Όταν σκεφτόμαστε φαγητό, τα έντομα είναι σίγουρα κάτι το οποίο δεν περνά από το μυαλό μας. Ωστόσο σε ορισμένες κουλτούρες, κυρίως της Ασίας, αποτελούν ξεχωριστές λιχουδιές. Τώρα, μία νέα έρευνα του Washington University δείχνει πως τα έντομα έχουν θρεπτικά συστατικά, τα οποία μπορούν να πυροδοτήσουν μία έμφυτη αντίδραση του ανοσοποιητικού που βελτιώνει το μεταβολισμό των θηλαστικών.
Ταΐζοντας ποντίκια εργαστηρίου με διατροφή πλούσια σε χιτίνη, συστατικό το οποίο βρίσκεται στους εξωσκελετούς εντόμων και θαλασσινών, παρατήρησαν πως τα ποντίκια παρήγαγαν ένα μοναδικό ένζυμο στο έντερο, το οποίο ονομάζεται AMCase και απαιτείται για τη χώνευση της χιτίνης, ενώ ενεργοποιήθηκαν και κύτταρα τα οποία ρυθμίζουν τους λιπώδεις ιστούς.
Τα θηλαστικά δεν παράγουν συνήθως ένζυμα αρκετά ισχυρά για να διασπάσουν τους πολυσακχαρίτες, αλλά η χιτίνη αποτελεί εξαίρεση και έχει βαθιές ρίζες στην εξέλιξη. Πριν το τέλος των δεινοσαύρων, τα αρχαία θηλαστικά τρέφονταν με έντομα πολύ πιο συχνά από ότι σήμερα και ορισμένα προσαρμόστηκαν στη διάσπαση της χιτίνης.
Γιατί υπάρχουν τόσα λίγα έντομα στους ωκεανούς;
Σήμερα, αρκετά θηλαστικά τρέφονται με έντομα, ακόμα και μερικοί άνθρωποι. Η κατανάλωσή τους όχι μόνο είναι ασφαλής, αλλά προσφέρει και πολύτιμα θρεπτικά συστατικά όπως πρωτεΐνη. Μερικοί επιστήμονες μάλιστα πιστεύουν πως τα έντομα θα είναι η απάντηση στην επισιτιστική κρίση. Το να καταλάβουμε ποια μέρη των εντόμων είναι πιο θρεπτικά, θα βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Στο πείραμα, τα ποντίκια που τρέφονταν με χιτίνη μαζί με διατροφή σε υψηλά λιπαρά, έδειξαν βελτίωση στις μεταβολικές διεργασίες τους σε σχέση με τα ποντίκια που είχαν απλά διατροφή με υψηλά λιπαρά. Αυτά που έτρωγαν χιτίνη, έδειξαν αντίσταση στην πρόσληψη βάρους παρά τα πολλά λιπαρά στη διατροφή τους.
Η έρευνα έδειξε πως η αυξημένη παραγωγή κυττάρων ILC2 ως ένα υποπροϊόν της αντίδρασης του ανοσοποιητικού στο έντερο, οφείλεται στη χιτίνη. Αυτά τα κύτταρα βρέθηκε πως εμπλέκονται στη ρύθμιση των λιπώδων ιστών.
Οι επιστήμονες θέλουν τώρα να επεκτείνουν την έρευνά τους σε ανθρώπους εθελοντές.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο Science.