Αν και συμπληρώνονται πέντε μήνες συνεχών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης και οι προσπάθειες από διάφορες πλευρές του τραπεζιού είναι επίμονες και επίπονες η επίτευξη της συμφωνίας ανάμεσα στην Κυβέρνηση και τους Δανειστές μόνο εύκολη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Ακόμη κι αν υπάρξει πρόοδος στις συζητήσεις των Βρυξελλών αυτές τις ημέρες, ώστε να μην διαπιστωθεί πλήρες αδιέξοδο στο Εurogroup της Παρασκευής στη Μάλτα, είναι προφανές ότι οι διαφωνίες είναι βαθιές και σύνθετες, σε βαθμό που να δυσκολεύουν μία ολοκληρωμένη λύση για το ελληνικό πρόγραμμα, όπως τη φανταζόταν τουλάχιστον η Αθήνα, μόλις ξεκινούσαν οι συνομιλίες το περασμένο φθινόπωρο.
Ο Αλέξης Τσίπρας ελπίζει ακόμα και τώρα σε πολιτική λύση, με την παρέμβαση της Άνγκελα Μέρκελ και άλλων Ευρωπαίων ηγετών και παραγόντων, παρότι οι προσδοκίες του μέχρι τώρα δεν έχουν δικαιωθεί. Δεν αποκλείεται μάλιστα να επιδιώξει ακόμη και επαφές δια ζώσης, πέρα από τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, που κάνει αυτές τις ημέρες, προς αναζήτηση καθοριστικών πολιτικών παρεμβάσεων για την εξεύρεση ενός δίκαιου και βιώσιμου συμβιβασμού.
Η… τέλεια παγίδα
Κατά τα φαινόμενα ο άξονας που έχει διαμορφωθεί εδώ και καιρό ανάμεσα στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τον Πολ Τόμσεν του ΔΝΤ είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπερκεραστεί από την ελληνική πλευρά. Ο άξονας αυτός έχει πλήρη ταύτιση απόψεων όταν πιέζει την ελληνική πλευρά να λάβει τα σκληρά δημοσιονομικά και άλλα μέτρα, που θεωρεί ότι είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των μνημονιακών απαιτήσεων της Αθήνας, αλλά από την άλλη χρησιμοποιεί και τις εσωτερικές διαφωνίες του - αυτές που υπάρχουν ανάμεσα στο Ταμείο και το Βερολίνο για το ελληνικό χρέος - σε βάρος της ελληνικής πλευράς, αφού παρατείνει τις σχετικές συζητήσεις, χωρίς να δίνει ένα καθαρό πεδίο στην ελληνική κυβέρνηση.
Το σκηνικό μοιάζει με τέλεια παγίδα για την ελληνική πλευρά, η οποία με βάση τις επιδιώξεις που έχει θέσει και η ίδια για τη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση, είναι πλέον εγκλωβισμένη σε μία ατέρμονη διαδικασία. Η προσδοκία ότι οι δανειστές θα κάνουν πίσω για τα μέτρα εξελίσσεται όλο και πιο έντονα σε μία μεγάλη ψευδαίσθηση, ενώ και η επιδίωξη για το χρέος, παρότι λογική ή ακόμα και επιβεβλημένη, δεν φαίνεται να βρίσκει πεδίο εφαρμογής. Η εκτίμηση των δεδομένων και το ύψος που έθεσε τον πήχη η κυβέρνηση, δεν έχουν μέχρι τώρα δικαιωθεί.
Η επιδίωξη του Τσίπρα για τις εκλογές
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει αποδεχθεί ότι η κυβέρνησή του θα λάβει σκληρά μέτρα, αλλά έχει θέσει ένα διπλό στόχο στις διαπραγματεύσεις, με στρατηγική επιδίωξη να έχει ένα διαφορετικό οικονομικό πεδίο το 2019, όταν θα ήθελε να κάνει τις εκλογές. Η στρατηγική αυτή επιδίωξη, που θολώνει από την πορεία των διαπραγματεύσεων είναι «εκλογές χωρίς να έχει ξεκινήσει η εφαρμογή των σκληρών δημοσιονομικών μέτρων και με την Ελλάδα εκτός Μνημονίου και με ρυθμισμένο το χρέος».
Ο διπλός στόχος λοιπόν στις διαπραγματεύσεις έχει ως εξής:
Πρώτον, να μεταθέσει την εφαρμογή των περικοπών στις συντάξεις το 2020 και να μην ξεκινήσουν αυτές το 2019, όπως ζητούν ΔΝΤ και Σόιμπλε. Ή έστω να μοιράσει το πακέτο. Δεν θεωρεί τη μείωση του αφορολόγητου τόσο μεγάλο πρόβλημα, όσο την μείωση των συντάξεων, που «χτυπά» την προνομιακή του σχέση με ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος. Ο κ. Τσίπρας θα ήθελε να κάνει τις εθνικές εκλογές μαζί με τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές, την άνοιξη του 2019, υποσχόμενος μάλιστα ότι θα καταφέρει, λόγω της καλής πορείας της οικονομίας και της «ταξικά δίκαιης» πολιτικής που ακολουθεί, να αποτρέψει την τελική εφαρμογή μέτρων, έστω κι αν αυτά είναι ψηφισμένα από την ελληνική Βουλή.
Όμως η απαίτηση των δανειστών για την εφαρμογή των σκληρών αυτών δημοσιονομικών μέτρων από την 1η Ιανουαρίου του 2019, τον αναγκάζει να επανεξετάσει τον πολιτικό του σχεδιασμό και να δει το ενδεχόμενο των εκλογών το αργότερο για το φθινόπωρο του 2018.
Το πρόβλημα του κ. Τσίπρα είναι ότι θέλει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο για να φανεί και να εμπεδωθεί η ισχυρή επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να φανεί, όσο θα ήθελε η κυβέρνηση, μέχρι τα μέσα του 2018, ιδίως εάν τελικά η φετινή χρονιά δεν κλείσει με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που είχαν αρχικά προβλεφτεί.
Δεύτερος στόχος, που έρχεται να ενισχύει και την προσπάθεια για την αναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής οικονομίας, είναι η ρύθμιση για το χρέος. Η θέση από την οποία εκκινεί ο κ. Σόιμπλε, ότι η όποια συζήτηση για το εάν χρειάζονται και ποια θα είναι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, θα γίνει με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, στα μέσα του 2018, είναι καταστροφή για την κυβέρνηση Τσίπρα. Ο πρωθυπουργός θέλει μία ισχυρή διακήρυξη τώρα, έστω κι αν όντως η εφαρμογή των όποιων μέτρων θα ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 2018. Η ισχυρή αυτή διακήρυξη ελπίζει ότι θα λειτουργήσει λυτρωτικά για την ελληνική οικονομία, τόσο για τη σταθεροποίησή της, όσο και για την επίτευξη των αναπτυξιακών ρυθμών. Κυρίως όμως θα λειτουργήσει, όπως πιστεύει η κυβέρνηση, για την επάνοδο της χώρας στις αγορές με τη λήξη του προγράμματος και άρα την οριστική έξοδο από τα μνημόνια (τουλάχιστον με την τυπική μορφή που αυτά έχουν έως τώρα). Έτσι θα αποφύγει η Ελλάδα την παράταση του υπάρχοντος, ή ακόμη και ένα τέταρτο μνημόνιο (έστω και μικρής διάρκειας ή βαρύτητας), για το οποίο συζητούν όλο και περισσότεροι πλέον. Εκλογές με τη χώρα να παραμένει σε μνημόνιο θα είναι ομολογία αποτυχίας της κυβέρνησης και του τρίτου μνημονίου, που αυτή έφερε στη χώρα το 2015.
Η πρόσφατη παρέμβαση της Κριστίν Λαγκάρντ ότι διαφωνεί με τον Β. Σόιμπλε για το ελληνικό χρέος, καθώς το ΔΝΤ είναι υπέρ της ελάφρυνσής του, μοιάζει με αλάτι στην πληγή για την κυβέρνηση. Διότι βλέπει περισσότερη ειρωνεία και λιγότερο κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα με αυτή την δήλωση της γενικής διευθύντριας του Ταμείου, το οποίο δείχνει εδώ και καιρό να πιέζει μονομερώς την Αθήνα για τα μέτρα, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο και την γερμανική πλευρά να κάνει πίσω για το χρέος. Τουναντίον μάλιστα. Το Μέγαρο Μαξίμου θεωρεί ότι όλο αυτό το σκηνικό έχει κάτι από «θέατρο του παραλόγου», αφού οι διαφωνίες ΔΝΤ - Σόιμπλε για το χρέος κάνουν «ατέρμονες τις συζητήσεις» για το ελληνικό ζήτημα.
Ο χρόνος τελειώνει
p.p1 {margin: 0.0px 0.0px 0.0px 0.0px; font: 12.0px 'Helvetica Neue'; color: #454545}
p.p2 {margin: 0.0px 0.0px 2.0px 0.0px; font: 14.0px 'Helvetica Neue'; color: #454545}
Μία αποτυχία της διαπραγματευτικής προσπάθειας της κυβέρνησης φαίνεται να είναι καταστροφική: σίγουρα για τους πολιτικούς σχεδιασμούς του Αλέξη Τσίπρα, ίσως όμως και για τη χώρα, υπό τη έννοια ότι και η ρύθμιση του χρέους είναι αναγκαία, αλλά και τα μέτρα καλό θα ήταν να εφαρμοστούν όσο το δυνατόν αργότερα και να μην είναι τόσο βαριά. Ωστόσο και η παράταση της διαπραγμάτευσης προκαλεί ισχυρό πλήγμα στην ανάταση της ελληνικής οικονομίας και βαθαίνει ακόμη περισσότερο το αίσθημα της αβεβαιότητας, αλλά και αυτή καθαυτή την επίτευξη των φετινών στόχων. Εάν μάλιστα ξεπεραστεί ένα κρίσιμο όριο και εφόσον δεν δικαιωθούν κάποιες βασικές επιδιώξεις της διαπραγματευτικής προσπάθειας (όπερ και το πιθανότερο πλέον), υπάρχει ισχυρός ο κίνδυνος να μην έχει καμία σοβαρή επίδραση στην ελληνική οικονομία ακόμη κι αυτή η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Η συμφωνία δηλαδή να μην επιδράσει σημαντικά στην αλλαγή πορείας, αλλά να συνεχιστεί η αναιμική κατάσταση στην οικονομία, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Ειδικά στην περίπτωση, που προκύψει το σενάριο τρόμου, το οποίο δείχνει να επανέρχεται ως ενδεχόμενο, παρά τις πρόσφατες έντονες διαψεύσεις της κυβέρνησης: να επιχειρηθεί η πληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας τον Ιούλιο με χρήματα από τα κρατικά ταμεία και χωρίς τη δόση που προβλέπεται να καταβληθεί στη χώρα με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης. Να μην υπάρξει δηλαδή συμφωνία μέχρι το καλοκαίρι, αλλά να πάει η διαπραγμάτευση μέχρι το φθινόπωρο, με την ελπίδα της αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών στο Βερολίνο.