πέθαιναν μαρτυρικά μες στη φωτιά.
Τους είδε ένας αξιωματικός του στρατού και διέταξε τους άνδρες του να τους πυροβολήσουν. Οι άντρες στην ταράτσα στάθηκαν ακίνητοι, για να μπορέσουν οι στρατιώτες να σημαδέψουν. Τον θάνατό τους παρακολούθησαν 5.000 άνθρωποι, που είχαν βγει στους δρόμους για να σωθούν.
Ο Αδόλφος Μπους, που βίωσε τον σεισμό του 1906, περιέγραψε μία άλλη τραγική σκηνή:
«Ένας άντρας ήταν εγκλωβισμένος μέσα σε ένα φλεγόμενο κτίριο. Είχαν πέσει ντουβάρια πάνω στα πόδια του και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Όταν η φωτιά άρχισε να χαϊδεύει το σώμα του, εκείνος ούρλιαξε και ικέτευε τον κόσμο να τον σκοτώσει.Τον άκουσε ένας αστυνομικός. Ζήτησε να του πει το όνομα και τη διεύθυνσή του και μετά τον πυροβόλησε στο κεφάλι».