Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου
Δρ. Φυσικοῦ, πτ. ΕΚΠΑ Κ.Θεολογίας
Ἡ θεωρία περὶ σωματικοῦ – βιολογικοῦ (φυσικοῦ) καὶ κοινωνικοῦ φύλου, τὴν ὁποῖα χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ τῶν ἄλλων ὑποκατάστατων τῆς φυσικῆς ἀνθρώπινης σεξουαλικῆς συμπεριφορᾶς, ἀποδείχθηκε ἐξ᾿ ἀρχῆς λανθασμένη καθῶς τὸ σχετικὸ πείραμα ποῦ ἔγινε ἀπὸ τὸν Τζον Μάνεϊ, νεοζηλανδό γιατρό ειδικευμένο στον ερμαφροδιτισμό, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιδίωξε να αποδείξει ότι το βιολογικό φύλο είναι μια απάτη, μια αυθαιρεσία από την οποία θα μας απαλλάξει ἡ εκπαίδευση, ἀπέτυχε παντελῶς. Κατὰ τὸ πείραμα τὰ δύο δίδυμα αγοράκια ποὺ μελέτησε, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα τὸ ἀνέθρεψαν οἱ γονεῖς του ὡς κανονικὸ κορίτσι, μετὰ ἀπὸ ὑπόδειξη τοῦ ἴδιου γιατροῦ, λόγω σοβαρῆς βλάβης στὸ γεννητικό του ὄργανο ποὺ προήλθε ἀπὸ ἰατρικὸ ἀτύχημα, ὅταν μεγάλωσαν, ἡ πραγματικὴ φύση τοῦ ἀγοριοῦ, ποὺ τὸ εἶχαν διδάξει ὅτι ἤταν κορίτσι, ἀποκάλυψε κατὰ τὶς μεταβολὲς τῆς ἐφηβείας τὴν ἀλήθεια στὰ ἀγόρια καὶ οἱ γονεῖς ἀναγκαστικὰ τοὺς ὁμολόγησαν τὶ ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ. Τότε τὸ ἀγόρι ποὺ εἶχε ὑποστεῖ τὴν ἀφύσικη ἀνατροφὴ θέλησε νὰ ζήσει ὅπως ἡ φύση εἶχε ἐπιλέξει, καὶ μάλιστα παντρεύτηκε καὶ ἀπέκτησε σύζυγο, ὡστόσο δὲν μπόρεσε νὰ ἰσορροπήσει ψυχολογικά, σταθεροποιώντας τὶς ἔντονες ταυτοτικὲς ψυχικὲς μεταπτώσεις ποὺ τοῦ εἶχε προκαλέσει ἡ ἀντιμετώπισή του ὡς κορίτσι κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία, ἀγνοῶντας τὴν ἀληθινὴ φύση του, τὸ φύλο μὲ τὸ ὁποῖο γεννήθηκε, τὸ φυσικό φύλο του, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ στὸν ἀδελφό του, καὶ τελικὰ πρώτα ὁ ἀδελφός του καὶ μετὰ ὁ ἴδιος ὁδηγήθηκαν στὴν αὐτοκτονία. Τὸ πείραμα ἔτσι ἀπέδειξε τὴν τραγικὴ κατάληξη που μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ὁ διαχωρισμὸς τοῦ βιολογικοῦ (φυσικοῦ) καὶ κοινωνικοῦ φύλου στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ τὸ ὁμολογήσει ὁ ἐμπνευστής του καὶ οἱ συνεργάτες του, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν νὰ ὑποστηρίζουν τὴν δήθεν ὀρθότητα τῶν σχετικῶν θεωριῶν τους, καὶ σὲ ὅσους τοὺς κατηγοροῦσαν γιὰ ἀπάτη μετὰ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πειράματός, τοὺς ἀποκαλοῦσαν συνωμότες ἐναντίων τους ποὺ πιστεύουν ὅτι «η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα έχουν γενετική προέλευση».
Ἡ δήθεν ἀλλαγὴ φύλου μὲ τὴν χρήση τῶν δυνατοτήτων τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ μία ἐξωτερικὴ σωματικὴ παραμόρφωση, ἐνῶ σὲ γενετικὸ ἐπίπεδο ἡ σωματικὴ δομὴ παραμένει ἐντελῶς ἡ ἴδια καὶ μία ἀπὸ τὶς δύο δυνατές (ΧΥ χρωμοσώματα γιὰ τὸν ἄνδρα στὸ 23 ζεύγος χρωμοσωμάτων, ΧΧ χρωμοσώματα γιὰ τὴν γυναίκα). Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ περίπτωση τῆς ἐξαιρετικὰ σπάνιας σχετικῆς γενετικῆς ἀνωμαλίας (μὲ τρισωμία ΧΧΥ), ποὺ ὁδηγεῖ σὲ διάφορες ἐξωτερικὲς ἀλλοιώσεις καὶ δυσμορφίες τοῦ φύλου, τὸ ὁποῖο ὅμως παραταῦτα ἀνήκει συγκεκριμένα σὲ γυναίκα. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅντως ἡ ἰατρικὴ θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει πραγματικὴ βοήθεια στὸν φέροντα τὸν γονότυπο αὐτὸ ἄν τὸ ζητοῦσε, διορθώνοντας τὶς ἐξωτερικὲς ἀτέλειες, ὥστε νὰ ἐναρμονιστεῖ ἡ σωματικὴ ἐμφάνιση καὶ λειτουργία μὲ τὸ ἀντίστοιχο τοῦ γονότυπου συγκεκριμένο φύλο (ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπὸ τὴν περίπτωση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπέμβει ἡ ἰατρικὴ χωρὶς νὰ ὑπάρχει γενετικὴ ἀνωμαλία, ὅπου τότε διαφοροποιεῖται ἡ σωματικὴ ἐμφάνιση ἀπὸ τὸ φύλο ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ γονότυπο, ἐνῶ πρὶν ἤταν μεταξύ τους σὲ ἀρμονία.).
Ἐπειδὴ ἡ ψυχολογία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄμεσα ἐναρμονισμένη μὲ τὴν σωματική του ὑπόσταση, ἡ ὁποῖα ἀρχὴ καὶ θεμέλιό της ἔχει τὸ γενετικὸ ὑλικό, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσει κάποιος νὰ διαφοροποιήσει τὴν ψυχολογία του κατὰ βούληση στὸ πεδίο τοῦ φύλου ἀπὸ αὐτὴν ἡ ὁποία εἶναι σὲ σύμφωνία μὲ τὶς φυσικές του προδιαγραφές, καὶ σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο νὰ ἀναπτύσσει συμπεριφορὲς ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὸ πραγματικό του φύλο καὶ εἶναι ἀσύμβατες μὲ αὐτὸ (σὲ μιὰ κοινωνιολογικὴ προσέγγιση στηριγμένη σὲ βουλησιοκρατικὲς ἀρχὲς), τὸ μόνο ποὺ καταφέρνει ἔτσι εἶναι νὰ ὁδηγεῖται σὲ ἐσωτερικὴ ταυτοτικὴ σύγγρουση, καθῶς τὸ φύλο ποὺ ζητάει, τὸ φύλο τῆς βούλησής του (κοινωνικὸ φύλο), δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ πραγματικό σωματικό του φύλο (βιολογικό φύλο), ποὺ εἶναι τὸ φυσικό του καὶ βάση αὐτοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ τοποθετηθεῖ καὶ κοινωνικά (ἐννοῶντας νὰ τοποθετηθεῖ ὡς πρὸς τὸν ρόλο του ἀνθρώπου, καὶ ὄχι ὡς πρὸς τὴν ἀξία, ἡ ὁποῖα δὲν διαφέρει καὶ γιὰ τὰ δύο φύλα).
Ἡ παραδοσιακὴ οἰκογένεια, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ μέσω αὐτῆς νὰ διαιωνίζει τὸ εἶδος του καὶ νὰ ζωοποιεῖ καὶ ἐνισχύει τὴν κοινωνία, παρέχοντάς της ὑγιὴ καὶ ἐνεργὰ μέλη, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργηθεῖ ἄν οἱ ρόλοι τῶν φύλων διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς καὶ ἐκφυλίζονται, χωρίς νὰ ἀνταποκρίνονται στὶς σωματικὲς φυσικὲς προδιαγραφὲς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ ἐνδεχόμενη υἱοθέτηση διάφορων τεχνητῶν ὑποκατάστατων ἀντὶ αὐτῆς, θὰ ἔχει τότε καταλυτικὰ ἀποτελέσματα, τόσο στὸν ψυχισμό τῶν παιδιῶν ποὺ υἱοθετοῦνται χωρίς τοὺς δύο φυσικούς γονείς τους, πατέρα καὶ μητέρα, ὅσο καὶ στὴν κοινωνία ὁλόκληρη, ἡ ὁποία χωρὶς τὰ κύτταρά της ποὺ εἶναι ἡ παραδοσιακὴ οἰκογένεια, καὶ τὶς ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀξίες ποὺ καλλιεργοῦνται μέσα σὲ αὐτὴ, μπορεῖ νὰ καταρρεύσει σὰν κτίριο ποὺ οἱ πέτρες του θρυμματίστηκαν καὶ τὰ ξύλα του σάπισαν.
Οἱ μὴ φυσικὲς σεξουαλικὲς σχέσεις αὐξάνουν τὸν κίνδυνο τοῦ AIDS καὶ ἄλλων σεξουαλικὰ διαδιδόμενων νοσημάτων, πράγμα φυσικά ἀναμενόμενο καθῶς ὡς γνωστὸ «ἡ φύση ἐκδικεῖται» ὅταν τὴν παραβιάζουν καὶ τότε λειτουργοῦν πνευματικοὶ νόμοι ὑπὲρ τῆς διατήρησης τῆς τάξης. Ἐπίσης ὑπάρχουν ἐνδείξεις, παρόλο ποὺ δὲν ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ ἡ αἰτία προέλευσής τους πράγμα πολὺ δύσκολο ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅτι καὶ πολλά ἄλλα ψυχοσωματικὰ προβλήματα ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ταλαιπωροῦν τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ νὰ μὴν συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν σεξουαλικὲς σχέσεις, ὅμως προκαλοῦνται πιθανὸν ἀπὸ τὴν ἄκρατη καὶ ἀσύνετη σεξουαλικὴ συμπεριφορά, καὶ ἰδίως τὴν παρὰ τὴν φύση. Γενικῶς βέβαια ἐμπαθεῖς καὶ ὑπερβολικὲς συμπεριφορὲς ποὺ ξεφεύγουν ἐκτὸς κάποιων ὁρίων μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ ψυχοσωματικὰ προβλήματα, καὶ ἔτσι ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν σεξουαλικὴ συμπεριφορά, καὶ μάλιστα πρώτα καὶ κύρια θὰ λέγαμε γι᾿ αὐτὴ ἐπειδὴ ἑνώνει δύο ἀνθρώπους, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὅταν αὐτὴ βγαίνει ἐκτὸς τῶν ὁρίων τοῦ κατὰ φύσιν.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ ὅρια στὴν ζωή του, ὥστε νὰ τὸν συγκρατοῦν καὶ νὰ μὴν παύει νὰ παραμένει ἄνθρωπος, ὅντας πραγματικὰ κοινωνικὸς καὶ ἀνθρώπινος, χωρὶς νὰ γίνεται ἔρμαιο τῶν παθῶν, τῆς φιληδονίας καὶ φιλαυτίας του, φυλακισμένος στὸ ἐγώ του, ζώντας σὰν ἄλογο ζώο ποὺ δεν ἐλέγχει τὴν ζωή του μὲ τὸ λογικό ποὺ ἔχει ὡς αὐτεξούσιο ὅν. Καὶ ἄν δέον εἶναι νὰ ἀποφεύγει ἄλλους τρόπους ἀνταπόκρισης στὸ κάλεσμα τοῦ φυσικοῦ ἐνστίκτου πέρα ἀπὸ τὴν μόνιμη ἔγγαμη σχέση, πόσο μάλλον θὰ πρέπει νὰ διαφυλαχθεῖ ἀπὸ λύσεις ποὺ ἀντίκεινται στὴν φύση καὶ παραβιάζουν τὰ φυσικὰ ὅρια. Ἄν οἱ ἠθικὲς ἀρχές χαλαρώνουν, τότε ἀκόμα καὶ τὰ φυσικὰ ὅρια μποροῦν νὰ παραβιαστοῦν, καὶ τότε μιὰ παρεκτροπὴ μπορεῖ πολὺ εὐκολότερα νὰ ὁδηγήσει σὲ μεγαλύτερη, ὅπως ἡ ὁμοφυλοφιλία νὰ φέρει τὴν παιδεραστία, ἤ παραπέρα τὴν ζωοφιλία, μὲ ἀποτέλεσμα ἀναπόφευκτα πιὰ στὸ τέλος νὰ ἀποκαλύπτεται ὁλοφάνερα ἡ ἀπώλεια νοήματος καὶ τὸ κενὸ τῆς ζωῆς ποὺ ἐπιφέρει αὐτὴ ἡ βουτιὰ μέσα στὴ παράλογη ἄβυσσο τοῦ παρὰ τὴν φύση. Γι΄ αὐτὸ πολὺ πλούσιες χώρες, ὅπως ἡ Νορβηγία καὶ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς χώρες τοῦ Βορρά, ὅπου οἱ ἠθικὲς ἀξίες χαλαρώνουν ὑπερβολικὰ καὶ τὰ ὅρια γίνονται δυσδιάκριτα καὶ ἀρχίζουν νὰ μὴν λαμβάνονται ὑπόψιν, τὸ παραφύσιν καταντάει νὰ λογαριάζεται ὡς κατὰ φύσιν, ὁπότε τὸ κατοχυρώνουν ἀκόμα καὶ οἱ νόμοι τοῦ κράτους, μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τραγικότερα ἀποτέλεσμα τὴν αὔξηση τῶν αὐτοκτονιῶν λόγω τῆς ἀπώλειας τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐπακόλουθης ἀπελπισίας, στὴν ὁποῖα ὁδηγεῖ αὐτὴ ἡ ἐκτὸς φύσης παρεκτροπή καὶ διολίσθηση τῆς παραλογίας.
Ἀσύλληπτη σοφία κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου μὲ δύο διαφορετικὰ φύλα. Ἔχοντας ἀπὸ τὴν φύση του ἕνα ἀπὸ τὰ δύο φύλα ὁ ἄνθρωπος, αἰσθάνεται τὴν φυσικῶς ἀνυπέρβλητη ἀνάγκη νὰ ἀναπτύξει σχέση ἀγάπης, ὄχι μόνο συναισθηματικῆς καὶ πνευματικῆς διὰ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ σωματικῆς, ἀγάπης ἐντὸς τοῦ σώματος μὲ κάποιον ἄλλο διαφορετικοῦ φύλου, ὥστε νὰ ἀποκτήσει γνώση ἐμπειρικὰ αὐτοῦ ποὺ δὲν γνωρίζει, ἐπειδὴ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ ὅτι ἔχει ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν γέννησή του. Αὐτὸ τὸν ὁδηγεῖ σὲ συνάντηση μὲ τὸ ἄλλον τοῦ ἄλλου φύλου, ὥστε νὰ μπορέσει ἔτσι σὲ αὐτὸν νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει καὶ βιώνει ἔντονη τὴν ἔλλειψή του, καὶ νὰ καταφέρει νὰ αἰσθανθεῖ ὁλοκληρωμένος. Αὐτὸ συμβαῖνει μέσα στὸν γάμο, ὅπου καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἐν σώματι σχέση, ἀλληλοσυμπλήρωση καὶ ἑνότητα οἱ νέοι ἄνθρωποι ἔρχονται στὸν κόσμο, ἀποκτοῦν ζωὴ καὶ γεννιοῦνται τὰ παιδιά. Ἔξω ἀπὸ ἕνα τέτοιο πλαίσιο ἡ σεξουαλικὴ σχέση δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀποτελεῖ ἔκφραση μιὰς ἐπιφανειακότερης ἀγάπης μὴ ἔχοντας μόνιμο χαρακτήρα, ὅπου ἡ ἠδονὴ καὶ ἡ ἐγωιστικὴ ἱκανοποίηση μπορεῖ νὰ καταλήξει αὐτοσκοπὸς, καὶ ἡ σεξουαλικὴ σχέση νὰ καταντήσει ἐργαλείο της, ἐνῶ ὁ σύντροφος νὰ θεωρεῖται ὡς ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης, πραγματικότητα ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι καλὰ ἐπικαλυμμένη μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς ἀγάπης.
Πολὺ περισσότερο, ἄν ἡ φυσικὴ σεξουαλικὴ σχέση μεταξὺ δύο ἀνθρώπων τῶν δύο φύλων ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ μία ἄλλη διαφορετικὴ, ποὺ δὲν λαμβάνει ὑπόψιν τὴν φυσικὴ σωματικὴ πραγματικότητα τῶν δύο φύλων καὶ ἐπομένως εἶναι ξένη στὴν φύση, μὴ προερχόμενη ἀπὸ αὐτὴν, ἀφύσικη καὶ παραφύσιν, σὲ μιὰ τέτοια σχέση ἡ ἀγάπη, ἐκτὸς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὶς προοπτικὲς ποὺ ἀναφέραμε τῆς ἀγάπης μέσα σὲ μιὰ μόνιμη φυσικὴ ἔγγαμη σχέση, καὶ ἐπομένως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οὐσιαστικότερη καὶ ἔτσι τελειότερη, δὲν εἶναι ἐπίσης κὰν φυσική. Ζητάει νὰ γνωρίσει, ἀντὶ κάποιον τοῦ ἄλλου φύλου ποὺ ὑπάρχει στὴν φύση καὶ ποὺ ἔχει ὅτι τοῦ ἴδιου τοῦ λείπει, κάποιον τοῦ ἴδιου φύλου ἤ ὁποιονδήποτε ποὺ ἔχει ἀλλοιώσει τὰ γνωρίσματα τοῦ φύλου του μὲ τὸν ἕνα ἤ ἄλλο τρόπο προσδίδοντάς του ἕνα χαρακτήρα ὅπου δὲν ξεχωρίζει τὸ ἕνα φύλο ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὅπου σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση ἡ σχέση του μὲ τὸν ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει πραγματικὰ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση καὶ ὁλοκλήρωση μὲ ἀλληλοσυμπλήρωση, ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του ἔχει ἀνάγκη. Γιατὶ ἄν ὁ ἄνδρας θέλει νὰ παίξει τὸν ρόλο τῆς γυναίκας, τότε ἔτσι οὔτε τὸ γυναικείο φύλο γνωρίζει στὴν πραγματικότητα, ἀφοῦ δὲν εἶναι γυναίκα, ἀλλὰ ἄντρας, οὔτε καὶ γνωρίζει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο τοῦ ἴδιου φύλου μὲ αὐτὸν, ἀφοῦ τὴν γνώση τοῦ φύλου του τὴν ἔχει αφ᾿ ἑαυτού του. Τὸ ἀνάλογο συμβαίνει καὶ γιὰ τὴν γυναίκα ποὺ θέλει νὰ παίξει τὸν ρόλο τοῦ ἄνδρα. Γιατὶ κατὰ τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου νὰ γεννιέται μὲ ἕνα ἀπὸ δύο φύλα ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τῶν δύο φύλων καὶ ἡ ὁλοκλήρωση μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο ὅταν εἶναι πραγματικὰ παρόντα μέσα στὸ ζεύγος καὶ τὰ δύο φύλα, ἔχουμε δηλαδὴ ζεύγος ἀνδρόγυνο.
Κάθε τὶ ποὺ ἔχει φτιαχτεί χρησιμοποιεῖται μὲ συγκεκριμένο τρόπο πρὸς συγκεκριμένο σκοπὸ. Παράδειγμα ἄς πάρουμε ἀπὸ τὴν τεχνολογία, μιὰς καὶ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος τὴν ἔχει κάνει ἀναπόσπαστο μέρος στὴν ζωή του καὶ ὅλοι ἔχουν ἐμπειρία χρήσης της. Τὸ ὁποιοδήποτε ἠλεκτρικό κύκλωμα κλείνει καὶ λειτουργεῖ ὁ καταναλωτής (ἡ συσκευὴ ποὺ ἔχουμε συνδέσει σὲ αὐτὸ), ὅπως ἀνάβει ἕνας λαμπτήρας, μὲ τὴν χρήση διακοπτῶν καὶ βυσμάτων – πριζῶν, ὅπου ἕνα βύσμα ταιριάζει πάντα μὲ μιὰ πρίζα. Ἄν προσπαθήσουμε νὰ ταιριάξουμε βύσματα ἤ πρίζες μεταξύ τους, τότε ἤ στὸ σκοτάδι θὰ μείνουμε ἤ θὰ προκαλέσουμε βραχυκύκλωμα μὲ βλάβες, ἄν δὲν καταλήξουμε μὲ ἐγκαύματα ἀπὸ ἠλεκτροπληξία στὸ νοσοκομείο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ὅταν χρησιμοποιοῦμε ὁτιδήποτε μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἤ σκοπὸ ἀπὸ αὐτὸ τὸ τρόπο χρήσης καὶ τὸ σκοπὸ γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι φτιαγμένο καὶ προορίζεται. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σώμα καὶ τὰ ὄργανά του.
Τὸ φύλο, τόσο τὸ ἕνα, ὅσο καὶ τὸ ἄλλο, εἶναι ἕνα δώρο τῆς φύσης πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ὅταν ὁλοπρόθυμα τὸ ἀποδέχεται καὶ ἀξιοποιεῖ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματά του ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία, ὅπως καὶ ἀργότερα, καὶ μάλιστα μέσα στὴν ἔγγαμη ζωὴ, τότε αὐτὸ γίνεται μέσο πραγματικῆς χαρὰς καὶ τιμῆς γι᾿ αὐτὸν. Μιὰς χαρὰς ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προέλθει ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ τῆς φυσικῆς πραγματικότητας, ἀπὸ μιὰ προσποιητὴ πραγματικότητα.
Παραλλήλως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ φυσικὰ δεδομένο φύλο του δὲν τὸ δέχεται καὶ ψάχνει νὰ βρεῖ τελικὰ ποιὸ εἶναι τὸ φύλο του, φανερώνει ἄνθρωπο αἰχμαλωτισμένο καὶ ριζωμένο σὲ κάθε τι σχετικοποιημένο, ἐνδοκόσμιο καὶ πρόσκαιρο, εἴτε αὐτὸ διαθέτει παχυλὴ ὑλικὴ παρουσία, εἶτε ἀποτελεῖ κούφιο ἰδεολόγημα, γέννημα τῆς διανοίας, πλήρη φαντασιῶν καὶ φαντασμάτων. Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἀναζητεῖ κάτι περισσότερο καὶ γνησιότερο, κάτι οὐσιαστικότερο καὶ μονιμότερο, κάτι πραγματικὰ ἀνώτερο καὶ ἀληθινὰ πνευματικότερο. Κάτι ποὺ θὰ ἔχει μέσα στὸ χρόνο καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸν πραγματικὴ καὶ ἀμετάβλητη ἀξία, ἰκανὸ νὰ νοηματοδοτήσει τὴν ζωή του, νὰ τὸν πληρώσει μὲ ἀναφαίρετη χαρὰ καὶ νὰ τὸν καταστήσει πραγματικὰ ἐλεύθερο. Τὸ ὁποῖο αὐτὸ δὲν θὰ τὸ βρεῖ οὔτε στὴν καλοθρεμμένη σάρκα του, οὔτε στὴν φαντασμένη διάνοιά του.
Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει τὸν ἄλλο ὅτι εἶναι ἕνα στερεότυπο τὸ φύλο του καὶ πρέπει νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ ἀποφασίσει νὰ εἶναι ὅποιο φύλο θέλει, ὅτι εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέξει ὅτι τοῦ ἀρέσει, μαθαίνοντάς του καὶ τὶς νέες ἐπιλογὲς ποὺ ἔχει παρουσιάζοντας του καὶ ἄλλα φύλα ἐκτὸς τῶν δύο φυσικῶν, αὐτὸς, ἄν δὲν τὰ πιστεύει αὐτὰ ποὺ διδάσκει ὁ ἴδιος, μοιάζει ἀκριβῶς μὲ διδάσκαλο ποὺ μαθαίνει τοὺς ἄλλους νὰ ἀποφασίζουν ἄν θέλουν νὰ ζήσουν ἤ ὄχι, καὶ ἄν θελήσουν νὰ ἀποφασίσουν ὄχι, τοὺς διδάσκει τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους μποροῦν νὰ αὐτοκτονήσουν. Ἄν πάλι τὰ πιστεύει καὶ τὰ ἐφαρμόζει, μοιάζει μὲ δάσκαλο ποὺ διδάσκει στοὺς ἄλλους τοὺς τρόπους νὰ ἀρρωστήσουν τὴν ἀρρώστια ποὺ ἔχει καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὴν κόλλησε μὲ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρόπους, παρουσιάζοντάς την σὲ αὐτοὺς ὡς μιὰ ὑγειὴ καὶ φυσικὴ κατάσταση, τὴν ὁποῖα τὴν θεωροῦσαν ἀρρώστια στὴν παλιὰ ἐποχὴ τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς καταπίεσης, ἐνῶ στὴν σημερινὴ νέα ἐποχὴ τῆς γνώσης, ποὺ ἄλλαξαν οἱ καιροὶ καὶ ἔχουμε πιὰ ἀπελευθερωθεῖ, ὄχι μόνο δὲν βλέπουμε πιὰ τὴν ἀρρώστια ὡς ἀρρώστια, ἀλλὰ καὶ ὡς ὁδὸ πρὸς τὴν εὐτυχία. Διδάσκει λοιπόν αὐτὸς, ἄς ἀκολουθήσουμε τὸ ρεύμα καὶ τὴν μόδα, καὶ ἄν ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ κολλήσουμε τὴν ἀρρώστια, τουλάχιστον μὴν ζητάμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅπως τὸν ἴδιο, νὰ γίνουν καλά.
Ἄν κάποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ εἰλικρινά, δὲν ἔχουν γι᾿ αὐτὸν κανένα νόημα διλλήματα περὶ ἐπιλογῆς φύλου. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μετὰ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ὅπως περιγράφεται στὸ πρῶτο κεφάλαιο (“ὁ Θεὸς…ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς”, Γεν. 1,27), στὴν συνέχεια ἡ ἀνήθικη καὶ παρὰ τὴν φύση χρήση τοῦ σώματος (“καὶ ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα; ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς.”, Γεν. 19, 5) ὁδήγησε στὴν γνωστὴ καταστροφὴ τῶν ἀμετανόητων Σοδόμων καὶ Γομόρρων μὲ τὸ πλέον ὀλέθριο καὶ φοβερὸ τρόπο (“καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς.”, Γεν. 19, 24-25), ὥστε νὰ παραδειγματίζει τὸ τέλος τους τὶς ἐπόμενες γενεές. Στὴν Καινὴ Διαθήκη πάλι ὁ θεοφόρος Ἀπόστολος Παύλος ἐξηγεῖ ὅτι μαζί μὲ τὴν πορνεία, τὴν μοιχεῖα καὶ ἄλλες παραβάσεις τοῦ θεῖου νόμου, παράνομες πράξεις, ἀνήθικες καὶ ἁμαρτωλές, συγκαταλέγεται καὶ ἡ ὁμοφυλοφιλία, καὶ ἄν δὲν ὑπάρξει μετάνοια ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια (“δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, πόρνοις, ἀρσενοκοίταις,…”, Α’ Τιμ. 1,9-10, καὶ “μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοὶ, οὔτε μαλακοὶ, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε πλεονέκται, οὔτε κλέπται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. ”, Α’ Κορ. 6, 9-10, ἐνῶ καὶ στὸ Ρωμ. 1, 26-27, ἀναφέρεται στὴν ὁμοφυλοφιλία χαρακτηρίζοντάς την μὲ τὶς ἐκφράσεις “πάθη ἀτιμίας”, “παρὰ φύσιν”, “ἀσχημοσύνην” καὶ “πλάνης”).
Περὶ ἐκείνων ποὺ ἤδη ἔχουν βρεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν φυσικὴ πραγματικότητα του φύλου τους.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν παρασυρθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας (διευκρινίζεται ἐδῶ ὅτι δὲν συγκαταλέγονται σὲ αὐτοὺς ὅσοι ἔχουν νιώσει ὁμοφυλοφιλικὲς ἔξεις, ἀλλὰ αὐτὲς δὲν κατάφεραν νὰ τοὺς παρασύρουν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν νὰ τὴν κάνουν πράξη), τὸ ἔχουν κάνει, εἴτε ἐπειδὴ ἄλλοι κάποτε παρὰ τὴν θέλησή τους τοὺς κακοποίησαν, ἤ ἐπειδὴ τοὺς ἀποπλάνησαν χωρὶς νὰ τοὺς δώσουν περιθώριο νὰ σκεφτοῦν καὶ νὰ ἐπιλέξουν, ἤ ἐπειδὴ τοὺς πίεσαν καὶ ὑπέκυψαν νὰ τὸ δεχθοῦν μὲ τὸ μὴ ὑπεύθυνο ἀνώριμο μυαλὸ τους σὲ νεανικὴ ἡλικία, ὁπότε τοὺς ἀποπροσανατόλισαν, εἴτε κάποιος θέλησε καὶ ἐπέλεξε ἐνεργήσει ὁμοφυλοφιλικά, ὅντας γιὰ κάποιο λόγο ἐπιρρεπὴς καὶ ἔχοντας κάποια ἀδυναμία (ἕνας τέτοιος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο κάποιος μπορεῖ νὰ ἔχει ἀδυναμία καὶ νὰ εἶναι ἐπιρρεπὴς εἶναι ὁ πιθανὸς ἀποπροσανατολισμὸς, ὅπως αὐτὸς τῶν παραπάνω περιπτώσεων, ἀλλὰ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας καὶ αὐτὸς μέσα στὴν παιδεῖα ἀπὸ τὴν κυβέρνηση καὶ ὅποιους ἐκπαιδευτικοὺς συγκατατίθονται καὶ ὑλοποιοῦν τὶς σχετικὲς ἀποφάσεις της, ὅπως αὐτὴ τῆς θεματικῆς ἑβδομάδας «περὶ ἐμφύλων ταυτοτήτων καὶ ἀποδόμησης ἐμφύλων στερεοτύπων»). Ὁποιοσδήποτε ὅμως, εἴτε σὲ ἄλλες περιπτώσεις μπορεῖ νὰ εἶναι εὐκολότερο, πιὸ πιθανό αὐτό, εἶτε σὲ ἄλλες περιπτώσεις μπορεῖ νὰ εἶναι δυσκολότερο, λιγότερο πιθανό, μπορεῖ νὰ ἔρθει σὲ ἐπίγνωση τῆς παρεκτροπῆς καὶ τοῦ παραλογισμοῦ σὲ αὐτὴν τὴν παραφύση κατάσταση, ὅσο καὶ ἄν ἔχει παγιδευτεῖ σὲ αὐτή ὡς ἐκείνη τὴν στιγμή, καὶ νὰ θελήσει ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος καὶ νὰ ἐπαναβρεῖ τὴν φυσική ὁδό ζωῆς. Τότε μπορεῖ νὰ συναντά τεράστια δυσκολία γιὰ νὰ καταφέρει κάτι τέτοιο ἐρχόμενος ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἀνυποχώρητη ροπὴ τοῦ πάθους, ποὺ ἀπαιτεῖ νὰ συνεχίσει νὰ τὸν κρατά δέσμιό του. Ὡστόσο αὐτὸ ποὺ τοῦ συμβαίνει δὲν εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ ὅτι συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ὅταν κάποιος ἔχει παρασυρθεῖ ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα πάθη, ὅπως γιὰ παράδειγμα πορνεία. Ἐδῶ ἰσχύει ὁ ἁγιογραφικὸς λόγος “Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι” (Α’ Τιμ. 1,15), ποὺ σημαῖνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἔχοντας ἔρθει γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς στὸν κόσμο, καὶ γιὰ νὰ μᾶς σώσει σταυρώθηκε ποὺ εἶχε ὡς ἐπόμενο καὶ νὰ ἀναστηθεῖ, καὶ μὲ τὴν στροφὴ τοῦ καθένα μας πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Σταυρό Του ἡ σωτηρία του μπορεῖ νὰ γίνει καὶ γι’ αὐτὸν πραγματικότητα. Αὐτὴ ἡ στροφὴ σημαῖνει μετάνοια καὶ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, μετέχοντας στὰ μυστήριά Της, μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν χάρη τῶν ὁποίων καὶ τὴν προσωπική προσπάθεια καὶ ἀγώνα, νικᾶται τὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὅπως καὶ κάθε ἄλλο.
Ἐπίλογος.
Κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, καὶ μόνο ἐν Χριστῶ μπορεῖ νὰ ἀναπτύσσει μιὰ συνεχῶς τελειότερη σχέση πραγματικῆς ἀγάπης μὲ τὸν πλησίον. Μέσα στὴν ἔγγαμη σχέση ἀγάπης, ἡ ὁποία συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀλληλοσυμπλήρωση τὴν ὁποῖα καθιστὰ δυνατὴ ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῶν δύο φύλων, ποὺ χάρη σὲ αὐτὴν ὁ ἕνας νιώθει ὁλοκληρωμένος μέσω τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν ἄλλο, ὁ σκοπὸς εἶναι καὶ οἱ δυό τους, καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, ὁ κάθε ἕνας στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου ποὺ συναντά, νὰ ἔρθει σὲ συνάντηση τελικὰ καὶ μὲ Ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει πλάσει καὶ τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, τὸν σύντροφό του μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ἑνωμένος μαζί του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο, καὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ἔρθουν μαζὶ, ὅπως καὶ τοὺς ἕνωσε τελικὰ μαζί. Ἔτσι ἡ ἀγάπη τους ἐντὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποκτὰ μιὰ καινούργια προοπτικὴ, μὲ τὴν ὁποία αὐτὴ ὑπάρχει ὡς μέρος τῆς ἀγάπης μεταξὺ Κτίστου καὶ πλάσματος, ἡ ὁποία εἶναι ἀνεξάντλητη, ἄπειρη καὶ αἰώνια, καὶ τὴν ὁποῖα βιώνουν ἄνευ σημασίας πιὰ ἅν τὸ ζοῦν καθένας ξεχωριστὰ ἤ ὡς ζεύγος ἑνωμένοι μαζὶ. Ἡ φύση λοιπὸν ὁδηγεῖ στὸ ὑπερ τὴν φύση, ἐνῶ τὸ παρὰ τὴν φύση ἐγλωβίζει στὴν ἐνδοκοσμικὴ σφαίρα τῆς ὕλης καὶ τῆς φαντασίας, τοῦ πρόσκαιρου καὶ τῆς φθοράς. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναγνωρίζουμε τὸν ρόλο τῆς φύσης ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δημιουργό της καὶ νὰ τὴν σεβόμαστε, γιατὶ ἔτσι δείχνουμε τὸν σεβασμό μας πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ τὴν δημιούργησε. Διαφορετικὰ ἄν τὴν παραβιάζουμε, παραβιάζουμε τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολές Του, καὶ ἀσεβοῦμε πρὸς Ἐκεῖνον, ὁπότε ἔτσι κλείνουμε καὶ τὸν δρόμο μέσω τοῦ ὁποίου μποροῦμε νὰ συναντήσουμε Αὐτόν. Ὅμως τὸ νὰ ἀγαπήσουμε ἀληθινὰ, ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς ποὺ ὑπάρχουμε, μποροῦμε νὰ τὸ κατακτήσουμε μόνο ἄν συναντήσουμε Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔκανε νὰ ὑπάρχουμε, καθῶς Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἀπὸ Ἐκεῖνον ἡ ἀγάπη ἐκπηγάζει, καθῶς “ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν” (A’ Iω. 4, 8).
Παράρτημα.
Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος σχετικὰ μὲ τὴν προσπάθεια ἀσχολίας μὲ θέματα ἐπιλογῆς φύλου (καὶ μὲ τὴν προσπάθεια ἀλλαγῆς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν) στα Σχολεία.
Ἡ ἔμπνευση καὶ ἡ πρόκληση τοῦ τεχνητοῦ ἐρωτήματος «Ποιὸ φύλο προτιμᾶς;» τὸ ὁποῖο ἀποκτὰ δυνατότητα νὰ τεθεῖ μόνο μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἀποδοχῆς τῆς θεωρίας περὶ ὑπάρξεως κοινωνικοῦ φύλου ἀνεξαρτήτως τοῦ βιολογικοῦ-φυσικοῦ φύλου, μὴ λαμβάνοντας ὑπόψιν τὴν πλήρη ἀποτυχίας της νὰ ἀποδειχθεῖ πειραματικά (βλέπε ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου), εἶναι δυνατὸν μὲ ὅλο τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα μας νὰ ἐπιλέγουμε ἐλεύθερα ὡς ὑπεύθυνα ἄτομα, σύμφωνα μὲ τὰ πιστεύω μας, τὶς ἀξίες μας, καὶ τὸ σεβασμό στὴν φύση μας, νὰ μας βρίσκει παντελῶς ἀδιάφορους. Ὡστόσο ὅμως μπορούμε νὰ τὸ ἀπορρίψουμε ὁλοκληρωτικὰ καὶ ὡς γονεῖς, ποὺ δικαιούμαστε καὶ ὀφείλουμε νὰ μεριμνοῦμε καὶ νὰ δίνουμε τὰ κατάλληλα ἐφόδια καὶ βάσεις στὰ παιδιά μας γιὰ νὰ ἐπιλέγουν σωστὰ στὴν ζωή τους καὶ γιὰ νὰ φυλαχθοῦν ἀπὸ ἀδιέξοδους, ἐπικύνδυνους καὶ καταστροφικοὺς ἀτραπούς, ὥστε τελικὰ νὰ ἀποτελέσουν χρήσιμα μέλη τῆς κοινωνίας, ἄξιοι φορεῖς τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν ἀξιῶν ποὺ κληρονόμησαν, συνειδητοὺς φύλακες τοῦ ἔθνους τους καὶ τῶν παραδόσεών του. Καὶ βέβαια τὰ ἐρωτήματα περὶ φύλου στὰ σχολεῖα, ἀντὶ τῆς σωστῆς καὶ γνήσιας διδασκαλίας τῆς ἱστορίας καὶ τῆς γλώσσας μας, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ἐρωτήματα διαθρησκειακοῦ συγκριτισμοῦ, ἀντὶ τῆς μελέτης τῆς λαμπρῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης μας (χωρὶς νὰ ἀποκλείει αὐτὸ καὶ κάποια γνωσιολογικὴ ἀναφορὰ στὶς ἄλλες θρησκείες), ὁδηγοῦν τὸ μαθητὴ σὲ ἀποπροσανατολισμὸ εἰς βάρος τῆς ταυτότητάς του, ὅπως θὰ ἤθελε ἡ οἰκογένειά του καὶ ὁ ἴδιος νὰ τὴν διαμορφώσει, γνωρίζοντάς του τὴν ἐθνική της καταγωγή, τὶς πολιτισμικές της παραδόσεις καὶ τὸ θρησκευτικό της πιστεύω. Τὰ ἄρθρα τοῦ Συντάγματός μας ὑπερασπίζονται καὶ προσπαθοῦν νὰ προστατέψουν τὸ μαθητὴ καὶ τὴν οἰκογένεια ἀπὸ τέτοιες ἀθέμιτες, παράλογες καὶ ἐπικύνδυνες παρεμβάσεις τῆς πολιτείας εἰς βάρος τους.
Τὸ ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος τῆς Ελλάδος γράφει: «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη…2…. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται.»-Ὅμως τὸ μάθημα διαθρησκειακοῦ συγκριτισμοῦ ποὺ θέλουν νὰ ἀντικαταστήσει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ποὺ φέρνει σὲ ἐπαφὴ τοὺς μαθητὲς μὲ τὴν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, ἔχει ἀναμφισβήτητα καὶ προσηλυτιστικό χαρακτήρα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ποὺ ξεκάθαρα ἐξηγοῦν στὸ Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν θέλουν νὰ γίνεται (ἐμπειρικὰ, πού εἶναι ὁ τρόπος τῆς κατήχησης). Γίνεται ἔτσι ἕνα εἴδος προσηλυτισμοῦ στὸν συγκριτιστικὸ οἰκουμενισμό (μαθαίνοντας παράλληλα γιὰ ὅλες τὶς θρησκείες, ὅπου τὸ κέντρο βάρος παύει πιὰ νὰ πέφτει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη), παραβιάζοντας τὸ σύνταγμα καὶ τὰ δικαιώματα τῶν μαθητῶν καὶ τῶν γονέων κατάφορα. Ἐπίσης καὶ τὰ ἐρωτήματα περὶ φύλου στὰ σχολεῖα, ἐπειδὴ εἶναι σφόδρα ἀντίθετα πρὸς τὸ χριστιανικό πιστεύω καὶ τὴν ἀπορρέουσα ἀπὸ αὐτὸ ἠθικὴ, καὶ κατὰ συνέπεια προσκρούουν στὴν χριστιανική συνείδηση πολλῶν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀπευθύνονται, (ἐνῶ πρέπει νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ἡ ἀποδόμηση τοῦ φύλου, ἐννοῶντας τὸ φυσικό φύλο, ποὺ ἔχουμε ἐκ γεννετῆς, ποῦ γίνεται θεωρῶντας το ὡς ἕνα στερεότυπο, μὲ σκοπὸ νὰ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἀντικατάστασής του ἀπὸ ἄλλο, σύμφωνα μὲ ὅσα διδάσκει ἡ θεωρία τοῦ κοινωνικοῦ φύλου, εἶναι καὶ αὐτὸ προσηλυτισμός, ἄν καὶ ὄχι θρησκευτικοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἰδεολογικοῦ), γι᾿ αὐτὸ ἀποτελοῦν καὶ αὐτὰ παραβίαση τοῦ παραπάνω ἄρθρου τοῦ ἑλληνικοῦ συντάγματος.
Ὅσοι ἐπιδιώκουν νὰ εἰσάγουν στὰ σχολεῖα ἐρωτήματα σὰν αὐτὰ παραβιάζουν καὶ τὸ ἄρθρο 16 τοῦ συντάγματος ποὺ προβλέπει ὅτι: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης». Τὸ ἄρθρο αὐτὸ ὁρίζει ὅτι τὸ κράτος ὄχι μόνο θὰ ἔπρεπε νὰ σεβαστεῖ τὰ θρησκευτικά πιστεύω τῶν μαθητῶν καὶ τῶν γονέων τους, ἀλλὰ καὶ νὰ μεριμνά γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν μαθητῶν. Πράγμα τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ συμβεῖ, ἀντὶ καταπατῶντας τὸ σύνταγμα νὰ ἐπιδιώκουν νὰ μαθαίνουν τοὺς μαθητὲς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ ἐπιλογὲς φανταστικῶν ὑποτιθέμενων κοινωνικῶν φύλων, καὶ νὰ τοὺς ὁδηγοῦν ἔτσι σὲ ταυτοτικὰ ἀδιέξοδα, θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς δίδασκαν ἀξίες γνωρίζοντάς τους τὴν ἱστορία τῶν προγόνων τους, τὴν γλώσσα τους, τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή τους. Τὸ ἄρθρο 5 τοῦ συντάγματος μάλιστα κάνοντας μιὰ βιοηθικὴ ἀναφορά γράφει ὅτι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας.». Πὼς εἶναι δυνατόν ὅμως, ἀπὸ τὴν μιὰ γιὰ τὴν γενετικὴ ταυτότητα τὸ συνταγματικὸ ἄρθρο νὰ ὁρίζει πῶς πρέπει νὰ προστατεύεται, καὶ ὅσον ἀφορὰ τὸ φύλο βέβαια ὅντως ἀναπόφευκτα πάντα παραμένει ἡ ἴδια, χωρὶς οὐδεμία δυνατότητα ἐπιλογῆς της, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ζητοῦν μερικοὶ τὴν μονομερὴ ἐξωτερικὴ ἀλλαγὴ στὴν ἐμφάνιση καὶ συμπεριφορά, ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀντίκειται στὴν ἀμετάβλητη συγκεκριμένη γενετικὴ δομή, μὲ κατάληξη τὴν διατάραξη τῆς σωματικῆς ἁρμονίας τους καὶ τὸν ὅποιο ψυχολογικό ἀντίκτυπό αὐτῆς;
Τὸ πλήγμα που μπορεῖ νὰ δεχθεῖ ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, τὴν ἴδια στιγμὴ μαζί μὲ τὴν μητρότητα, καὶ βέβαια καὶ τὸ ἴδιο παιδὶ, σημαῖνει καὶ παραβίαση τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ συντάγματος ποὺ ἀξιώνει τὴν προστασία τοῦ Κράτους ἐπ’ αὐτῶν: «1. Η οικογένεια, ὡς θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό τὴν προστασία του Κράτους». Συμπερασματικὰ λοιπόν τὸ κράτος προσπαθῶντας νὰ ἐπιβάλλει τὰ πιστεύω καὶ τὰ θελήματά του ἀδιαφορῶντας ἐντελῶς γιὰ τὸ ἔθνος μας καὶ τὴν ἱστορία του, γιὰ τὴν πίστη καὶ παράδοσή μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν φύση μὲ τὴν ὁποία πλαστήκαμε καὶ μόνο μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὁποίας εἶναι δυνατὸν νὰ ζοῦμε φυσιολογικά καὶ γόνιμα, δὲν διστάζει νὰ καταπατεῖ κατάφορα καὶ τὸ Σύνταγμά μας καὶ νὰ λαμβάνει ἀποφάσεις σὰν αὐτὸ νὰ μὴν ὑπάρχει. Καὶ δὲν παραβιάζει μόνο αὐτό, ἀλλά καὶ σχετικὲς διεθνεῖς συμβάσεις.
Ἔτσι λοιπόν στὴν Διεθνή Σύμβαση τοῦ ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν.2101/1992 ΦΕΚ), τὸ ἄρθρο 29 (παρ.1γ) τῆς ὑπερασπίζεται τὴν ταυτότητα, τὴν γλώσσα, τὶς πολιτιστικές καὶ ἐθνικές ἀξίες, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸ τῶν γονέων καὶ ὄχι τὴν περιφρόνησή τους σὲ ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ παιδὶ. Ἀλλὰ καὶ στὸ ἄρθρο 5 γράφει ὅτι «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται την ευθύνη, το δικαίωμα και το καθήκον που έχουν οι γονείς (ή, κατά περίπτωση, τα μέλη της διευρυμένης οικογένειας ή της κοινότητας, όπως προβλέπεται από τα τοπικά έθιμα, οι επίτροποι ή άλλα πρόσωπα που έχουν νόμιμα την ευθύνη για το παιδί), να του παρέχουν, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του, τον προσανατολισμό και τις κατάλληλες συμβουλές …». Παρακάτω πάλι τὸ άρθρο 8 (παρ.1), ἀναφερόμενο στὴν διαφύλαξη τῆς ταυτότητάς τοῦ παιδιοῦ, γράφει ὅτι μαζί μὲ τὴν ἰθαγένειά του καὶ τὸ ὄνομά του, σὲ αὐτὴν συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ οἰκογενειακές του σχέσεις. Μὲ τὰ ἐρωτήματα λοιπὸν ποὺ θέλουν νὰ εἰσάγουν οἱ ἰθύνοντες στὰ σχολεῖα καὶ νὰ τὰ ἀπευθύνουν στοὺς μαθητὲς ποὺ ἀφοροῦν ἄμεσα τὴν ταυτότητά τους, ὡς διαδικασία ὑποχρεωτική, χωρὶς νὰ δείχνουν πρόθεση νὰ δώσουν σημασία καὶ νὰ σεβαστοῦν στὶς ἀντίθετες ἀπόψεις τῶν γονέων ὅσον ἀφορὰ αὐτὰ τὰ θέματα, δὲν ἀδιαφοροῦν καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ δικαιώματα τῶν παιδιῶν καὶ τῶν γονέων, γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς ταυτότητά τους, τῶν πολιτιστικῶν καὶ ἐθνικῶν ἀξιῶν τους, ποὺ γράφουν ὅτι τὰ ὑπερασπίζονται τὰ παραπάνω ἄρθρα;